Νάνος Βαλαωρίτης,Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου

1
3624

Μία εναλλακτική περιπέτεια της λογοτεχνίας

 H Αφροδίτη της Μήλου

 Στις 8 Απριλίου του 1820, ένας κάτοικος της Πλάκας, ο Γεώργιος Κεντρωτάς, σκάβοντας το χωράφι του στην περιοχή των αρχαίων, ανακαλύπτει μια μικρή σπηλιά σκεπασμένη με χώματα και μέσα σ’ αυτήν το μισό άγαλμα της Αφροδίτης. Τυχαία βρίσκεται κοντά του ο Γάλλος αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ που θαυμάζοντας το εύρημα πιέζει το χωρικό να ψάξει και για το υπόλοιπο μισό του αγάλματος. Μετά από λίγο το ανακαλύπτει, και ο Βουτιέ, καταλαβαίνοντας την αξία του, το ζωγραφίζει και ενημερώνει τον Λούη Μπρέστ, υποπρόξενο της Γαλλίας στη Μήλο, για να διαπραγματευθούν την αγορά του. Έτσι κλείνεται μια πρώτη συμφωνία με τον Κεντρωτά και συγχρόνως ενημερώνεται ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος στέλνει τον γραμματέα του κόμη Ντε Μαρσελλύς για να το αγοράσει. Όταν όμως αυτός φθάνει στη Μήλο, ο Κεντρωτάς το έχει ήδη πουλήσει στον Νικόλαο Μουρούζη, πρίγκιπα της Μολδαβίας. Κάτω από δύσκολες συνθήκες και έπειτα από πολλές πιέσεις ο Κεντρωτάς τελικά πείθεται και το άγαλμα έρχεται στα χέρια του πρεσβευτή μαρκήσιου Ντε Ριβιέρ. Αυτός το χαρίζει στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 18ο για να τοποθετηθεί αργότερα στο μουσείο του Λούβρου και να γίνει αντικείμενο θαυμασμού και έκτασης εκατομμυρίων ανθρώπων. (http://www.kastromilos.gr/7534/index.html )]

Της Ελισάβετ Αρσενίου *

Την κοσμική τουρκοκρατούμενη Αθήνα του 1820 λυμαίνονται ακόμη αλεπούδες και Φράγκοι φιλέλληνες Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, ονόματα απειλητικά, αδηφάγοι για αρχαιότητες και έρωτα. Η πλοκή τοποθετείται αρχικά στο φραγκικό Πύργο των Προπυλαίων της Ακροπόλεως, τον ονομαζόμενο Πύργο των Ανέμων, που λειτουργεί ως ανακριτικός τόπος βασανιστηρίων. Το Άγαλμα της Αφροδίτης νικήτριας στα καλλιστεία του Πάρι καθίσταται απόκτημα των Γάλλων ύστερα από την κλοπή του από τον αρχικό κάτοχό του διερμηνέα του στόλου Πρίγκιπα Νικολάκη Μουρούζη.

Οι Γάλλοι αναζητούσαν τα χαμένα Χέρια του αγάλματος, που κατά τους Αλβανούς ήταν θησαυρός με μαγικές επιδράσεις. Μεταξύ 1830 και 1850 οι κάτοχοι των Χεριών ήταν τα παιδιά Λάμπρος και Μαρία, τα πρόσωπα του σολωμικού Λάμπρου και ο ίδιος ο Σολωμός. Από την κατοχή του Ρώσου διπλωμάτη κόμη Σέργιου Μορονώφ, παρατηρητή στο Βόσπορο, τα Χέρια περνούν στον Πούσκιν, στον Τολστόι στον Μπαλζάκ στον Ντοστογιέφκι, τον Αιμίλιο Σχινά, στη Γυναίκα της Ζάκυνθος, στο Σολωμό, στον Ιωάννη Βαλαωρίτη και από τη Ζωή Μουρούζη, εγγονή του Κων/νου, στον Οίκο Μουρούζη.

Τα Χέρια πριν καταλήξουν στην Κόλαση πέρασαν από την κατοχή πολλών δημιουργών: του Poe, του WalterScott, του Hugo, του Flaubert, του Lautreamont, του Baudelaire. Μέσα στα χρόνια τα Χέρια αυτονομηθήκαν ως προς την αξία τους και η προέλευσή τους αμφισβητήθηκε, καθώς και η αυθεντικότητα αυτών και της πηγής τους. Οι διεκδικήσεις, μεταβιβάσεις και κλοπές τους ήταν ατέλειωτες και χάνονται μεταξύ ιστορικών πηγών, μυθολογιών και μυθευμάτων. Είναι πάντως αναμφισβήτητο ότι τα Χέρια προσφέρουν σε λογοτεχνική φήμη και ερωτικό πάθος και αφαιρούν σε πολεμική ορμή (ας θυμηθούμε κι εκείνο το χέρι του σολωμικού Κρητικού που η Φεγγαροντυμένη έβρεξε με το δάκρυ της και έκτοτε έπαψε να είναι χέρι πολεμιστή και έγινε χέρι επαίτη και αφηγητή).

