Νίκος Νικολαΐδης, «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα»

0
2181

Ένα έπος για τα κακά παιδιά του ’50

Αν ο Νίκος Νικολαΐδης ήθελε με το τελευταίο του έργο να αποδώσει φόρο τιμής στη δική του γενιά, το μυθιστόρημα «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα», που ήταν και το κύκνειο άσμα του, κατορθώνει κάτι πολύ μεγαλύτερο: Γράφει το έπος της! Τα έπη δεν γράφονται με ωραιοποιήσεις, με καλές προθέσεις και ευγενικές κορώνες. Τα έπη για να γραφτούν θέλουν πάθη, περιπέτειες, αντιθέσεις, μοιραίους έρωτες, προδοσίες, εμμονές, συγκρούσεις, μάχες, τσαγανό και προσωπικό ηρωισμό.  Τα έπη γράφονται από τα κακά παιδιά!

Της Ελπίδας Πασαμιχάλη

Τέτοιου είδους κακά, ανήσυχα και απροσάρμοστα παιδιά, που δεν κάθονται στα σπίτια ούτε στ’ αυγά τους και δεν μασάνε από φρόνιμες συμβουλές, είναι οι ήρωες στο τελευταίο βιβλίο του Νίκου Νικολαΐδη. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε καταιγιστικούς ρυθμούς, είναι ένα μυθιστόρημα που  ξεχωρίζει, εκπλήσσει,  σοκάρει, εξοργίζει, γοητεύει και τελικά συγκλονίζει τον αναγνώστη. Ένα έργο που, σύμφωνα με τα διαπιστευτήριά του γράφτηκε μέσα σε δώδεκα μόλις μήνες και κυλάει στην ανάγνωση σαν αφρισμένο ποτάμι, στο οποίο ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις είναι να αφεθείς στην ορμή και τη ροή του…

Ένας οργισμένος και …15χρονος Νικολαΐδης!

Ένας οργισμένος πιτσιρικάς, ένας 15χρονος είναι ο κεντρικός ήρωας του έργου, όμως το περίεργο δεν είναι αυτό. Το περίεργο είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας, που ήταν βέβαια «κάπως» μεγαλύτερος όταν έγραφε το βιβλίο,  μπόρεσε να διαφυλάξει, να περισώσει και να μεταδώσει ένα κλίμα τόσο καυτό, όσο και εκείνη η ηλικία, με όλη την τρέλα, την ζωντάνια, την αλαζονεία, τη δίψα για ζωή και για περιπέτεια, την αλητεία, τη μαγκιά, τον συναισθηματισμό και τη γλώσσα της, «καλά θα γίνει της πουτάνας απόψε», όπως δηλώνει τελειώνοντας το προτελευταίο κεφάλαιο.

Στο βιβλίο αυτό ο πληθωρικός σκηνοθέτης και συγγραφέας,  δεν αφηγείται τις αναμνήσεις ενός 15χρονου που μεγάλωσε. Ο Νίκος Νικολαΐδης  γίνεται ο ίδιος 15χρονος! Ή τουλάχιστον αυτό μας κάνει να πιστέψουμε, με ένα κείμενο καταιγιστικό και ρυθμικό όσο εκείνη η ηλικία. Ένα κείμενο στο οποίο δεν υπάρχουν κρίσεις, ηθικά διδάγματα και αποστάγματα πείρας, αλλά αντιθέτως άφθονη ελευθερία, ασυγκράτητη ειλικρίνεια, απίστευτο θράσος και πρωτοφανής επιθυμία για ζωή.

Όπως δήλωνε ο ίδιος: «…Το γράψιμο ενός σεναρίου είναι γενικά πολύ πιο εύκολη δουλειά. Το μυθιστόρημα είναι πιο άγριο.(…) Συνήθως γράφω όταν είμαι πολύ στριμωγμένος και σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση…»  Αν λοιπόν έκανε μόλις δώδεκα μήνες για να γράψει αυτό το έργο, παραμένει άγνωστο πόσα χρόνια το κυοφορούσε…

….50΄ς και ροκ εν ρολ

Χρόνος δράσης η περίφημες δεκαετίες του ‘50 και ’60 για τις οποίες τα «πρωταρχικά στερεότυπα» αλλά και οι πληροφορίες  για τους περισσότερους από εμάς τους μεταγενέστερους,  προέρχονται από τις περίφημες και χιλιοπαιγμένες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιες άλλες, πιο διερευνητικές, δηλαδή πιο «ψαγμένες» πληροφορίες, προέρχονται από τη λογοτεχνία, ή τις αυτοβιογραφίες που αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο. Οποία διαφορά! Διότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η γενιά που προβάλλει στα μάτια των νεότερων, είναι η γενιά των μεγάλων ή των μικρομέγαλων. Mια γενιά που «χωράει» στα εξής δύο στερεότυπα:  Είναι άλλοτε η γενιά των φτωχών αλλά τίμιων και άλλοτε η γενιά των πλούσιων και διεφθαρμένων. Ως εκεί.

