Γιάννης Λειβαδάς, «Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα» Προδημοσίευση

0
1125

ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΟ ΚΑΡΜΑ

[……..] Υπαγόρευε ξαπλωμένος και η γραφομηχανή έγραφε. Είχε δυο μέρες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Μπουκάλια βρίσκονταν τριγύρω πεσμένα, τα ρούχα του βρομούσαν,  είχε εις διπλούν αφοδεύσει και αμέτρητες φορές ουρήσει στη διάρκεια που οραματιζόταν υπέροχα κείμενα, παραμένοντας στην ίδια ακριβώς θέση. Σαν χόρτασε αυτή την απομίμηση σηκώθηκε κι έχωσε τη γραφομηχανή στο ντουλάπι. Καθάρισε το κρεβάτι, άνοιξε το παράθυρο και στη συνέχεια επιμελήθηκε το υπόλοιπο χώρο με ιδιαίτερη προσοχή. Μπήκε στο μπάνιο, πλύθηκε και σαν έγινε πάλι άνθρωπος, βγήκε από το σπίτι να περπατήσει. Όλο αυτό όμως σήκωνε συζήτηση. Μια συζήτηση που δεν ήθελε να κάνει γιατί: με ποιον θα χρειαζόταν να συνομιλήσει; Μια πόρνη θα μπορούσε να τον βγάλει απ’ αυτόν τον μπελά· αυτή ήταν η λύση. Ό,τι δεν υποφέρουμε το σπρώχνουμε μέσα σ’ ένα μουνί. Και συνεχίζουμε.

Να μιλήσει κανείς με τον εαυτό του είναι κάτι παραπάνω από ηλίθια κίνηση. Μόνο ένας ηλίθιος μπορεί με τον εαυτό του να συνομιλήσει. Και οι ηλίθιοι σπανίζουν στη γη. Έφτασε στη γωνία Φάουστ και Πασαντίνα, σήκωσε το κεφάλι του και ένιωσε μεγάλη τέρψη βλέποντας την αστραφτερή μοβ πόρτα του ιερού πορνείου που καθρέφτιζε όλη τη δόξα και τις αστραπές του ήλιου. «Να βρω την Τσίκα» σκέφτηκε.  Άνοιξε την πόρτα και ανέβηκε τα καλυμμένα με κόκκινη μοκέτα σκαλιά. Αντίκρισε κάθε λογής κορίτσια να λαγοκοιμούνται ή να ψευτοβάφονται στο σαλόνι με τα χαμηλά φώτα. «Είναι εδώ η Τσίκα;» ρώτησε την κοκαλιάρα τζαμαϊκανή που έκανε κουμάντο. «Η Τσίκα πέθανε πριν από δύο εβδομάδες μάγκα». Τα έχασε, κατέβηκε σαν χαμένος τα σκαλιά και τράβηξε κατά το στέκι των ελλήνων να έρθει στα συγκαλά του. Έφτασε σχεδόν τρέχοντας μετά από τέσσερα τετράγωνα και έχοντας νιώσει στο πετσί του τον συνδυασμό της φρίκης από τον θάνατο της Τσίκα και των επιπτώσεων του καύσωνα στην παραλιακή λεωφόρο που έβραζε ο τόπος. Πήρε μια παγωμένη μπύρα και απόμεινε αποσβολωμένος να καπνίζει το τσιγάρο του σαν να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη. «Καημένη Τσίκα, κορίτσι μου». Οι έλληνες πιο πέρα ανέλυαν τα πρωτεία του αρχαίου πολιτισμού ακολουθώντας την μέθοδο της σοβινιστικής πατριδογνωσίας. Τον κοιτούσαν με μισό μάτι μιας και γνώριζαν από πρώτο χέρι πως δεν νοιάστηκε ποτέ του για την ελληνική παροικία. Ζούσε σε διαφορετική συνοικία και δεν είχε προσφέρει ούτε μια φορά χρήματα για τις παρελάσεις και τις γιορτές που έκαναν. Χάζευε την αφίσα με τα πορτραίτα όλων  των ελλήνων πρωθυπουργών και έπινε αργά. Οι παρέες άρχισαν να μιλούν με στόμφο χαλασμένα αμερικάνικα και να παίζουν χαρτιά. Πλήρωσε βιαστικά, χαιρέτησε τον μπάρμαν και χάθηκε από ‘κει μέσα.

