Γιάννης Λειβαδάς: Δύο δοκίμια με την ποίηση*

0
941

Αναστατήρ Λαμπτήρας

Αγαπητέ φίλε, τις προάλλες σ’ εκείνο το café είπαμε διάφορα και καθώς φαίνεται στο άμεσο μέλλον θα πούμε και άλλα, διαφορετικότερα. Σε ευχαριστώ για την ευγενική προσφορά του αντιτύπου της τελευταίας σου ποιητικής συλλογής.
Επιστρέφοντας στο σπίτι κάθισα και την διάβασα και την ξαναδιάβασα κάμποσες φορές ακόμα. Τώρα, αρκετούς μήνες αργότερα, λέω ετούτα: η ποιητική συμπεριφορά καταλήγει σε ποικίλες προόδους. Το πώς και σε ποιον τομέα αποφασίζει να προοδεύσει όμως κανείς, αποτελεί ουσιαστικό μέρος του όλου αιτήματος· εκείνου που παράγει τον ποιητικό λόγο και είναι ταυτοχρόνως υπόλογο απέναντι στις δυνάμεις και τις αξίες του.

Οτιδήποτε διάβασα στη συλλογή σου θεωρώ πως είναι μια άξια λόγου απόπειρα εξομάλυνσης των πλοχμών που σε συνδέουν με τους ποιητές που σε έχουν καθορίσει για τον έναν ή τον άλλον λόγο. Βλέπω πως πρόκειται στην πραγματικότητα για μία ανταπόκριση, και οι ανταποκρίσεις μου αρέσουν. Μα στην περίπτωση της ποιητικής γραφής, προτιμώ κατά πολύ την ανταπόδοση. Ένεκα που βρισκόμαστε και στον εικοστό πρώτο αιώνα, ή πιθανώς σε άλλον, πιο μακριά μέσα στον χρόνο.

Υπάρχει όμως κάτι άλλο, σημαντικότερο, που απουσιάζει: η διασάλευση, τουτέστιν η επανιεράρχηση, που αποτελεί συνάμα και την απόλυτη ποιητική τεκμηρίωση, τη διάνοιξη του ορίζοντα. Χωρίς αυτήν έχω την εντύπωση ότι, πλέον, ο ποιητικός λόγος βρίσκεται στα μετόπισθεν(;) της ποίησης. Μα χρειάζεται να πέφτεις στα χαρακώματα.

Είναι προφανές πως έχουμε διαφορετικές καταβολές και διαφορετικό μέτρο· αποφαίνομαι, συνεπώς, ότι τα ποιήματά σου τα ήθελα άλλα. Όχι αυτά. Παρότι ευχαριστήθηκα κάποιο σημάδι αναστήματος, μιαν εκφορά που εμπεριείχε την προετοιμασία ενός ανασκουμπώματος, μιας δηλωτικής απόφασης προς την σαρωτική, χαρμόσυνη απελπισία που θα βάλει κάποτε όλα τα πράγματα της ποίησης στη θέση τους. Αυτά από το φιλικό μου κρανίο.
Περαιτέρω (σχετικά με τον «ποιητικό» περίγυρο) δεν είναι να καταγίνεσαι τόσο, εφόσον ο περίγυρος αυτός απέχει παρασάγγας από την ποίηση. Μία έντονη, όσο και αποδοτική, προσπάθεια να πειστούν οι πάντες για κάποιες συγκεκριμένες «ποιητικές» επιδιώξεις και επιδόσεις. Παρανάλωμα για τη μέγιστη δυνατή κυκλοφορία των ονομάτων. Μα και η μανία για τη δημιουργία ενός προσωπείου χαμηλών τόνων, είναι εξίσου ανέντιμη και χυδαία. Προέκυψε από τούτα μία γενιά κουρασμένων ή αναξιοπαθούντων που ταλανίζονται κι αυτοί λόγω της ύπαρξης των πρώτων.

Έρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, διαφημίζεται, η οπισθοχώρηση μπροστά στο ποιητικό φαινόμενο ως ποιητική αξία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η πραγματική ποίηση (αυτή που αρέσει σε εσένα όσο και αυτή που αρέσει σε εμένα) παραμένει στο περιθώριο.
Βεβαίως η λέξη περιθώριο δεν σημαίνει κάτι επακριβώς, αλλά τουλάχιστον διατηρεί τη μέγιστη εγγύτητα με το κέντρο αυτού που μας προϊδεάζει ως Αλήθεια. Το κέντρο αυτό βρίσκεται μονίμως μακριά από εμάς, εντούτοις αυτή η δυνατότητα έδρας στις παρυφές του περιορισμένου κύκλου της άγνοιάς μας είναι που παραχωρεί την ιδιότητα του ποιητή. Ταυτόχρονα, από μία άλλη πλευρά, το δημιουργικό κέντρο είναι η θέση του ποιητή. Όπου ποιητής και κέντρο.