Όμως η γενιά  που εμφανίζεται στο έργο του Νικολαϊδη, στη μεταπολεμική Ελλάδα, δεν έχει σχέση με τίποτα από τα δύο. Από μια… στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα ξεχύνεται στους δρόμους μια άλλη Ελλάδα, μια άλλη γενιά, μια άλλη φυλή. Είναι η φυλή του ροκ εν ρολ, που πάλλεται, που ιδρώνει, που βρίζει, που τσακώνεται, που ερωτεύεται, που το «λέει η καρδιά» της, που αντιστέκεται μέχρι θανάτου και καμία σχέση δεν έχει με τον καθωσπρεπισμό, με το δήθεν και με εκείνους που «έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν». Μια φυλή που αγνοούσαμε την ύπαρξή της και σαφώς… χαιρόμαστε πολύ για την γνωριμία!…

info@bookbar.gr

 

Νίκος Νικολαΐδης για τη δεκαετία του ’50, τα κορίτσια, το σινεμά και τη Λάουρα: «Είχα την ευτυχία να ανήκω σ’ εκείνη τη γενιά της πρώτης αμφισβήτησης και της φυγής. Το σινεμά τότε κάλυπτε απόλυτα αυτά τα αιτήματα. Τους χειμώνες πήγαινα δυο φορές την εβδομάδα και τα καλοκαίρια τρεις. Τις υπόλοιπες μέρες έψαχνα για τα κορίτσια με τις προδιαγραφές θανάτου. Τότε υπήρχαν… Η πορεία μου προς τη Λάουρα άρχισε πολύ περίεργα, όπως συνέβαινε τότε, στα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Ώρα 9 το βράδυ, και πέντε τσαμπουκάδες επιτίθενται στον 15χρονο τότε σκηνοθέτη, έξω από το TOP-HAT της Πατησίων. Κατορθώνω και ξεφεύγω και ζητάω βοήθεια από τους φίλους μου μέσα στο TOP-HAT. Βγαίνουν πέντε γομαράκια και ακολουθεί μία άγρια μάχη που δεν κράτησε πάνω από τρία λεπτά, με χαστούκια, μπουνιές, χτυπήματα με zippo, κοπανήματα πάνω στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων, κλοτσιές στα κεφάλια και άλλα τέτοια, μέχρι που οι πέντε τσαμπουκάδες το ’βαλαν στα πόδια. Ταραγμένοι μετά όπως ήμασταν, δεν είχαμε διάθεση για χορό και έπειτα από πρόταση δική μου ξεκινήσαμε για σινεμά να δούμε τη Λάουρα, στον Έσπερο, ένα σινεμά απέναντι από το Αττικόν. Δυο ώρες μετά οι έξι φίλοι, καθισμένοι στο σκαλάκι του Εσπέρου, μπροστά από το κατεβασμένο διχτυωτό ρολό του σινεμά, μιλούσαμε έκθαμβοι για τη Λάουρα. Ήμασταν γδαρμένοι και ματωμένοι ακόμα από τον καβγά, με ρούχα σκισμένα και πρησμένα από τις γροθιές χέρια και μιλούσαμε για τη Λάουρα. Ήτανε ο Τάκης το γυάλινο μάτι, ο Μίλτος ο μποξέρ, ο Όλιβερ, ο Βάκης ο βέσπας και ο Μίμης ο Μπογκομόλετς, ήρωες όλοι τους του αυτοβιογραφικού μου μυθιστορήματος με τίτλο Γουρούνια Στον Άνεμο και φυσικά η Λάουρα που από τότε στοίχειωσε μέσα μου για να πάρει πάλι τη μορφή της «Βέρας που δεν έρχεται ποτέ» στο Singapore Sling, που μαζί με τον «Άνθρωπο Που Αγάπησε Ένα Πτώμα» συνιστούν τα βασικά μου μοτίβα σε ταινίες όπως Τα Κουρέλια Τραγουδάνε ΑκόμαΠρωινή ΠερίπολοςSingapore SlingΘα Σε Δω Στην Κόλαση, Αγάπη μου και εν μέρει καλά καμουφλαρισμένα στο Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα. Και μην ξεχνάμε ότι τρεις από τις ταινίες μου είναι αφιερωμένες σε «κάποια Βέρα τέλος πάντων»…» (Σ.Σ. Η “σκηνή” στο TOP-HAT περιγράφεται στα κεφάλαια 5 και 7 του βιβλίου Μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα).