Όταν ο Νικόλαος Μουρούζης αποκεφαλίζεται από τον Μαχμούτ, το κεφάλι του τοποθετείται στο κιβώτιο των Χεριών. Ο αρχαιοκάπηλος Φωβέλ με τη σύντροφό του Λαίδη Πέρρυ παίρνουν τα Χέρια αποκαθιστώντας με πέτρες το κιβώτιο του Νικολάου. Ο Μεγάλος Βεζίρης τα δίνει στο Γάλλο Choiseul–Gouffier. Το κιβώτιο καταλήγει στο σπίτι της Κοκόνας Μαρώς. Ο Κουνούπ Πασάς, εραστής της, σώζεται από τον Ζεϊμπέκη, Αρχιγενίτσαρο, και πηγαίνει στο δωμάτιο της υπηρέτριας Ισμαηλίας όπου βρίσκει τα Χέρια, δώρο από τη «Βασίλισσα του Σαβά», αδελφή του Παμίνα. Ο ήρωας περνά στην επιρροή της Εργαλείας Εσκινάζι, έκλυτης, προστατευμένης από το σωματοφύλακα Οσμάν, που είχε την κασέλα με τα Χέρια, την οποία ο πρώτος ανακαλύπτει σε μία μαγική δεξαμενή, από όπου βγαίνοντας η ταυτότητά του τροποποιείται. Από ένοικος δωματίου στην Κούλουρη μπαίνει στο πλήρωμα ενός μυστηριώδους καραβιού, πηγαίνει στα Μετέωρα, πειραματίζεται με το ταξίδι στο χρόνο, και βρίσκεται από το Γαλαξίδι του 1822 πίσω στην Κόλαση και στη σύγχρονη Βουλιαγμένη.

Τα Χέρια βρίσκονται και χάνονται κάθε στιγμή μέσα από πλήθος πλοκών και αφηγηματικούς τρόπους (αστυνομικό, περιπετειώδη, φανταστικό, ψυχαναλυτικό ρομάντσο, μοντερνιστικό μονόλογο, ιστορικό, χρονικό, απομνημόνευμα, ερωτικό, σενάριο, θεατρικό έργο, κ.λπ.). Και στις περισσότερες εκδοχές εμφανίζεται ένας σταθερός χαρακτήρας, ο Μορόνης, τροποποιούμενος σε πολλά πρόσωπα με κοινή ρίζα, η παρουσία του οποίου συνοψίζεται χαρακτηριστικά μαζί με την πλοκή στη σελ.466, όπου η Ρίτα Μορόνη εξομολογείται στον αφηγητή:

 «Ξέρεις», μου λέει, «σε μια εβδομάδα μαζεύονται όλοι οι Μορόνη στον κόσμο σ’ ένα τεράστιο συνέδριο. Θα ’μαστε τρεις χιλιάδες, όλοι απόγονοι του Αλί Μορόνη, του διάσημου Κουνούπ Πασά. Έρχεσαι ως παρατηρητής; Το κλειδί του συνεδρίου θα’ ναι η παρουσίαση η τελική των «Χεριών της Αφροδίτης της Μήλου» και η εξήγηση για το τι συνέβηκε με αυτά μετά την επιδρομή του κόμητα Μαρσελούς, τον εμπρησμό του ελληνικού εμπορικού στόλου στο Γαλαξίδι, τον αποκεφαλισμό του Πρίγκιπα Νικολάου Μουρούζη, την παραλαβή των Χεριών από το Γενοβέζο και κατόπιν από το Γάλλο αρχαιοκάπηλο, πρόξενο των Αθηνών, τον Φωβέλ, και από κει στη Λαίδη Χ και τη Ρωξάνη Σούτσου, που τα έδωσε στο Ρώσο ποιητή Πούσκιν κι από τη γυναίκα του τη Ναταλία Γκοντσαρόβα αρχίζει η περιπλάνηση τους στη δυτική Ευρώπη, ώσπου να φτάσουν ύστερα από περιπέτειες αφάνταστες στα χέρια του Ποιητή Σολωμού κι από κει η κυκλοφορία τους στα πιο ύποπτα μέρη, λαθρεμπόρων, ναρκοεμπορίου, αστυνομικού θρίλερ, σε επεισόδιο επιστημονικής φαντασίας και βέβαια νωρίτερα στη Κωνσταντιούπολη, τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, κατόπιν στα τέλη του αιώνα στην Αθήνα του νεοσύστατου Κράτους, και σ’ όλα αυτά βρίσκουμε Κάποιον Μορόνη είτε ως κύριο είτε ως δευτερεύον πρόσωπο.»