Να έχεις πάντως στο νου σου πως οι πραγματικοί ποιητές δεν αδικούνται ποτέ· κι αυτό γιατί δεν χρειάζονται την υποστήριξη κανενός. Δεν χρειάζονται καν αναγνώστη. Ο ποιητής έρχεται μόνο για να δώσει, όχι για να πάρει. Διότι ο ποιητής είναι ενότητα και κοινωνία σαρκωμένη· δηλαδή το αντίθετο της κοινωνίας ως έχει. Δεν είναι εκείνος που γράφει, όσο «καλά» και να γράφει. Ποιητής είναι αυτός που είναι, όχι αυτός που γνωρίζει κάτι. Τα επισημαίνω όλα αυτά βλέποντας την ποίηση τριγύρω να έχει καταντήσει δοκίμιο, να είναι υπερβολικά καλογραμμένη, υπερβολικά διαθέσιμη, αφόρητα διακριτική.

Διότι είναι ευκολότερο να καμώνεται κανείς από το να γράφει. Ξέρεις. Ειδικά αν είναι και μπροστάρης. Και εξαιρετικούς πρωτοπόρους των νηφάλιων αγρών έχουμε με το παραπάνω. Προσωπικά δεν αναγνωρίζω καν ποιητική ιδιότητα στο μεγαλύτερο ποσοστό όσων κόπτονται. Αναγνωρίζω ενασχόληση με ολόκληρη την ποιοτική γκάμα των εκφράσεων που τείνουν στον ποιητικό λόγο, όπου χρησιμοποιείται μια «λογοτεχνική εργαλειοθήκη», μα αυτό είναι κάτι άλλο. Ονόμασέ το όπως θέλεις.

Επί όλων των προαναφερθέντων οι ιδέες μου έχουν γνωστοποιηθεί πολύ πιο εμπεριστατωμένα στο δήθεν δοκίμιό μου «Η ποίηση και η κατάσταση». Υποφέρουν κι αυτές. Και αυτό είναι δεδομένο εφόσον μπορούμε να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε για διαφορετικό λόγο, αλλά και ο ένας από τους δυο μας να κάνει ανάγνωση και ο άλλος να κάνει ανά-γνωση. Εξαρτήσεις.

Συνεπώς για να τοποθετηθεί κανείς πιο ειδικά σε όλα αυτά που αραδιάζω, οφείλει να έχει κοιτάξει το προαναφερθέν κείμενο. Άλλος κόπος, αρκεί. Δεν είναι του τρόπου μου να αρχίζω να παραθέτω εδώ αποσπάσματα που εξυπηρετούν, διασαφηνίζουν, αυτό που θεωρώ αύριο (γιατί στο αύριο τεκμηριώνουμε και όχι στο τώρα, πόσο μάλλον στο όταν) ως ποιητική μου ιδέα. Αν θες κοιτάζεις το δοκίμιο, μα με δική σου απόφαση και ευθύνη. Βλέπεις, είμαστε κάπως.
Είναι το φάσμα του τυπωμένου ονόματος, με το οποίο όμως είμαι βαθιά και αλύπητα συμφιλιωμένος.

leivadas-dokimio-2Τώρα, σχετικά με το γράψιμο και το ποιόν της γραφής: θα συμπληρώσω εδώ λίγες αράδες από ένα σημείωμά μου, το οποίο έχει ξαναδεί ένα αμυδρό φως δημοσιότητας, ώστε να μην χρειαστεί να επανέλθουμε και να κερδίσουμε χρόνο για να συζητήσουμε κάτι άλλο, πιο ενδιαφέρον: «Υποστηρίζω πως η γλώσσα χρησιμοποιείται πια σαν γλώσσα αποφυγής και όχι σχέσης. Συντηρούνται ορισμένοι τόνοι, συνήθως δήθεν ψυχραιμίας ή φαινομενικής αντίδρασης, οι οποίοι περισσότερο φέρνουν στον ήχο ενός ψυγείου ή ενός καλαθιού με σύνεργα πλεξίματος – παρά στον τριγμό μιας επικίνδυνης ισορροπίας, η οποία αποτελεί την μοναδική κατοικία του ποιήματος. Πολύ σπάνια εντοπίζεται εκείνο το πείραμα, η ρήξη, η απώθηση από το προφανές κάθε εκλογικευμένης αναπαράστασης. Αυτός που γράφει, δεν συμμετέχει, δεν δημιουργεί δηλαδή την συνθήκη της γραφής του, παρά καταγράφει μία έμμεση (με παραχωρημένες όλες τις δυναμικές της σε κάποια αοριστία) σχέση με τις παρυφές του ποιητικού. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αναλαμβάνει μόνον εκείνες τις πολύ βασικές σηματοδοτήσεις, απ’ όπου μπορεί, ίσως, να ξεκινήσει η ποίηση, η οποία, θεωρώ όμως πως δεν ξεκινάει. Βρίσκεται δηλαδή μονίμως σε ένα έκπαγλο σημείο συστολής από το οποίο δεν εκπονείται απολύτως τίποτε ποιητικό. Παρά μόνον ένας περιορισμένος, πιθανόν αυτιστικός λόγος, που δεν είναι τίποτε άλλο από χαμηλοβλεπούσα σύνταξη και γραμματική, δεν αποτελεί μήτε ποιητικό ιδίωμα, αλλά κυρίως, μήτε σπανιότητα».