 

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Από το κεφάλαιο 5

(…) —ξύλο είπε ό Μάνος αυτό γουστάρω ό τύπος έκανε μπροστά μισό βήμα κι αμόλησε μιά ροχάλα δίπλα στά παπούτσια του—άν είσαι μάγκας κολύμπα—πατώνω απάντησε ό Μάνος καί ξαφνικά τού χύμηξε καί τού ’ριξε μιά κουτουλιά κι άρχισε αμέσως μιά άγρια κλωτσοπατινάδα βρισιές κλωτσιές μπουνιές ροχάλες γονατιές καί ξεμαλλιάσματα κ’ εγώ πήγα νά βγάλω τ’ αμπέχωνο νά πλακωθώ μαζί τους—αλλά σέ μιά στροφή μέ πέταξε πίσω δυνατά ό Μάνος—φύγε από δώ ρέ Σπόρε.

Τήν καλλίτερη δουλειά τήν έκανε τό παιδοβούβαλο πού ’χε κάτι αρβύλες νούμερο 47 καί τούς γαμούσε στίς κλωτσιές καί τούς μπίσταγε μετά πάνω στό καπό καί τίς πόρτες. Ό αεροπόρος είχε ένα προσωπικό στυλάκι κάτι πρός καραγκιόζη κ᾽ έριχνε τίς κλωτσιές του σά μπουνιές καί τίς μπουνιές κλωτσιές κ’ έτσι τούς μπέρδευε μόνο ό Μπογκομόλετς χτύπαγε σωστά καθότι καί μποξέρ αλλά βαρέθηκε γρήγορα γιατί οί άλλοι δυό τού τήν πέφτανε στά γιούργια κι άτσαλα καί δέν τού ’βγαινε ή προπόνηση. Ό Μάνος χοροπηδούσε σά κατσίκι ανάμεσά τους κουφάλες θά πεθάνετε τούς άδειαζε μέ κουτουλιές τούς έβγαινε στήν πλάτη καί άνετος από κεί σβούριζε τίς γροθιές του στά νεφρά τους.

 

Από το κεφάλαιο 36

Τελικά μάς τήν έκανε ό Βιθέντε ψυχραιμία τώρα νά τον κατεβάσω κ’ είδα δίπλα μου μιά πεσμένη καρέκλα κ’ ένα τραπέζι σάν κλωτσημένο παραπέρα—αποκλείεται νά σκαρφαλώσω εκεί πάνω—καλά είσαι ρέ μαλάκα; τού φώναξα μετά κοίταξα τό ρολόι μου σέ μιά ώρα θά ερχότανε ό Τάκης. Πήγα καί κάθησα στό κρεββάτι καί ντύθηκα άναψα ένα τσιγάρο πρέπει νά μαζέψω τ’ αποτσίγαρα καί τά ποτήρια κι άν γίνεται νά μήν κοιτάζω πρός Βιθέντε μεριά. Δίπλα μου ξεκίναγε ένα μακρύ έπιπλο γεμάτο δίσκους κ’ έφτανε μέχρι τό πίκ-άπ καί τό Ρέβοξ σηκώθηκα πήγα καί πάτησα τό πλαίη κι άρχισε νά γυρίζει ή μπομπίνα μετά από δύο-τρείς στροφές άκουσα τή φωνή του απ’ τά μεγάφωνα κι ανατρίχιασα.—Κάρλ Μαρία φόν Βέμπερ κονσερτίνο φύρ κλάρινεττε ούντ ορκέστερ όπους 26 αντάτζιο μά νόν τρόππο.

—δέν τό ’χω ακούσει αυτό ρέ Βιθέντε καί οί βολβοί του σά θολό αλάβαστρο είχαν πεταχτεί έξω καί γυάλιζαν όπου νά ’ναι θά τού πέσουν κάτω θά γκελάρουνε καί θά τούς ψάχνω κάτω απ’ τά έπιπλα έφυγα σφυρί γιά τό μπάνιο κ’ ίσα που πρόλαβα κ᾽ έριξα μιά ρουκέττα στήν μπανιέρα μετά ξεπατώθηκα στό ξέρασμα—μόλις τελείωσα πήρα βαθειές ανάσες κρατούσα ακόμα τό τσιγάρο μου τό πέταξα στήν μπανιέρα τήν ξέβγαλα απ’ τά ξερατά έριξα νερό στή μούρη μου ξέπλυνα τό στόμα μου άρπαξα μιά πετσέτα που μύριζε Βιθέντε σκουπίστηκα νά δείς τώρα που θά βγώ έξω θά τήν έχει αράξει στήν πολυθρόνα καί θά γελάει ή κουφαλίτσα….

 

INFO

 

«Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα»

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Εισαγωγή: Απόστολος Βασιλάκης

Επίμετρο: Μάνος Ελευθερίου

Επιμέλεια: Κώστας Διονυσόπουλος

Εξώφυλλο: Βίκτωρ Κοέν

Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2008

Δεύτερη έκδοση: Οκτώβριος 2010

ΕΚΔΟΣΕΣ greekworks.com

Σελίδες: 466, Τιμή: 25€

 

 

 

 

 

 

 

Σχετικά Θέματα

 

Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο Νικολαΐδη  στην Ταινιοθήκη