Μυρσίνη Ζορμπά, Πολιτική του Πολιτισμού

0
2278

Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα|

Μια κριτική ματιά στην πολιτισμική ιστορία της χώρας μας

politiki_politismou_leptomeriaστο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ιστορίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε συνάρτηση με την εκάστοτε ασκούμενη δημόσια πολιτιστική πολιτική. Ξεκινάει με τη διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στη γένεση της πολιτικής του πολιτισμού στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Προσδιορίζει την πολιτισμική πολιτική ως τομέα δημόσιας πολιτικής, που απαιτεί ιδιαίτερο κυβερνητικό σχέδιο, στρατηγική και στόχους. Κορυφώνεται κάνοντας αποτίμηση της δημόσιας κουλτούρας και της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας μας από τη δεκαετία ‘40 ως τις μέρες μας, επιδιώκοντας να αποδώσει και ευθύνες για τις χαμένες ευκαιρίες συγκρότησης ενός σύγχρονου σχεδίου για τον πολιτισμό.

Της Αγγελικής Βουλουμάνου

Στον μεταπολεμικό κόσμο η ιδιότητα του πολίτη απέκτησε νέα υπόσταση, που προσδιορίζεται από τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά και τα πολιτισμικά δικαιώματα, στη βάση της ισοτιμίας των εθνών και των διευρυμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Μ’ αυτό το δεδομένο ως σημείο εκκίνησης, η κοινωνική σημασία της δημόσιας πολιτικής συνδέεται με τη συλλογική συνείδηση, το αίσθημα του ανήκειν και την παραγωγή ταυτοτήτων. Ο πολιτισμός γίνεται κατά συνέπεια ένα εργαλείο διαμόρφωσης εθνικής κουλτούρας. Στα ευρωπαϊκά κράτη εντοπίζεται συστηματική πολιτιστική πολιτική σ’ αυτή την κατεύθυνση σε όλη τη διάρκεια  του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.

Στην Ελλάδα αντίθετα, η πολιτιστική πολιτική κατά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες ακολούθησε ένα στενό παραδοσιακό μοντέλο στην υπηρεσία του εθνικού παρελθόντος, παραμελώντας ή και σπαταλώντας σημαντικούς πολιτισμικούς πόρους που προέρχονταν από την κουλτούρα της καθημερινής ζωής και τις αναδυόμενες μορφές της. Ανάγκες και ευκαιρίες, που κατά καιρούς εμφανίστηκαν, παρέμειναν αναξιοποίητες, ενώ αγνοήθηκαν  ζητήματα όπως η αναγέννηση των αστικών κέντρων, τα διαρθρωτικά προβλήματα της περιφέρειας, οι όροι της πολιτιστικής ανάπτυξης και οι ευκαιρίες ανανέωσης των πολιτιστικών θεσμών, που θα προσέφεραν τη δυνατότητα στους δημιουργούς και το κοινό να συναντηθούν σ’ έναν παραγωγικό διάλογο. Αναδεικνύεται κατ’ επέκταση η ευαίσθητη σχέση κουλτούρας και δημοκρατίας. Είναι ενδεικτική η επισήμανση ότι ευρύτερα ζητήματα της ελληνικής ταυτότητας, όπως η αντιμετώπιση ξενόφερτων πολιτιστικών προτύπων, η γλωσσική ένδεια, η σημασία της καλλιτεχνικής παιδείας ή η πολιτιστική διπλωματία,  έχαναν γρήγορα τη σημασία τους μέσα σε μια γενικόλογη ιδεολογική συζήτηση, καθώς δεν έβρισκαν ανταπόκριση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στην κοινωνιολογική έρευνα ή σε άλλους πολιτιστικούς δρώντες του ευρύτερου χώρου της κουλτούρας και της διανόησης.