Είναι που χρειάζεται μια ριζική αλλαγή στον άνθρωπο για να γραφτεί ποίηση, μα αλλάζουν μάταια τη γραφίδα και παραμένουν πιο αδίστακτοι και ακόμη πιο ενημερωμένοι. Απορροές θηλαστικής φρενίτιδας.

Τα χαρακτηριστικά ετούτα αρδεύουν την ποίηση των περισσοτέρων σύγχρονων ποιητών, ανεξαρτήτου ηλικίας. Αυτό κι αν είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο γεγονός. Όχι λιγότερο δυσάρεστο από την ευρύτερη υστερία που επικρατεί. Και αλίμονο σ’ αυτόν που διαβάζει μόνο για να επισημαίνει τα λάθη των άλλων· αν και κανένας δεν γνωρίζει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια βαλίτσα με άπλυτα.

Συνοψίζω γιατί: ο ποιητής είναι κακός ποιητής. Αυτοί που τείνουν στην ποίηση είναι καλοί· γιατί είναι ήδη ολοκληρωμένοι και άρτιοι σε σχέση με μία συνθήκη που δεν υπάρχει· είναι μόνον επικαλούμενη. Αν λοιπόν οι σχετικοί με την ποίηση είναι πολύ καλοί, οι ποιητές είναι θεοί. Μα δεν υπάρχουν ποιητές θεοί. Ούτε ημίθεοι. Ο ποιητής είναι εξάλλου μια έννοια ολική που δεν επιδέχεται πάσης φύσεως συνοδευτικά.

Μου αρέσουν οι συμπαθητικοί άνθρωποι αλλά και ορισμένοι ασυμπαθείς. Συμπαθείς ποιητές όμως ή ασυμπαθείς, δεν βρίσκω. Για αυτό και ονομάζονται ποιητές και όχι συμπαθείς. Το έρεισμα βεβαίως, δεν είναι πάντα σημαντικό, και ας είναι, μπορεί να είναι τραγικό, υπό την έννοια του αντι-δημιουργικού, και να μην είναι. Κάποιος χρειάζεται να γνωρίζει. Αυτός είναι ο επόπτης, δηλαδή ο ίδιος ο ποιητής. Αν η εποπτεία δεν καθίσταται δυνατή, δεν καθίσταται δυνατή η ποίηση.

Και εξηγώ: πράγματι, ως και η συμφωνία του ποιητικού αιτήματος αιωρείται (ποτέ όμως η συνθήκη του αιτήματος), τούτο όμως δεν σημαίνει πως κάθε πικραμένος θα περιφέρεται σαν λιγωμένος επιτάφιος, στην λεωφόρο των επιταφίων. Απαιτώντας μάλιστα να εκχριστιανιστούμε, ή να πάθουμε κάτι εξίσου ειδεχθές, (όπως να στραφούμε λόγου χάρη προς όποια ιδεολογική κατεύθυνση) ώστε να θρηνήσουμε, ποιον άραγε, άπαντες· φιλολογικά καταξιωμένοι και κοινωνικά αλώβητοι.

Φλυαρούν απεγνωσμένοι μες στην αδυναμία των θανάτων τους. Γιατί δεν ξέρουν να πεθάνουν και δεν μπορούν να πεθάνουν. Οπωσδήποτε δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αν και το παραδέχονται σπανίως· μα τουλάχιστον ας προσπαθήσουν να μην τον κάνουν χειρότερο.