Στο πλάτωμα της παραλιακής πολύχρωμοι ζογκλέρ έδιναν παράσταση και κοντοπίθαροι μεξικάνοι πουλούσαν  δεκάδες τα μπαλόνια. Μοιράστηκε μαζί με άλλους ένα παγκάκι και αφέθηκε στο πανόραμα. Κάμποσα νεαρά κορίτσια είχαν γυρίσει πλήρως αδιάφορα την πλάτη και αγνάντευαν προς τη θάλασσα. Ο ορίζοντας ήταν θαμπός και μαζεύονταν σύννεφα. Ένα παιδί στάθηκε μπροστά του και προσπαθούσε να βγάλει ένα γλυκό από το ριγωτό του περιτύλιγμα. Λες και καταγινόταν με της ύπαρξης τα μυστήρια. Έσκισε το χαρτί έβαλε το γλυκό στο στόμα κι έτρεξε ανάμεσα στους ζογκλέρ με ανοιχτά χέρια. Ο πατέρας του το τράβηξε στην αγκαλιά του απότομα αφήνοντας το παιδικό του βλέμμα κολλημένο στην μαγεία που απέρρεαν των ταχυδακτυλουργών τα χέρια. Άρχισαν να ανάβουν τα φώτα. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στα πίσω σοκάκια. Δεν περπατούσε ούτε ψυχή εκεί μέσα. Ξαφνικά ένιωσε τη ανάγκη να γίνει χρήσιμος σε κάτι. «Δεν θα μπορούσα τουλάχιστον να νιώσω κάτι πιο σπουδαίο απ’ αυτό;» σκέφτηκε σκυθρωπός. Σκούπισε με το μανίκι τον ιδρώτα του και άδειασε από μέσα του κάμποση μπύρα. Κοίταξε από μακριά το δωμάτιο που ζούσε. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Μπορούσε να μετακομίσει ό,τι ώρα ήθελε. Η κληρονομιά που είχε αποκτήσει ήταν τεράστια. Ζητούσε όμως λίγο χρόνο ακόμη από τον ίδιο,  για να τελειώσει εκείνο το βιβλίο που ξεκίνησε να διαβάζει πριν από δύο μέρες.

Οι δύο πλευρές ενώθηκαν. Δεν αντιμάχεται καμιά. Αυτή κι αν είναι περιουσία. Αυτή κι αν είναι η πιο μεγάλη ευκαιρία. Όχι πως κάποτε άκουσα, ακούστηκα. Δεν βράδιασε, εγώ βράδιασα. Και πολύ αργά. Το μέσα μετά την απανθρωπιά, μετά από μένα. Ακόμη πιο ύστερα.

Η βροχή πάνω στα χριστουγεννιάτικα φώτα. Λαμπτήρες που αχνίζουν περίτεχνα. Μικρά ζωόμορφα κεριά που καίγονται στη σειρά. Πίσω μου ακούγονται εκκωφαντικά πιρούνια. Τρώνε ακατάπαυστα, ευχές, ελπίδες, νυχτωδία. Ξενυχτούν, το ρίχνουν έξω. Σαν γλειμμένο κόκαλο ρίχνουν το «έξω» πίσω από τον ώμο. Ρίχνουν το κόκαλο έξω και το βουτά ο σκύλος με μανία. Μετά από μένα. Ακόμη πιο ύστερα.

Σκέφτομαι λοιπόν κάπως τραγανά. Κάπως τσιγάρα, ουίσκι, κι ακόμη πιο μέσα. Ο καπνός, η τοξίνη, το άνετο κάθισμα. Θα ξεράσω. Ξέρασα. Θα ξεκοιλιαστώ. Η απέχθεια. Των ανθρώπων τα μούτρα. Το δίκιο του καθένα. Κόκαλα, κόκαλα. Γερμένοι πίσω στα καθίσματα. «Μωρό μου, (της κλείνει λαδωμένος το μάτι πονηρά), απόψε θα το κάψουμε στο σπίτι», (εννοεί πως θα γαμηθούν επιτέλους). «Αυτό το κερνάει το κατάστημα». Η κανάτα μεταφέρεται προσεκτικά πίσω από ένα παραβάν. Η πολιτική. Ο προσδιορισμός της καταγωγής όσων λέγονται με πνιγμένα, γλοιώδη γέλια. Κι όλα τ’ άλλα. Από την από δω μεριά. Αυτό κι αν είναι, ακόμα.

Η πλάτη από ένα μυθιστόρημα που ξεμακραίνει. Ορθώς. Σπέσιαλ. Έχει σχεδόν κοντέψει να ακουστεί. Καιγόμενης βάτου μούρα. Αλύγιστα, στο μηδέν διάστημα μεταξύ της νότας της ζωής και της άρσης του θανάτου.

Ώσπου να γραφτούν όλα αυτά δηλώθηκε η ανάγκη για καθαριότητα, τασάκι· η πετσέτα τρίβει την ξύλινη επιφάνεια. Δώδεκα και δώδεκα. Σύνεση και ήττα. Λίγη ακόμη γελοιότητα· «έχουμε να σηκωθούμε νωρίς το πρωί», κοιτάζονται, «έχει αρκετό κόσμο ακόμα, ε;», «το γλεντάει ο κόσμος, τι νομίζεις;», η φάτνη με τα χέλια.

Τότε πλησιάζει το χέρι του καταστηματάρχη: «τι κάνετε; Μας τιμά η παρουσία σας, σας είχαμε εδώ και πέρυσι αν θυμάμαι καλά», «ναι, ασφαλώς, να είστε καλά». Μου έδειξε ένα διαφημιστικό του μαγαζιού, ήμουν σε μια απ’ τις φωτογραφίες. Μου έφερε στο μυαλό το γεγονός πως δεν είχα περπατήσει σε πολλούς από τους μεγάλους δρόμους των πόλεων που γνώρισα. Κόλλημα, με τους παράδρομους, τα σοκάκια· αυτό σταμάτησε γύρω στα τριάντα και κάτι. Μα πού να ξαναπάς, ας πούμε, στη Βερόνα μόνο και μόνο για να περπατήσεις σ’ εκείνον τον ωραίο δρόμο που συμβολίζει της πόλης την ακεραιότητα. Μόνο τσάρκα, χαμηλών τόνων, ακόμη και με άσφαιρα, μέχρι την τελευταία στιγμή που θα μπορείς να ξέρεις τι σημαίνει η λέξη τελευταία.

Ναι, είμαστε κοινωνία, βλέπεις. Είμαστε φυλή, μα όχι φίλοι. Βαμβάκι σαν χιόνι πάνω στο ψεύτικο έλατο πλάι στις στοίβες με τα ποτήρια. Απέξω κάνει κορδέλες το χιονόνερο. Δεν ήμουν ποτέ τόσο δίκαιος για να ταυτιστώ με τα στενοσόκακα. Δεν υπήρξα ποτέ τόσο αδιάφορος για να τραγουδήσω «O mio babbino caro» φορώντας παλτό στον δρόμο που συντηρούν το είναι τα θεάματα.

Δεν ήρθα να επιλέξω, ήρθα να… Όχι ακόμα. Ακόμη πιο ύστερα.

Όχι πως κάποτε ακούστηκα, άκουσα.

INFO

 

«Το Σύμπλεγμα Του Λαοκόοντα» γράφτηκε αποσπασματικά (1990-2010), και ολοκληρώθηκε, στη διάρκεια ταξιδιών σε διάφορες χώρες: Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία, Ανδόρα, Ισπανία, Πορτογαλία, Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Ινδία. Παρόλα αυτά δεν πρόκειται για αποτύπωση μίας συνολικής ή μερικής ταξιδιωτικής εμπειρίας. Οι εναλλαγές των τόπων αποτελούν απλώς το σκηνικό, το βιβλίο είναι ο χάρτης με τον οποίο φτάνει κανείς στον άνθρωπο, στον συγγραφέα, τον οποίο καθίσταται εξ αρχής γνωστό, πως ο αναγνώστης θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει οριστικά για να συνεχίσει το ταξίδι μόνος.

Το “Σύμπλεγμα Του Λαοκόοντα” δεν ακολουθεί καμία από τις περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πεπατημένες, ο τρόπος του, η αισθητική του είναι ένα πράγμα: συσπάσεις. Τα πράγματα στην φυσική τους δυναμική ως σύμβολα των εαυτών τους, φυσική δηλαδή και η ίδια η γραφή. Καμία σύμβαση, καμία πρόφαση, ένα βιβλίο δίχως εμφατική πλοκή και στόχο, δίχως κατάληξη. Ο ήρωας του βιβλίου είναι πραγματικός, καθώς και όσα καταγράφονται είναι πραγματικά εξίσου. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο σπονδυλωτό μυθιστόρημα και σύμφωνα με τον υπότιτλό του, ένα «πύραμα της γραφής». Ένας διαλογισμός πάνω σε κάποια κυρίαρχη ζωή sub specie aeternitatis.

 

 

  • «Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα» του Γιάννη Λειβαδά θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Λογείον

 

  • To Σάββατο 10 Μαρτίου 2012 στις 13.οο, το έργο του Γιάννη Λειβαδά παρουσιάζεται στο Πολύεδρο της Πάτρας στο πλαίσιο του αφιερώματος Ημέρες Ποίησης. Ομιλητές Ζωή Αντωνοπούλου φιλόλογος, Ελπίδα Πασαμιχάλη, δημοσιογράφος

ΠΟΛΥΕΔΡΟ     Κανακάρη 147   26221 Πάτρα    τηλ. 2610 277342           email: polyedro1@hol.gr

 

  • Ο Γιάννης Λειβαδάς γεννήθηκε το 1969 στην Καλαμάτα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στον αμερικανικό, γαλλικό, κροατικό, ινδικό και ιρλανδικό λογοτεχνικό Τύπο. Ιστοσελίδα: http://livadaspoetry.blogspot.com/

 

Older Entries

Σχετικά Θέματα