Δεκαετία προς δεκαετία, η ανακεφαλαίωση των πολιτικών συμβάντων φωτίζει τη διαμόρφωση της εθνικής πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αποτίμηση της δεκαετίας ’80, με τις καθοριστικές παρουσίες του Ανδρέα Παπανδρέου και της Μελίνας Μερκούρη, εμβληματικής περσόνας του ελληνικού πολιτισμού μέσα και έξω από τη χώρα για τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ο λαοφιλής Ανδρέας Παπανδρέου εποίκισε την αναδυόμενη κουλτούρα των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας, που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στη δεκαετία ’60 και αναδιπλώθηκε με τη δικτατορία. Πρότεινε μια δική του επινόηση της παράδοσης, που επεκτεινόταν και πέρα από την πολιτική ιστορία στην καθημερινή ζωή, που απενοχοποιούσε και νομιμοποιούσε όσα εκείνος υποδεχόταν ως λαϊκά στοιχεία. Παράλληλα, η Μελίνα Μερκούρη ήταν η υπουργός που προσωποποίησε αυτή την αλλαγή και τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας κουλτούρας με τη στάση, τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά της. Ωστόσο, συνολικά η πολιτιστική πολιτική της χώρας αυτή την περίοδο, παρά τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού, τις ρηξικέλευθες πολιτικές πρωτοβουλίες και την εθνική συμφιλίωση, αναλώθηκε σε ευκαιριακούς στόχους και μεγαλοστομίες, χωρίς να πετύχει μια σταθερή πορεία και να μετατραπεί σε δημόσια πολιτική με σχέδιο. Παρέμεινε δέσμια μιας καθυστερημένης δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, συντεχνιακών και τοπικών συμφερόντων, πελατειακών σχέσεων. Απέτυχε να διατυπώσει μια σύγχρονη ατζέντα και να διαμορφώσει ένα σύγχρονο σχέδιο για το πολιτιστικό παρόν της χώρας, ενώ η εικόνα της χώρας παρέμεινε καθηλωμένη στο ένδοξο παρελθόν των προγόνων, διατηρώντας ατροφικούς και αναξιοποίητους τους σύγχρονους πολιτισμικούς και πολιτιστικούς πόρους.

Στο επόμενο διάστημα που φθάνει ως τις μέρες μας, η συνεχιζόμενη παντελής απουσία μιας στρατηγικής για τον σύγχρονο πολιτισμό είχε σαν αποτέλεσμα να αναλωθούν τα σημαντικά κονδύλια των δύο Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης σε έργα διατήρησης και συντήρησης της ελληνικής αρχαιότητας, αφήνοντας και πάλι στο περιθώριο το νεώτερο πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας. Εντέλει, ως μεγαλόπνοες στιγμές της πολιτικής πολιτισμού της χώρας, του προβληματισμού και των κατευθύνσεων που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτήν, απομένουν χαρακτηριστικά η διεκδίκηση των μαρμάρων του Παρθενώνα και η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, σύμβολα ενός μεγαλοϊδεατισμού που καθηλώνει τη δημιουργία σύγχρονης πολιτιστικής ταυτότητας και εμποδίζει την ανανέωση της πολιτιστικής ατζέντας.

Φθάνοντας στον επίλογο και στην παρούσα συγκυρία της κρίσης, η συγγραφέας του βιβλίου προτείνει ως μοναδική προοπτική την αλλαγή παραδείγματος, δηλαδή την αλλαγή του ρόλου του κράτους ως αποκλειστικού θεματοφύλακα της παράδοσης και της εθνικής ταυτότητας, ως πάτρωνα και παραγωγού πολιτισμού. Η πολιτική ευθύνη σήμερα συνοψίζεται  στην αποφυγή της ανεξέλεγκτης κατάρρευσης, της άνευ όρων παράδοσης, της εγκατάλειψης του συμβολικού κεφαλαίου που διαθέτει το σύγχρονο ελληνικό πολιτιστικό πεδίο σε δυνάμεις ανεξέλεγκτες και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Με ευρεία συμμετοχή των πολιτιστικών δρώντων θα ήταν δυνατόν να εκπονηθεί ένα σχέδιο αναδιάταξης, δημιουργικό, συμμετοχικό και εξωστρεφές, υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλειφθούν οι παλιές πελατειακές δομές και νοοτροπίες και θα ανασχεδιαστεί η κρατική παρέμβαση. Επιβάλλεται επίσης η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον σύγχρονο, καθώς επίσης με την οικονομική ανάπτυξη, την πολιτιστική βιομηχανία και τον τουρισμό, ώστε να αξιοποιηθούν οι κοινωνικοπολιτισμικοί πόροι, η άντληση των οποίων είναι η μόνη ικανή να νοηματοδοτήσει και να αναζωογονήσει την κουλτούρα της σύγχρονης καθημερινής ζωής.