Το έρεισμα βρίσκεται στον ποιητή και όχι στον αναγνώστη, ομοίως ο κρότος είναι από το ποίημα, όχι από τον άνθρωπο, παρότι το ποίημα απευθύνεται σ’ αυτόν· θέλω να πω, ο κρότος ο μικρότερος που κατακλύζει το μικρό διαθέσιμο διαπερατό, γιατί υφίσταται μεγαλύτερος κρότος, εκείνος που διαπερνά το μέγιστο αδιαπέραστο: η ύπαρξη του ποιητή.
Το εφ’ όλης της ύλης ασύμφωνο είναι να αρέσκεται κανείς (όχι μόνον μέσω της ανάγνωσης ενός ποιήματος, αλλά και μέσω της γραφής) στις επισημάνσεις των τύπων μίας προσωπικότητας. Όσο πιο συγγενικής, τόσο καλύτερα. Όσο πιο καταναλώσιμης, μέσω της επιβεβαίωσης ανόητων και συχνά τιποτένιων δοκιμασιών που έχει προετοιμάσει η αυτοεκτίμηση και η ξέφρενη φαντασία του καθενός, τόσο το καλύτερο. Καταλαβαίνεις.

leivadas-dokimio-2-02Το σημείο τριβής μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, σε κάθε τέτοια περίπτωση, δεν είναι παρά μία ριγήλα που προέρχεται από την αναγνώριση κοινών ραμμάτων γούνας. Αυτό δεν είναι ποιητικό, από καμία εκ των δύο πλευρών. Αφορά στο έλλειμμα ενός πρώτου επιπέδου επικοινωνίας το οποίο έρχονται να καλύψουν η φιλία, ο έρωτας, ο αλληλοσεβασμός, η καθημερινή επικοινωνία. Αν έρχονται βέβαια. Ή το μίσος, η ασέβεια, η ιδιώτευση και άλλα.
Η γραφή λοιπόν, πόσο μάλλον η ποίηση, διακατέχεται αποκλειστικά από διαφορετικά, πιο οξυμένα, πιο διαπεραστικά και επιπλέον σημαίνοντα επίπεδα τα οποία εμπερικλείουν όλα τα υπόλοιπα. Αναδεικνύει κατά κόρον εκείνα που οι διευκρινήσεις και η ανάληψη των γοητευτικών ευθυνών τους, κατευθύνουν με τον πλέον άμεσο τρόπο, ή ακόμη και καθιστούν αυτομάτως, τον άνθρωπο, άλλον. Δηλαδή τον επιφορτίζουν με όλες εκείνες τις ενέργειες ώστε να γίνει κάτι πιο ανθρώπινο και ολοκληρωμένο – διότι ο άνθρωπος δεν γίνηκε ακόμη. Για τούτο ο ποιητής εμπιστεύεται τον χρόνο, όχι το παραδομένο λείψανο.
Το γεγονός της ποίησης είναι κάτι απόλυτο, η μέγιστη διαφορά μέσα στο ίδιο πράγμα, ώστε -κάποτε- να καταστήσει το όλο πράγμα διαφορά και να κινητοποιηθεί για αλλού. Μιλάω για την απόκλιση μεταξύ θέλησης και πράξης. Την εικασία, δηλαδή, μιας «ποιητικής» ψυχολογίας, σε αντίθεση με την τεκμηριωμένη ποίηση.
Η δημιουργική διάνοια είναι ακραιφνώς συνυφασμένη με την καθημερινή εμπειρία· η ποίηση είναι ζωή. Ο ποιητής δεν μπορεί να ερμηνεύει αν δεν ασκείται. Υπ’ αυτήν την έννοια η άσκηση είναι η φύση του ποιητή, όχι η κατοχύρωση κάποιας επίγνωσης. Εξάλλου η επίγνωση είναι κάτι απολύτως λειψό, το ποιητικό όργανο τουναντίον, είναι πλήρες, ενορατικό (εποπτεία).
Οι περιφερειακοί κατακλυσμοί λοιπόν, που φυσιολογικά εντάσσονται στο πλαίσιο της ανταλλαγής τηλεφωνημάτων, ενός καημού, μιας εμπιστευτικής κουβέντας στο τραπέζι ενός καφενείου, ή ενός διαπληκτισμού, είναι ακριβώς αυτό που εκφράζουν τα ουσιαστικά και τα επίθετά τους.