 Η ιστορία του μυθιστορήματος του Νάνου Βαλαωρίτη Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου διαχέεται σε ποικίλες πλοκές, από τα δαιδαλώδη πλέγματα της αγοράς αρχαιοτήτων στις πλεκτάνες του θεσμού της δικαιοσύνης, στην ιστορία των συναλλαγών, στη χρήση των αρχαιοελληνικών πηγών, τη λαϊκή θυμοσοφία για την αρχαιότητα, τη σχέση του ορθόδοξου χριστιανισμού με τον αρχαίο κόσμο, τον ελληνισμό της διασποράς, τον ελληνικό διαφωτισμό, την Επανάσταση, στη γλωσσική διαμάχη, τον αιώνα εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους, το δημιουργικό και απειλητικό μεσοπόλεμο, τον παροικιακό ελληνισμό, τις νεοελληνικές φιλολογικές διαμάχες, το παγκοσμιοποιημένο παρόν. Η αφήγηση αναπτύσσεται ελικοειδώς: το καθένα επεισόδιο οδηγεί σε άβυσσο νέων, πολύ ή λίγο εξαρτώμενων επεισοδίων. Τα πρόσωπα σαν να αντανακλώνται ανάμεσα σε καθρέφτες πολλαπλασιάζονται μέσα στην ιστορία και στα λογοτεχνικά είδη, τις φωνές, και τις γλώσσες.

 Ο ανώνυμος συγγραφέας

 Ο κίνδυνος της ανωνυμίας πάντα απειλεί αλλά και προσφέρει μία κρυφή παρηγοριά στο συγγραφέα. Στην κεντρική περιπέτεια της αρχαιοκαπηλίας εμπλέκεται και η αναζήτηση όχι μόνον της ατομικής και πολιτιστικής ταυτότητας του συγγραφέα, αλλά και της λειτουργίας του. Ο ήρωας πρωτοεμφανίζεται ως Έλληνας ιταλικής καταγωγής από τα Ιόνια, εγκατεστημένος στην Κέρκυρα. Πρόκειται για το Σεβαστιανό Μορόνη, (Μαυριτανό, με όνομα που παραπέμπει σε ένα πνεύμα ριψοκίνδυνο και ακραίο) με ιατρικές σπουδές στην Ιταλία, και «ρωμιός από τον Καραγκιόζη», «ένα παλιόπαιδο, τυχοδιώκτης, κοσμογυρισμένος κυνηγός γυναικών και αρχαιοτήτων». ψευδούς τουρκικής καταγωγής με αγγλικό διαβατήριο (Αγγλίδα μητέρα) αλλά Έλληνας με μακρινή καταγωγή από την Αλεξάνδρεια, είναι ακριβώς η ρωμαίικη καταγωγή του που τον στερεί από κάθε εθνικότητα και τον καθιστά «κανένα» (Γιουνάν –youarenone). Επιπλέον, μία σειρά μεταμορφώσεων, ομοιοτήτων και ομοιωμάτων πυκνώνει την υπόσταση του αφηγητή (από ρωμαιοκαθολικό επτανήσιο, σε καπετάνιο, μάγειρα, παιδί-θαύμα, τηλεγραφητή, τοποτηρητή, μιλόρδο, καλόγερο, αξιωματικό ιππικού, συγγραφέα, γιατρό, τέρας, διαφωτιστή, πρίγκιπα, Ρώσο διπλωμάτη, γραμματέα, συγγραφέα, εραστή, αρχαιοκάπηλο, εφευρέτη).

Ο Σεβαστιανός μεταμορφώνεται σε Γενίτσαρο και πριν πεθαίνει στην Κέρκυρα γράφει τα απομνημονεύματά του, που χρησιμοποιεί ο αφηγητής Δε Ρώσσης. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας που αγάπησε η Κοκόνα Μαρώ είναι ο Κουνούπ Πασάς, ο «μεσσίας», που όταν λέει τη φράση «δεν είμαι κανένας, τίποτα, από πουθενά» ανάγεται σε προφήτη. Μετά από δοκιμασίες ο μεσσίας αποκτά το «γνώθι σαυτόν», γίνεται ο Αλί Μορόνης, ιατρός και φιλόσοφος με απογόνους που θα γεμίσουν το βιβλίο της θεάς των Χεριών. Ο αναγραμματισμένος από το όνομα του συγγραφέα (Νάνου) Οσνάν, Αρμένης εφευρέτης της βρετανικής ακαδημίας επιστημών, ακολουθεί έναν σκοτεινό δρόμο περνώντας από την Κούλουρη. Οι λαβυρινθώδεις του περιπέτειες στο χρόνο και στο χώρο από τους γενίτσαρους στο ρωμαιοκαθολικό ελληνισμό, την ελληνική μοναρχία, αλλά και τη βουλή οδηγούν συνοπτικά στον προσδιορισμό της ταυτότητας του ανωνύμου Έλληνα που έχει το χαρακτήρα φιλολογικής ταυτοποίησης (σ.218:).

 «Είμαι ένας ανώνυμος Έλληνας, τι σημασία έχει το όνομά μου, Αλέξανδρος, Αχιλλεύς, Άγγελος, Ιάκωβος, Παναγιώτης, Νικόλαος, Γεώργιος, Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Ιωάννης, Σπυρίδων, Θεόδωρος, Αριστομένης, Αθανάσιος, Ηλίας, Στέφανος, Δημοσθένης… Ήμασταν όλοι ποιητές, όλοι Αθηναίοι, από κάπου αλλού. Όλοι δυστυχισμένοι, ρομαντικοί, μελαγχολικοί, ξενόφερτοι, μορφωμένοι, εύγλωττοι, οργισμένοι, τουρκομάχοι… αλκοολικοί… εύθικτοι… επιπόλαιοι… φαντασιόπληκτοι…»

 Ο «ανώνυμος» συγγραφέας του μυθιστορήματος είναι όλα όσα μπορεί να είναι και όλα όσο μπορεί να κάνει ένας Έλληνας συγγραφέας. Σε μία αυτοκριτική και απολογητική στιγμή, ο συγγραφέας σχολιάζει την τεχνική του διαφοροποιούμενος από τις προτεραιότητες του αστικού μυθιστοριογράφου: το κείμενό του δεν έχει ούτε τη δομική συνέπεια, ούτε την προσωποκεντρική ροπή των συνηθισμένων μυθιστορημάτων: άλλωστε ασχολείται με τα Χέρια της Αφροδίτης, δηλαδή τα σημαίνοντα αποσπάσματα της Ομορφιάς. Στη σελίδα 238:

 Ξέρω τι μπορεί να μου κατηγορήσουν σ’ αυτό το κεφάλαιο, ότι δεν χειρίζομαι τον μυθιστορηματικό λόγο σωστά, Δεν έχω σταθερά περιβάλλοντα. Ο λόγος μου δεν έστεκε, ήταν ασταθής και έρρεε. Ανοίγω συχνά παρακλάδια, παρεκβάσεις, παρακάμπτω σκηνές, δεν ακολουθώ ιστορική συνέχεια, δεν έχω. Ώ αμάρτημα τρισμέγιστο, ψυχολογία προσώπων. Τα πρόσωπά μου είναι τύποι, δεν είναι χαρακτήρες, είναι όπως οι επικοί ήρωες, μονόχνοτοι, μονομανείς κι ακολουθούν τα ένστικτά τους, καλά, κακά κι αδιάφορα. Δεν έχουν ηθικό έρεισμα άλλο από μιαν ανασφάλεια και περιθωριακή ψυχολογία. Είναι και αυτά τα ίδια πρόσωπα ασταθή, κυμαίνονται ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, όπως άλλωστε όλοι μας, δεν είναι έτσι, φίλοι μου αναγνώστες, υποκριτικά μου αδέλφια, καθώς έγραφε ο ποιητής;

 Επιπλέον, σε ένα παρωδιακό και αυτοσαρκαστικό σχόλιό του για το «θάνατο του συγγραφέα», ο συγγραφέας θυσιάζεται συνενώνοντας όλες του τις παραδόσεις. Με το πτώμα του πνιγμένο με μαξιλάρι και εγκαταλειμμένο στα όρνια πραγματοποιεί το σβήσιμο της προσωπικότητας του, ως αυτοτιμωρία για το «φτηνό γράψιμο με σκοπό να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες λαϊκών αναγνωσμάτων», όπως γράφει, σαρκάζοντας την εμπορευματοποίηση της γραφής. Στη σελ. 330 διαβάζουμε:

 Θα μου πείτε, ήταν ανάγκη να φτάσεις σ’ αυτά τα άκρα; Ως υπερρεαλιστής θ’ απαντήσω: ναι. Ως οπαδός του Δάντη, του Ραμπαιλέ, το Θερβάντες και των μοντερνιστών, Καβάφη, Μαλλαρμέ, Βαλερύ, Απολλιναίρ, Πεσόα, Μπρετόν, Έλιοτ, Χλέμπνικωφ, Αρτώ, Ιζού, Πάουντ, Μπόρχες, Παζ, Σεφέρη, Εμπειρίκου, Ελύτη, Γκάτσου, Εγγονόπουλου, που επίσης επιχείρησαν, μάταια να αποσβέσουν τον εαυτό τους, γιατί είχαν ισχυρότατη προσωπικότητα και δεν τα κατάφεραν ούτε στην ποίηση ούτε στη θεωρία: Όχι! Ναι, υπερέβαλλα και ιδιαίτερα δεν φρόντισα καθόλου να γίνω πιστευτός, δηλαδή αληθοφανής στην αφήγησή μου.

 Ο συγγραφέας εξαφανίζεται και αφήνει τον εαυτό του σε λέξεις. Βέβαια, μία τέτοια εξαφάνιση είναι πάντα σχηματική, αφού επανεμφανίζεται ως «άλλος άνθρωπος» ή επανέρχεται στη ζωή, σαρκαστικά, ως δράκουλας (Ανδρόνικος Θεός) και «βρικόλακας».

 Ο αναγνώστης

 «Εξιλαστήριο θύμα» των τεχνασμάτων του συγγραφέα, ο αναγνώστης φαίνεται ότι πληρώνει την αποζημίωση για την απώλεια του αγάλματος: για να τα καταφέρει πρέπει να είναι υπομονετικός και επίμονος, με χιούμορ και διάθεση κριτική προς τις συμβάσεις και τις συμβατικές προσδοκίες, αλλά και ευαίσθητος προς την ωκεάνια κειμενική παράδοση πάνω στην οποία στηρίζεται το μυθιστόρημα. Παραλλήλως, ερωτοτροπεί με το συγγραφέα, ή παρουσιάζεται ως ανταγωνιστής, συμμέτοχος, αφελής ακροατής, αυστηρός κριτής, ταυτιζόμενος συχνά με τους χαρακτήρες ή αμφισβητώντας την ολοκληρωμένη τους υπόσταση. Ο Αριστείδης Μορόνης, στη σελ. 458 αντιλαμβάνεται ότι:

 Ένα μυθιστόρημα φτιάχνει γύρω του ένα περίγυρο άδειο, ένα χώρο που αλλάζει το σχήμα των προσώπων και των γεγονότων, διαστρεβλώνει τις φράσεις, τις παραμορφώνει, τις εντοπίζει και μετατοπίζει τα πρόσωπα. Ακόμα και ο αναγνώστης που δέχεται να μπει νοερά στη διάσταση του αφηγήματος το μεταφέρει μέσα του και το παραλλάζει επηρεάζοντας τη ζωή του. Μάλιστα ένας αριθμός από έργα συνδυάζονται και συγκρούονται στη συνείδησή του.

 Δημιουργείται έτσι ένας νέου τύπου αναγνώστης που κινείται όχι οριζόντια αλλά κάθετα, ανασκάπτοντας, σα να διαβάζει ποίηση μέσω της πεζογραφίας. Μπορεί να ανακαλύψει κανείς πολλές εκδοχές ανάγνωσης, πολλές πλοκές, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και επιλεκτικά, διαλέγοντας τη μία πλοκή έναντι της άλλης. Έτσι ο αναγνώστης απελευθερώνεται ως προς τις επιλογές και τις ερμηνείες του.

 Η μεταφορικότητα

 Η Αφροδίτη ως «κείμενο» και ως άγαλμα είναι στο μυθιστόρημα απούσα. Τα Χέρια της, που φέρουν τη φιλοσοφική λίθο της γραφής, δηλώνουν τη δραστηριότητα, την πρακτική, το έλλειμμα για την πραγματοποίηση της κοσμογονίας. Η Αφροδίτη είναι η «μεταφορά» του ελληνισμού, αυτό που λείπει για την Ολοκλήρωσή του. Τα Χέρια είναι η κατάρα και ευλογία της κληρονομιάς του ελληνισμού. Μα γενικότερα στη λογοτεχνική δημιουργία, είναι το απόσπασμα, η διαδικασία. Η έμπνευση, η τέχνη, η πνοή, η δημιουργία και η ίδια η γραφή.

Ένα από τα δομικά μυστικά του μυθιστορήματος αποτελεί και η αλχημεία, σε συμβολικό επίπεδο άμεσα συνδεόμενη με τις υπερρεαλιστικές αναζητήσεις. Η αλχημιστική διαδικασία παρουσιάζεται μέσα από μία σειρά μοτίβων: τόπους, διαδικασίες, πρόσωπα, και αφηγηματικές ενότητες. Το κάστρο, το εσωτερικό καταφύγιο της ανθρωπότητας, που διευκολύνει την επαφή με το Θεό, το απόλυτο, και προσφέρει σταθερότητα και προστασία, περιβάλλεται από τον κήπο, το λαβυρινθώδες πάρκο, την Κούλουρη. Ο Συμβολισμός του Κήπου (του Λαβυρίνθου του Πάρκου) παραπέμπει στον παράδεισο, την χωρίς ενοχή αγνή επιθυμία. Ο λαβύρινθος αναφέρεται στη μύηση και στους αμυντικός μηχανισμούς. Η δεξαμενή και η λίμνη είναι ο μητρικός χώρος παραγωγής του σώματος του έργου, του δικέφαλου Rebis. Σε αυτούς τους τόπους πραγματοποιούνται οι μυστικές διεργασίες σε διαδοχικά στάδια (θυσία, αποκεφαλισμός, διαμελισμός, απόσταξη, ένωση, η φιλοσοφική λίθος που όταν την αγγίζεις μεταμορφώνει την ύλη –κυρίως τη γλωσσική και λογοτεχνική).

Τα πρόσωπα με αλχημιστικές δεινότητες (ο Αναστάσιος Μουρούζης, γιατρός του 17ου αι., διερμηνέας του Σουλτάνου, μάγος, ο Κουνούπ Πασάς, η Χάρις, η νεράιδα, η μάγισσα και αλχημίστρια, προ-Ελληνίδα, με κυρά την Ανθεία Αφροδίτη), περιπλανητές και flâneurs, πραγματοποιούν τις μαγικές διεργασίες, με τη συμβολή, κυρίως θηλυκών, καταλυτών, μεταξύ άλλων των διδύμων (υπηρέτριες γέλιου και κλάματος, σειρήνες Ρίτα – Αϊσσά, Ελάφη και Φρεγάδα), της Παμίνα (anima) και της Σουλτάνας Σούλα (ψυχής), της Εργαλείας Εσκινάζι («Μελουσίνας»), του Δύο και του αυγού.

Μία εκτεταμένη αφηγηματική ενότητα του μυθιστορήματος, εξάλλου, καταλαμβάνεται από την κατάβαση στον Άδη. Στους «Νεκροσοφιστές» το μοτίβο της καθόδου στον Άδη παίρνει μία μορφή που θυμίζει την πλοκή του Απόκοπου του Μπεργαδή. Ο αφηγητής φεύγει για την επανάσταση. Στην πολίχνη Λάμδα Λαμαρίνα, συναντά δύο κόρες, την Ελάφη και τη Φρεγάδα. Μονομαχεί με τα αδέλφια τους. Τους νικά και τον νικάνε και φιλιώνουν. Κοιμούνται κι ονειρεύονται το θεϊκό ανδρόγυνο ον. Στο κεφάλαιο με τίτλο το «Νεκροκάραβο» εντοπίζεται το νερό που ιαίνει και λέει το μέλλον. Ο νεαρός Νι 13 ετών, με ερωμένη την υπηρέτρια Παμίνα, επιστρέφοντας μνημονικά στην αρχή των ερωτικών του εμπειριών φθάνει στην περιγραφή το σύμπαντος ως γυναικείου ερωτικού οργάνου (με αναφορές στον Πλάτωνα, και τον αιγυπτιακό μυστικισμό). Μία άλλη κάθοδος, αυτή του κυρ Αθανασάκη Μορόνη στον Κάτω Κόσμο, είναι μία βιβλική, ηθικολογική αφήγηση με σατιρικά στοιχεία. Ο ήρωας, τον οποίο διεκδικούν Άγγελος (Αρχιμβάλδος Μορόνης, αδιάβαστος ηθικολόγος) και Δαίμονας (Κων/ος Μαυρο-Μάλλης, διανοούμενος), επισκέπτεται τον Κάτω Κόσμο με προτροπή του φίλου του λογίου Αλέξανδρου Κάλφογλου και δίνει την ψυχή του για τα Χέρια. Της κόλασης, όπου μιλούν ελληνικά, άρχοντας είναι ο Έκκο Εωσφόρος και ψυχίατρος ο Εωσφόρος ΑλκιβιΆδης. Δεν υπάρχει κανένα πρόσχημα για τη σχηματικότητα και το μεταφορικό χαρακτήρα μιας τέτοιας καθόδου, αντίθετα, είναι φανερό ότι ολόκληρη η αφήγηση είναι αναλογική, υιοθετώντας εκδοχές από ήδη υπάρχοντα λογοτεχνικά παραδείγματα. Στη σελίδα 348:

 Στο μεταξύ ο Κυρ-Αθανασάκης, εντυπωσιασμένος από την κίνηση εδώ κάτω κι από τα αυτόματα μέσα μεταφοράς ενίοτε πεζολογικά και ενίοτε ποιητικά, χωρίς να έχει ιδέα από σημειολογία, κάτι υποπτευόταν ότι όλο αυτό το θέαμα ήταν μεταφορικό, κι ότι δεν μετρούσε σαν πραγματικότητα, αλλά αντιπροσώπευε τα όνειρα, τις προβολές και τις επιθυμίες του καθενός μας, που άλλαζαν από στιγμή σε στιγμή.

 Η κατάβαση αυτή συνδέεται και με την ψυχαναλυτική κάθοδο στο ασυνείδητο, που χαρακτηριστικά αναπτύσσεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Μία επίσκεψη στον Δρα Φ». Εδώ η ψυχαναλυτική αφήγηση της «Υπόθεσης Αφροδίτη» καθιστά τα Χέρια σύμβολο του εαυτού. Ο ίδιος ο αφηγητής, Δρ. Ιωάννης Σεβαστιανός Μορόνης εμπλέκεται σε μία κοσμογονική ιμερική ανάγνωση του ίδιου του βιβλίου, μέχρι να φτάσει η ώρα της συγχώρεσης και της απενοχοποίησης (σ.260).

Με το συμβολιστικό λόγο συμπλέκονται και οι αφηγήσεις περί Ελλάδος και νεοελληνικών σπουδών. Στη «Γαρδούπα ή περί ύψους» ο Κ. Τσαλίμης επινοεί το περιεχόμενο άγνωστου χειρογράφου σε εβραϊκά και γράφει ένα παρωδιακό φιλοσοφικό δοκίμιο για ένα υπερκείμενο όν από τη Γαρδούπα, το αιματοβαμμένο Γαρδίκι, το σύμβολό της. Το υψηλό είναι αυτό που «δεν είναι», το άρρητο, ο αρχαίος πολιτισμός των Ελλήνων, ό,τι θεϊκό στον επικό λόγο δεν κατανοείται από τους θνητούς. Μια μυθική αφήγηση ουτοπίας, με σατιρικό και επικό χαρακτήρα, η Γαρδούπα περιγράφει μία πορεία αντίστοιχη με αυτή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (του Tolkien) ή τα περιπετειώδη μυθιστορήματα του Βερν σε ένα τοπίο ομηρικό. Τους ήρωές της παρακολουθούν τα σύμβολα ενός παράλληλου κόσμου.

 Η γλώσσα

 Η ποικιλία των γλωσσών εντός του μυθιστορήματος του Νάνου Βαλαωρίτη αντανακλά τη διακειμενικότητα και την πολλαπλότητα των υφών. Επιπλέον, η γλώσσα ανάγεται σε κυρίαρχο δομικό στοιχείο που καθορίζει τη δράση και τη λειτουργία των χαρακτήρων, τους κρυφούς τους δεσμούς και την εξέλιξή τους. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Σούλας (soul) την οποία ανακαλύπτει ο αφηγητής Ιωάννης Σεβαστιανός στο χάνι «στις Άφροδιτς». Η Σούλα έμαθε ελληνικά από τον Καβάφη, είναι Σούφι, πιστεύει στη διπλή πραγματικότητα, ήταν κάποτε με τον Οσμάν, ευνούχο μουσικό στα χαρέμια της Σουλτάνας και το όνομά της είναι Κιρκάσιο – Σούντα. Το όνομα της Σούλα απηχεί την αλχημιστική ψυχή των πραγμάτων που ανακαλύπτεται μετά την επιφάνεια και πριν τη μεταστοιχείωση σε καθαρή πνευματικότητα. Αυτή η ψυχή, που περιβάλλει τον αφηγητή και ζητά την ένωσή της μαζί του, παραβάλλεται με το γλωσσικό σύμπαν που τον καθορίζει. Στη σελίδα 156:

 Μήπως ήταν η Σούλα μια προσηλύτρια των Οσμανλήδων; Παντού όπου και να έστρεφα την προσοχή μου παράγωγα της Σούλας βρίσκονταν ενσωματωμένα μέσα στα ονόματα που αντίκριζα, σαν ακροστιχίδες, ακροφωνίες, παλίνδρομα και αναγράμματα. Ήμουν έτοιμος να πιστέψω ότι επρόκειτο για μία συνωμοσία πολύ εύγλωττη, γλωσσοκεντρικής φύσεως, της οποίας τα δίχτυα έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο γύρω μου. Ήμουνα παγιδευμένος σε ένα γλωσσικό δαίδαλο που δε μ’ άφηνε να ξεφύγω.

 Εκτός από την παρουσίαση των προσώπων που τα λεξιλόγια πραγματοποιούν, η γλώσσα λειτουργεί κοσμογονικά, προβάλλοντας μία πανδαισία λεξιπλαστικού πλουραλισμού (από τον Καζαντζάκη έως τον Εγγονόπουλο), με γλώσσες νατουραλιστικές και ιδεαλιστικές, ψυχαρικές και ουλιπιστικές, υπαρκτές ή ανύπαρκτες. Ακόμη και ολόκληροι κόσμοι, όπως η Γαρδούπα, ο Κάτω Κόσμος ή ο πληθυσμός του Θ, είναι κατασκευασμένοι από γλώσσα.

 Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου είναι ένα κείμενο που βρίσκεται στο κέντρο των μοντερνιστικών πειραματισμών και αναφέρεται στους μεγαλύτερους λόγους/ αφηγήσεις του αιώνα που πέρασε: την ψυχανάλυση ως λόγο περί κρυμμένου έρωτα, τον πόλεμο ως φιλία και νείκος, την ιστορία ως αφήγηση που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και έτσι δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη και αντικειμενική. Αυτοί οι λόγοι, που κατάφεραν να θεωρηθούν αληθείς, αποδείχτηκε πως είναι αφηγηματικοί και κατασκευασμένοι. Ως μυθιστοριογράφος με επίγνωση της κατασκευής και της εξουσίας του λογοτεχνικού κειμένου, ο Νάνος Βαλαωρίτης χειρίζεται αυτούς τους μεγάλους λόγους με τους εξής τρόπους:

Α) με τον υπερρεαλισμό και το όνειρο (υποσυνείδητο, αλχημεία, έρωτας κ.λπ.)

Β) με αφομοιωμένες τις πολλαπλές αναγνώσεις της παγκοσμίου λογοτεχνίας και των κλασικών συγγραφέων της Δύσης

Γ) με τη γνώση της ελληνικής γραμματείας (ελληνιστική περίοδος, μυθολογία, αρχαιογνωσία, αρχαιολογία, συζήτηση με την παράδοση, από το πικαρέσκο έως το σύγχρονο μυθιστόρημα, γλωσσικό ζήτημα, διαμάχες για το μοντερνισμό και την παράδοση, ποίηση και ελληνική διασπορά, ηθογραφία, δημοτικό τραγούδι)

Δ) με τη θεωρητική σκέψη γύρω από τη λογοτεχνία

Ε) με τη ρητορική και γνώση της εξέλιξης των λογοτεχνικών ειδών (πεζογραφία, θέατρο, ποίηση, δοκίμιο κ.λπ.)

Στ) με τη διερεύνηση των σχέσεων της λογοτεχνίας με τις άλλες επιστήμες (ιστορία, αρχαιολογία, ανθρωπολογία, ηθογραφία, θρησκειολογία, κοσμογονία, γενεαλογία, μυστικές και απόκρυφες επιστήμες) και τη φιλοσοφία.

 Στο μυθιστόρημα του Νάνου Βαλαωρίτη μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό στη νεοελληνική –αλλά νομίζω και παγκόσμια παραγωγή, αφού αμφισβητεί δεδομένα που συντηρούν τις κατεστημένες αντιλήψεις για τα είδη, τις προσδοκίες, τη δομή, το ύφος, τον τόνο, την παράδοση. Πιο συγκεκριμένα στα Σπασμένα Χέρια της Αφροδίτης της Μήλου πραγματοποιείται:

  1. Η μετάβαση από τη λογοτεχνία στο λόγο περί αυτής, που όμως πάντοτε τη συμπεριλαμβάνει. Από την αφήγηση της ενότητας περνάμε σε ένα πολυεπίπεδο, μεταλογοτεχνικό κείμενο περί της διαμόρφωσης και μνημείωσης ενός ψευδο-φανταστικού έθνους και της πολιτιστικής του παράδοσης (συμπεριλαμβανόμενης και της λογοτεχνίας του).

  2. Η αποσπασματικότητα και η άρνηση αντικειμενικής αναπαράστασης. Με διάθεση απόλυτης επέκτασης έως την πρόθεση δημιουργίας του κειμένου όλων των κειμένων, το μυθιστόρημα αμφισβητεί την γραμμικότητα της ανάγνωσης και αλλάζει όλα τα δεδομένα πολύ πιο άμεσα, σύντομα και καθοριστικά από όσο θα μπορούσε να αποδεχτεί η προσδοκία, η μνήμη και τα κριτήρια του κοινού αναγνώστη.

  3. Η αντιπαλότητα στον «κεντρικό» και συγκεντρωτικό μοντερνισμό (της ιθαγένειας, της ορθοδοξίας, της εκλαΐκευσης) και η στροφή σε έναν μετα-μοντερνισμό (κριτικό προς τα παγκοσμιοποιημένα αισθητικά κριτήρια). Η εθνική συνείδηση γίνεται πλοκή, ο λυρισμός διεκδικείται από την κατάλυση των ειδών.

  4. Η υπέρβαση της κριτικής από την ίδια τη λογοτεχνία, καθώς το κείμενο παρουσιάζει όλες τις πλευρές της θεωρίας και όλα τα κωλύματα της ανάγνωσης θα μπορούσαν να παρουσιαστούν σε μία θεωρητική πραγματεία περί γραφής.

 Εντέλει πρόκειται για ένα κείμενο τόσο πλούσιο, σαν τα μαγικά βιβλία των αλχημιστών, συνταρακτικό και καθοδηγητικό, που δε χάνει τη δύναμη των αποκαλύψεων, και αποτελεί θησαύρισμα και σπορά κειμένων, που έγιναν και γίνονται μετά από αυτό. Μόνο η ανάγνωσή του μπορεί να μας ανταμείψει.

info@bookbar.gr

 

 

* Η Ελισάβετ Αρσενίου είναι φιλόλογος, επίκουρη καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 

 

INFO

Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου

Μυθιστόρημα
Νάνος Βαλαωρίτης

Εκδόσεις Άγρα 2002

Σελ. 474, Τιμή € 21,30