info@bookbar.gr 

 

 INFO

politiki_politismou_coverΠολιτική του Πολιτισμού – Ευρώπη & Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα

Μυρσίνη Ζορμπά

 Εκδόσεις Πατάκη, 2014

Σελ. 424, Τιμή € 18,70

 

 

 

 

 

 

ΒΙΟ

zorba-6794Η Μυρσίνη Ζορμπά γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1949 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με πτυχίο νομικής. Συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Ρώμης, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό στη φιλοσοφία του δικαίου. Το 1992 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ των πολιτικών επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Την περίοδο 1973-1992 εργάστηκε ως εκδότρια (εκδοτικός οίκος “Οδυσσέας”) και στο ίδιο διάστημα μετάφρασε πολυάριθμα βιβλία πολιτικής επιστήμης από τα Ιταλικά. Το 1992 διορίστηκε σύμβουλος του Υπουργού Πολιτισμού για θέματα πολιτικής βιβλίου και ανάγνωσης και το 1994, διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, όπου εργάστηκε για πέντε έτη. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα “Ο ρόλος του βιβλίου στη διαμόρφωση αναγνωστικής συμπεριφοράς στα παιδιά προσχολικής ηλικίας” (1993-1995). Έχει διατελέσει Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του “Ευρωπαϊκού συνεδρίου για τη στρατηγική του βιβλίου στην Ευρώπη σήμερα” (1992 και 1993). Ευρωβουλευτής του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος μεταξύ 2000-2004. Οι δημοσιεύσεις της Μυρσίνης Ζορμπά περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: “Βιβλιοθήκες και συγγράμματα στο ελληνικό πανεπιστήμιο” (1991), “Κρατική πολιτική βιβλίου” (1994), “Βιβλίο και μέσα μαζικής επικοινωνίας” (1998), “Η αναγνωστική συμπεριφορά του ελληνικού πληθυσμού” (2000), “Κασσαβέτεια: Το χρονικό μιας βιβλιοθήκης στη φυλακή ανηλίκων” (1998). 
Έχει επίσης γράψει άρθρα και επιφυλλίδες σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με την πολιτική της Κοινότητας για το βιβλίο, το μέλλον της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης, την πολιτιστική αναμόρφωση της πολιτικής, την πολιτική για την παιδική ηλικία, το Συνήγορο του παιδιού, την ευρωπαϊκή πολιτική για την έρευνα και από το 2005 αρθρογραφεί τακτικά στο περιοδικό “Μεταρρύθμιση” για θέματα πολιτισμικής πολιτικής. Ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού, Νεολαίας, Εκπαίδευσης, Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και Αθλητισμού, καθώς επίσης και μέλος της Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμενίας – Ατζερμπαϊτζάν – Γεωργίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα Δικαιώματα του Παιδιού, συμμετείχε σε ευρωπαϊκές επιτροπές και δίκτυα, ίδρυσε μαζί με άλλους το Δίκτυο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, του οποίου είναι από το 2004 έως σήμερα πρόεδρος. Το 2008-9 ήταν διευθύντρια του Βιομηχανικού Μουσείου Σύρου. Είναι μέλος του ΔΣ του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας.