Τζούλιαν Μπαρνς: Ένα οδυνηρό τέλος

1
1775

Επίπεδα ζωής και επίπεδα αγάπης στη σκιά μιας μεγάλης απώλειας|

Εν μέρει δοκίμιο, εν μέρει διήγημα κι εν μέρει απομνημονεύματα, είναι το νέο βιβλίο

  julian_barnes_displayτου Τζούλιαν Μπαρνς (Julian Barnes),Levels of Life” (σσ Επίπεδα ζωής). Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια ιστορία αγάπης κι αφοσίωσης αφιερωμένη στην σύζυγό του Πατ Κάβανο, η οποία πέθανε το 2008.

 Της Δάφνης Μαρίας Βουβάλη

 Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τότε που η μάνατζερ Πατ Κάβανο πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο. Και μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ο επί 30 χρόνια σύζυγός της Τζούλιαν Μπαρνς εξέδωσε τρία βιβλία: Μια συλλογή από διηγήματα, μια συλλογή από δοκίμια με θέμα την επίδραση των άλλων συγγραφέων, κι ένα μυθιστόρημα με τίτλο ‘Ένα κάποιο τέλος’, το οποίο απέσπασε και το Βραβείο Booker του 2011.

Το νέο του βιβλίο, ‘Levels of Life, είναι ένα υβρίδιο: Εν μέρει δοκίμιο, εν μέρει διήγημα και εν μέρει απομνημονεύματα, ιδιότητα με την οποία θα προκαλέσει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όπως συμβαίνει συνήθως με τα απομνημονεύματα των διασήμων με πολυτάραχη ζωή. Αλλά είναι γεγονός, ότι καλύτερα θα είναι να αντιμετωπίσουμε το βιβλίο σαν ένα ενιαίο σύνολο: σαν μια προσπάθεια από πλευράς του Μπαρνς δηλαδή, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει, για ν’ αντικρύσει το τοπίο της απώλειας.

«Η θλίψη», λέει ο Μπαρνς σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Guardian, «φαίνεται στην αρχή να καταστρέφει όχι μονάχα όλα τα πρότυπα, αλλά και την ίδια την πεποίθηση ότι υπάρχει πρότυπο». Αυτό όμως, με την πάροδο των χρόνων, αλλάζει. Κι έτσι σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον ενός καταπληκτικού νέου προτύπου.

Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε τι είναι το βιβλίο Levels of Life, και τι δεν είναι: Δεν είναι ένα έργο για την πρώην σύζυγο του συγγραφέα («η Πατ ήταν ο καλός μου φίλος και ο μάνατζέρ μου επί 10 χρόνια» λέει ο ίδιος), ένα ιδιαίτερα απομονωμένο άτομο που σιχαινόταν να βλέπει το όνομά του τυπωμένο – σε τέτοιο βαθμό, που ο Μπαρνς, στην ενότητα που περιγράφει την δική του θλίψη, να μην το χρησιμοποιεί ποτέ. Η εμφάνιση της Πατ Κάβανο γίνεται σαφέστερα αισθητή στην αφιέρωση του βιβλίου, ενώ ο Μπαρνς κρατά και μια φωτογραφία της πλάι στην δική του, στο μέσα μέρος του τζάκετ του.

pat_kavanoΗ Πατ Κάβανο έφτασε στην Αγγλία από την Νότιο Αφρική το 1964, και άρχισε να συνεργάζεται με τον ADPeters (αργότερα PFD) ως μάνατζερ το 1968. Είχε σπουδάσει ηθοποιός, κι αυτό μπορούσες να το διακρίνεις στην φωνή της: αργή, καθησυχαστική, πάντα με έναν τόνο ειρωνείας. Μια από τις τελευταίες φορές που της μίλησα, ήταν όταν είχε τηλεφωνήσει για να ρωτήσει κατά πόσον η φήμη της ότι είναι τρομακτική, ήταν δικαιολογημένη. Είχε ακούσει να την περιγράφουν έτσι, κι αυτό την είχε στενοχωρήσει και διασκεδάσει ταυτόχρονα. Διότι ήταν και δεν ήταν τρομακτική. Και όποτε ήταν, το χαρακτηριστικό της αυτό ήταν θετικό και της το είπα. Έπρεπε να είναι τρομακτική. Έτσι σε έκανε να τελειώσεις το βιβλίο σου όταν ήσουν μήνες εκπρόθεσμος, και αφηνόσουν σε απελπιστικούς πλατιασμούς. «Απλώς, τέλειωσέ το», μου είπε μια φορά με μια κατηγορηματικότητα, που ακόμη και τώρα κάνει τις τρίχες του κεφαλιού μου να σηκώνονται. Έτσι το τέλειωσα.

 Όπως ο θάνατος, γράφει ο Τζούλιαν Μπαρνς, έτσι και η θλίψη, είναι τόσο κοινή, όσο και μοναδική. Έχει καθολικά στοιχεία κι ένα θέμα – ή μάλλον ένα γραμματικό χρόνο – τον οποίο ο συγγραφέας θίγει για πρώτη φορά στο ‘Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια’, κι επαναλαμβάνει στο Levels of Life. Κατά τους μήνες μετά τον θάνατο της Πατ, ο Μπαρνς βρίσκεται σε δίλημμα σχετικά με το αν θέλει να συνεχίσει να ζει, ή να πεθάνει. Κι αν πρέπει, πώς; Η απάντηση είναι «πρέπει να ζήσω όπως θα ήθελε εκείνη».

Κι αυτή η απάντηση, αντηχεί μια σχετική συζήτηση που είχε με τον αδελφό του όταν πέθανε η μητέρα τους. Τότε, γράφει ο Μπαρνς, είχε πει στον αδελφό του ότι από δω και στο εξής θα έπρεπε να κάνουν ό,τι θα ήθελε η μητέρα τους. «Και ο αδελφός μου είχε απαντήσει ότι ‘δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι εκείνη θα ήθελε να κάνουμε, μπορούμε να κάνουμε μονάχα ό,τι θέλουμε εμείς’. Και είχαμε μια ημι-φιλοσοφική λογομαχία επί του θέματος.

Εν πάση περιπτώσει, μετά τον θάνατο της Πατ, ο Μπαρνς έπαψε να ενδιαφέρεται για οποιαδήποτε δραστηριότητα. Όλες του δημιουργούσαν πόνο, όπως και ό,τι τον ενθουσίαζε στο παρελθόν. Μέσα στο λεωφορείο, στον δρόμο, κοίταζε τους άλλους ανθρώπους, και του προκαλούσε φρίκη η αδιαφορία τους στον πόνο του. Αλλά το ίδιο σκληρά έκρινε κι εκείνους από τους φίλους του που τον πίεζαν να τους αποκαλύψει λεπτομέρειες του πως αισθανόταν.

Άρχισε να αποφεύγει πράγματα που παλιότερα απολάμβανε. «Ήθελα να παρακολουθώ αθλητισμό, διότι ήταν κάτι με το οποίο δεν είχα καμιά συναισθηματική ανάμειξη», γράφει. «Μου άρεσε – παρόλο που αυτό το ρήμα είναι δυνατό σε σχέση με την κατάσταση της βαρυεστημένης παρακολούθησης με την οποία έκανα την συγκεκριμένη πράξη – να βλέπω ποδοσφαιρικά ματς ανάμεσα, φερ’ ειπείν της Μίντλσμπρο και της Σλόβαν Μπρατισλάβα, στα πλαίσια κάποιου χαμηλού επιπέδου πρωταθλήματος, το οποίο ενδιέφερε μόνο τους οπαδούς των συγκεκριμένων ομάδων. Ήθελα να παρακολουθώ αθλήματα, απέναντι στα οποία φυσιολογικά ήμουν αδιάφορος. Κι αυτό διότι τώρα, μόνο αδιάφορος θα μπορούσα να είμαι. Τα συναισθήματά μου είχαν στερέψει».

 Το ηθικό δικαίωμα στην αυτοκτονία

NPG x133034; Pat Kavanagh; Julian Patrick Barnes by Angela GorgasΚι εδώ, ‘κολλάει’ η σκέψη της αυτοκτονίας «νωρίς, και πολύ λογικά». Ο Τζούλιαν Μπαρνς σκέφτηκε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. «Ένα ζεστό μπάνιο, ένα ποτήρι κρασί πλάι στην βρύση, κι ένα εξαιρετικά κοφτερό γιαπωνέζικο μαχαίρι για κρέας». Με δεδομένη την υστερία που συνοδεύει εξομολογήσεις αυτού του είδους, δίστασε καθόλου να γράψει σχετικά μ’ αυτή του την σκέψη;

«Όχι. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέμα της θλίψης, δεν υπήρχε λόγος να μην πω με τι αυτή έμοιαζε ακριβώς, και τι μου είχε συμβεί. Όταν γράφεις, σκέφτεσαι τον εαυτό σου, το θέμα, τον αναγνώστη και το βιβλίο. Δεν σκέφτεσαι «μήπως κάποιος πει ‘πώ-πω, αυτός είναι υπέρ της αυτοκτονίας;’ Αυτό, έρχεται αργότερα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσο γρήγορα μου πέρασε από το μυαλό η συγκεκριμένη ιδέα, αλλά είμαι σίγουρος πως μου πέρασε μέσα σε μερικές εβδομάδες. Και μου φάνηκε απολύτως φυσιολογική και λογική. Ανόητο βέβαια να ενεργεί κάποιος αμέσως, αλλά πρόκειται για μια χρήσιμη διέξοδο. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η αυτοκτονία αποτελεί ηθικό δικαίωμα ενός ενήλικα, σε κάθε περίπτωση».

 Ο Μπαρνς τα έβγαλε πέρα μιλώντας στην Πατ, υποθέτοντας τις φανταστικές της αντιδράσεις απέναντι στα πράγματα, κι επικαλούμενος την ύπαρξή της όπου μπορούσε, κάτι που αποτελούσε και τον λόγο για τον οποίο τον εξόργιζαν όσοι φίλοι του σταμάτησαν ν’ αναφέρουν τ’ όνομά της. «Οι Σιωπηλοί», τους ονομάζει μέσα στο βιβλίο του, και τους θεωρεί χειρότερους απ’ αυτούς που συχνά-πυκνά τον ενοχλούσαν, ζητώντας του να αναλογιστεί πώς αισθάνεται. (Θα μπορούσε, γράφει, να τους δώσει μια πολύ συμβατική απάντηση: «’Άλλοτε καλύτερα, κι άλλοτε χειρότερα’. Αυτή θα ήταν μια κατάλληλη, ακριβής, και απόλυτα αγγλική απάντηση. Έστω κι αν η ψυχική συντριβή δεν είναι ποτέ ούτε κατάλληλη, ούτε ακριβής, ούτε, βέβαια, αγγλική»).

 “Αν δεν έπρεπε να πειράζει, δεν θα πείραζε”

 kavano+barnesΟι φίλοι του τον προσέβαλαν και με άλλους τρόπους. Ένας, τον ενθάρρυνε να πάρει σκύλο. (Ο Μπαρνς του απάντησε με σαρκασμό ότι «αυτό δεν φαίνεται και πολύ ν’ αντικαθιστά την ύπαρξη μιας συζύγου»). Ένας άλλος, του πρότεινε να εγκαταλείψει το σπίτι του, και να φύγει για λίγο στην Καραϊβική – προσφέρθηκε μάλιστα να προσέχει το σπίτι κατά την διάρκεια της απουσίας του Μπαρνς. Ενώ τέλος, υπήρξαν κι εκείνοι των οποίων η συμπεριφορά έμοιαζε να υπονοεί: «Η θλίψη σου είναι φόρτωμα για μας. Περιμένουμε απλώς να σου περάσει. Και, ειρήσθω εν παρόδω, χωρίς αυτήν είσαι λιγότερο ενδιαφέρων». Είναι αλήθεια, ότι ο Μπαρνς αντλεί μια περίεργη πονεμένη ευχαρίστηση από αυτό το τελευταίο: «Πράγματι νιώθω λιγότερο ενδιαφέρων χωρίς αυτήν».