Κατανοώ, φυσικά, για τούτο και αναφέρθηκα σε όλα τα παραπάνω, την ευαπόκτητη γλύκα του να καταφεύγει κανείς σε πρόχειρες λύσεις, στο λιβάνισμα της αδυναμίας και τον εκθειασμό της στασιμότητας, του υπαρξιακού λοιμού· με τα οποία έχει την εντύπωση πως ξεμπερδεύει μετονομάζοντάς τα σε, λεπτότητα, σταύρωση ή αλήθεια· προωθώντας τα για αναψηλάφηση στο εκδοτικό εμπόριο, δημοσιοποιώντας τα ως κορυφαίο δράμα. Ο γράφων μπορεί να αποκτά μία ψευδαίσθηση αυτό-θεραπείας αλλά βρίσκεται εκτός ποίησης, ομοίως ο αναγνώστης αντλεί ψευδαίσθηση θεραπείας αλλά όχι ποίηση.
Σαφώς όλα αυτά θα μπορούσαν να μην δημοσιοποιούνται, αυτό όμως θα αποτελούσε συγκλονιστική ειλικρίνεια. Όμοια και ισάξια με εκείνη που δεν επιτρέπεται να παραμένει στο σκοτάδι. Αυτή που όταν εκφράζεται δεν γίνεται να μη θίγει. Γιατί η ειλικρίνεια ανήκει σε άλλη (θαλάμη και σε άλλη) σφαίρα. Στην ποίηση.

Δεν εξαιρείται, ευτυχώς, ουδείς από την μετέπειτα (μελλοντική) κρίση ή εκτίμηση των λόγων, των αξιών, που φέρει· οτιδήποτε λέμε ή γράφουμε, και συνοδεύεται από την πραγματική μας υπογραφή (φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας), κάπου παραμένει. Δεν είναι συνεπώς μονάχα φρόνιμο να είναι κανείς υπεύθυνος για όσα καταθέτει, τώρα, τον χειμώνα του 2010 στην Ελλάδα.

Τα λόγια όμως είναι πάντοτε λόγια και οι ιδέες ιδέες· οφείλουν να εδράζουν υποχρεωτικά σε ένα ποιητικό σώμα, την απόδειξη επί χάρτου (ποιήματα), μέσω του οποίου εξασφαλίζεται ο δευτερότερος λόγος, σαν αυτόν που εκτυλίσσεται εδώ, ως κείμενο αναφοράς. Η παράλληλη ύπαρξη ενός, αναλόγου, αντιστοίχου, opus*.

Πολλάκις σκέφτομαι πως σαν ανοίγει μια τέτοια κουβέντα μοιάζει λέμε κατά κόρον δυσάρεστα πράγματα, όμως τα πράγματα δεν είναι στην πραγματικότητα δυσάρεστα. Απλώς τα πράγματα δεν είναι για όλους το ίδιο πραγματικά. Παρηγορείται κανείς αλλά δεν παρηγορείται εσαεί γιατί εμφανίζεται ο ποιητής. Αυτός που τιμά την ύπαρξη αψηφώντας την.
Προχωράμε διατηρώντας το χιούμορ και το γέλιο μας. Η σειρά έχει επεκταθεί όσο ακριβώς χρειάζεται, λίγο. Ποτέ εξάλλου δεν χρειάστηκαν παραπάνω απ’ όσοι όντως χρειάζονται ποιητές. Το ίδιο και αναγνώστες. Αντιθέτως οι λίστες μακραίνουν όπως μακραίνει μια ουρά. Όλοι βγάζουμε βιβλία αλλά δεν κοιμόμαστε όλοι ήσυχοι – κάποιοι μάλιστα έχουν χάσει τον ύπνο τους εντελώς. Τα πράγματα δεν είναι απλά, είναι πολύ απλά.

Απίστευτη τύχη. Οι αντιθέσεις είναι πιο μεγάλες απ’ όσο φαντάζουν και θα πάθουν αυτό ακριβώς που τους αξίζει ενόσω οι διαφορές θα πληθαίνουν. Κατάλαβε και με την καρδιά.
Ως την επόμενη συνάντησή μας λοιπόν, σε χαιρετώ. Να κοιτάξουμε μόνο να πάμε σε κανένα άλλο μαγαζί, εκεί μέσα ήταν πολύ βαρετά, αν και του αλλάξαμε τα φώτα.

Ο φίλος σου,
Γ. Λ.

  • «Άπτερος Νίκη-Μπίζνες-Σφιγξ» (Ηριδανός 2008), «Άτη» (Κέδρος 2011).

 

info@bookbar.gr

 

Σχετικά Θέματα

 

Δοκίμιο 1  Γιάννης Λειβαδάς: Δύο δοκίμια με την ποίηση* Η Ποίηση και η Κατάσταση

 

 

  • Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος της λογοτεχνικής επιθεώρησης “Κουκούτσι”, Ιούνιος 2011

leivadas-dokimio-2-03