 Η καλύτερη απάντηση, ήρθε από ένα φιλικό γράμμα: «Το θέμα είναι ότι η φύση είναι τόσο ακριβής, που χτυπά όσο ακριβώς αξίζει, κατά τρόπον ώστε ο άνθρωπος να απολαμβάνει τον πόνο. Αν δεν έπρεπε να πειράζει, δεν θα πείραξε». Είναι μια αποστροφή που ο Τζούλιαν Μπαρνς χρησιμοποιεί σήμερα, «όποτε, όπως πρέπει να κάνω πολλές φορές σήμερα, γράφω συλλυπητήριες επιστολές. Δεν είναι μια ανοιχτά παρηγορητική αποστροφή, αλλά είναι αληθινή. Και μια τέτοια αλήθεια, είναι περισσότερο παρηγορητική από το να λες στον άλλο ‘είμαι σίγουρος ότι μας κοιτάζει από ψηλά’», ή άλλα σχετικά. Η πεποίθηση του Μπαρνς στην οριστικότητα του θανάτου είναι ακλόνητη. Δεν πιστεύει ότι θα ξαναδεί ποτέ την Πατ. Αλλά τις περισσότερες φορές έχει την ικανότητα να ξορκίζει τις αντιδράσεις της απέναντι στις διάφορες καταστάσεις – όπως, κάτι που είναι αρκετά αστείο, απέναντι στην τραγική κατάσταση του χαλιού του λουτρού (ο Μπαρνς το αντικατέστησε). Γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτή του η ικανότητα προέρχεται από τον ίδιο, και την αποκαλεί ‘ventriloquism’. Αλλά δεν είναι χωρίς νόημα. Η φωνή της Πατ μέσα στο μυαλό του, είναι ένα απαραίτητο υποστήριγμα της ίδιας του της ταυτότητας. Τις πρώτες μέρες κι εβδομάδες μετά τον θάνατό της, γράφει ο Μπαρνς, αντελήφθη ότι «μου έλειπε το χαρακτηριστικό μέσα της που με έκανε να είμαι πιο πολύ ο εαυτός μου».

Η Σάρα Μπερνάρ και ο Φρεντ Μπερνέιμπι

 Πρόκειται για το ερώτημα που τίθεται στις δύο πρώτες ενότητες του βιβλίου: πώς να διαγράψουμε τα όρια του εαυτού, ή καλύτερα, τον εαυτό σε σχέση με τους άλλους. Εδώ παρεμβαίνουν οι δύο ιστορικοί χαρακτήρες. Η Σάρα Μπερνάρ με τον φευγάτο ενθουσιασμό της για τα αερόστατα, και ο Φρεντ Μπερνέιμπι, μέλος του Συμβουλίου της Αεροναυτικής Εταιρείας, τον οποίο στην δεύτερη φανταστική ενότητα του βιβλίου, ο Μπαρνς αναμιγνύει σε μια ερωτική υπόθεση. Ό,τι κάνει η ηθοποιός είναι ο θρίαμβος του τεχνάσματος – είναι η ίδια μια κινούμενη μεταφορά – ενώ ο Μπερνέιμπι είναι πεισματικά κυριολεκτικός, τόσο, ώστε σε κάποιο επίπεδο η αλληλεπίδρασή τους να περιγράφει αντικρουόμενες απόψεις οι οποίες προσπαθούν να κάνουν τη ζωή να προχωρήσει.

 Στην ζωή, υπάρχουν περιορισμοί στο θέμα του τι μπορεί να κάνει η φαντασία. Το τρικ του να υποθέτεις την άποψη της Πατ, λειτουργεί, όπως λέει ο Μπαρνς, μόνο πάνω σε δοκιμασμένα σενάρια, τα οποία είχαν προηγούμενο στην κοινή τους ζωή. Αυτό, το διαπίστωσαν και άλλοι. «Θυμάμαι ότι δυό γυναίκες φίλες της, η μια από τις οποίες βρισκόταν σε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, συναντήθηκαν, και μου είπαν ‘προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με την Πατ, αλλά δεν δούλεψε’. Κι αυτό έγινε γιατί υπάρχει μια νέα κατάσταση».

 Το ίδιο συνέβη και στον Μπαρνς, όταν πέθανε ο γιος κάποιων φίλων του. «Κι έμεινα πραγματικά κατάπληκτος. Παρόλο που ξέρω τόσα πράγματα γύρω από την θλίψη, δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω, και συνειδητοποίησα πως αυτό γινόταν επειδή επρόκειτο για έναν νέο άνθρωπο, τον οποίο γνωρίζαμε επί 30 χρόνια, και θα βρίσκαμε κάποιον τρόπο να συζητήσουμε για τον θάνατό του μαζί».

 Πόσο η κατάπληξή του στην περίπτωση του θανάτου του γιου των φίλων του, τον έκανε πιο επιεική με τους ‘Σιωπηλούς’ στην δική του περίπτωση; «Πράγματι. Θα ’θελα να πω ότι έχω ισορροπήσει σήμερα, αλλά δεν έχω. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να θυμηθώ πώς αντιδρούσα πριν από 10 και 20 χρόνια όταν πέθαινε κάποιος, και να συνειδητοποιήσω ότι ούτε εγώ συμπεριφερόμουν πολύ καλά. Οπότε σήμερα έχω σε μεγάλο βαθμό συγχωρήσει τους ‘Σιωπηλούς’».

 Κατά τον ίδιο τρόπο, έχει μαλακώσει την στάση του κι απέναντι στους αδιάφορους ‘κόπανους’ που κυκλοφορούν με το λεωφορείο. «Τέσσερα με πέντε χρόνια μετά, σκέφτομαι ότι ίσως, κάποιοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που κάθονται μέσα στο λεωφορείο και κοιτούν γύρω τους μ’ αυτό το παράξενα φωτισμένο πρόσωπο, ν’ αντιμετωπίζουν ακριβώς την ίδια κατάσταση που αντιμετώπισα κι εγώ. Κι εμένα ουδέποτε μου πέρασε τότε κάτι τέτοιο από το μυαλό, διότι στην θλίψη υπάρχει ένας εγωισμός που ξεχωρίζει τα πράγματα. Νομίζεις ότι το κακό συμβαίνει μόνο σε σένα, ενώ φυσικά, ακόμη και κατά την διάρκεια της συζήτησής μας, πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν στον κόσμο; Χιλιάδες. Και άλλες τόσες χιλιάδες τους πενθούν».

 Το μόνο φάρμακο για την απώλεια είναι η ελευθερία

 Κατά τους πρώτους μήνες μετά τον θάνατο της Πατ, ο Μπαρνς ένιωθε ότι η μνήμη του από τις ημέρες όπου εκείνη ήταν γερή, «είχε καταστραφεί». Όχι ότι δεν υπήρχε, αλλά «αναρωτιέσαι, είναι η ίδια μνήμη; Και η απάντηση είναι πώς γίνεται να είναι η ίδια; Διότι τώρα η μνήμη σου είναι μονόφθαλμη. Κι όταν έρχονται οι αναμνήσεις, μοιάζουν με τις παλιές φωτογραφίες: Δεν είσαι σίγουρος κατά πόσο συνδέονται με τα γεγονότα. Μοιάζουν με φωτογραφίες φωτογραφιών. Σαν αναμνήσεις έρχονται, αλλά δεν νομίζω ότι αποκαθίστανται στην παλιά τους μορφή».

 Η μνήμη του από τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της Πατ υποβοηθήθηκε από μιαν απόφαση, «ποτέ μην αποστρέφεις το βλέμμα, αλλά πάντα ν’ αντιμετωπίζεις καταπρόσωπο το πρόβλημα, και τότε μια τρελή διαύγεια φώτισε το νου μου». Εντούτοις, προς χάριν της ολοκλήρωσης του βιβλίου, όταν τελείωσε την συγγραφή, επέστρεψε στις σημειώσεις του εκείνων των ημερών για να τσεκάρει τα γεγονότα. «Έπρεπε να το κάνω μ’ έναν απόλυτα ψυχρό και αναλυτικό τρόπο. Και προσπάθησα να μην τις διαβάσω προσεκτικά». Βρέθηκαν λίγες ξεχασμένες λεπτομέρειες και μια και μοναδική διόρθωση: Η αποστροφή ενός φίλου σχετικά με το μόνο φάρμακο που υπάρχει στην απώλεια: «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».

info@bookbar.gr

 

 

INFO

 Το βιβλίο “Levels of Life” του Julian Barnes θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στα τέλη του 2013 σε μετάφραση Θωμά Σκάσση από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

 

 Σχετικά Θέματα

 BOOKER PRIZE 2011: Βραβείο Booker με …. “The sense of an Ending”! | Ο Julian Barnes επιβεβαιώνει τα προγνωστικά.

 

 

 

1 COMMENT

  1. ‘Ενα εξαιρετικό κείμενο για ένα σπουδαίο και αγαπημένο συγγραφέα. Περιεκτικό, καίριο, ολοκληρωμένο και ευαίσθητο. Συγχαρητήρια στην κυρία Βουβάλη κι στο Bookbar.gr που το φιλοξένησε.