Ο Ανακριτής

0
1278

Ανατομία της σχέσης θύτη και θύματος |

Ο παραλογισμός της εξουσίας με τον ψυχολογικό εξαναγκασμό 

anakritis-displayκαι η σωματική βία που ασκείται από τον εξουσιαστή στον εξουσιαζόμενο, αποτελούν τους βασικούς θεματικούς άξονες στο τρίτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο του Μάριου Μιχαηλίδη με τίτλο Ο Ανακριτής, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012, που έρχεται μετά τον Οστεοφύλακα (2007) και Τα κρόταλα του χρόνου (2010). Την ίδια στιγμή είναι και μια επιτυχημένη αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής, δοσμένη από την ιδιαίτερη ματιά του συγγραφέα.

 Της Πέρσας Κουμούτση

 Καμβάς της ιστορίας, το εφιαλτικό κελί, όπου το κεντρικό πρόσωπο του μύθου φυλακίζεται και βιώνει το βασανισμό του μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ενώ την ίδια στιγμή παντού αιωρούνται απειλητικά, σαν νήματα αράχνης, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τα απομεινάρια της χούντας των συνταγματαρχών. Επίσης, οι πρώτες δράσεις της τρομοκρατίας εμφανίζονται στο προσκήνιο του ταλαιπωρημένου κράτους, μαζί με την Αθήνα του αντιδικτατορικού αγώνα, του Πολυτεχνείου, των κελιών της ασφάλειας και στον αντίποδα όλων αυτών η Κύπρος. Όλα αυτά απαρτίζουν το χρονικό πλαίσιο ‘έξω’ αλλά και ‘μέσα’ στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία μας.

Η ανατομία της σχέσης θύματος και θύτη

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ιστορία αυτή εκτείνεται σε ένα διάστημα σαράντα οκτώ ωρών, δηλαδή σε ένα μόλις διήμερο. Όμως, στον αναγνώστη, όπως και στον ίδιο τον ήρωα ο χρόνος αυτός φαντάζει πολύ μακρύτερος. Και τούτο, διότι με τρόπο αφηγηματικά καταιγιστικό, ο συγγραφέας καταγράφει σε τρίτο πρόσωπο και με χαρακτηριστική ενάργεια τις εμπειρίες και τα βιώματα του «θηράματος». Εδώ, παρατηρεί κανείς ότι το ατομικό βίωμα, η προσωπική εμπειρία του ήρωα, δηλαδή, με τρόπο ανεπαίσθητο, ανάγεται στη σφαίρα του συλλογικού εγώ. Κι αυτό, επιτυγχάνεται έντεχνα χάρη στους χειρισμούς του συγγραφέα, που με τη συνέργεια μιας γλώσσας ποιητικής, εξυφαίνει μια εξαιρετική στη σύλληψη και στην εκτέλεσή της αφηγηματική τεχνική.

Στο χρονικό πλαίσιο των δύο ημερών, ένας ερωτευμένος νέος άντρας, περιμένοντας την αγαπημένη του σε ένα πάρκο, συλλαμβάνεται ως ύποπτος σε μια περίεργη απαγωγή και φυλακίζεται. Δεμένος πισθάγκωνα ρίχνεται σ’ ένα απάνθρωπο κελί. Εκεί, περιμένοντας τους βασανιστές του να αναλάβουν έργο, επιδίδεται σε ένα ψυχολογικό ταξίδι, όπου ανακαλεί μνήμες, προσπαθεί να συνδέσει γεγονότα, να καταλάβει, να ανασυγκροτηθεί, αλλά και να προετοιμάσει τον εαυτό του για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Με αυτήν την έννοια, θα έλεγα πως το βιβλίο του Μάριου Μιχαηλίδη είναι ένα σπουδαίο ψυχογράφημα του ανακρινόμενου, εκείνου που υπόκειται σε ψυχικό και σωματικό βασανισμό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα υποβλητική, εφιαλτική και παράλογη. Του θηράματος αλλά και του θηρευτή, του θύματος αλλά και του θύτη, σαν να είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι όλα αυτά δοσμένα με την σκωπτική ειρωνεία, την οξυδέρκεια και τον σαρκασμό του αφηγητή.

Συναισθήματα απόγνωσης σε καφκικό περιβάλλον

Munch-SeparationΚυρίαρχο γνώρισμα της νουβέλας είναι οι ανάδρομες αφηγήσεις, μέσα από τις οποίες το κεντρικό πρόσωπο, το “θήραμα” δηλαδή προσπαθεί να ανακαλύψει τους λόγους, για τους οποίους βρέθηκε σ’ αυτήν την οικτρή κατάσταση. Έτσι, παλαιότερες δράσεις του, συμμετοχές και βιώματα προσωπικά αρχίζουν σιγά σιγά να ξετυλίγονται μπροστά μας, ρίχνοντας φως στα ερωτηματικά του ιδίου, αλλά και του αναγνώστη της ιστορίας. Οι ανάδρομες αυτές μνήμες από το κοντινό και μακρινότερο χθες, λαμβάνουν χώρα με ένα καταπελτικό σχεδόν τρόπο, που δομείται με μαεστρία από τον συγγραφέα. Στο μυαλό του θηράματος, διαρκώς στροβιλίζονται σκέψεις, και ενώ, κάθε τόσο, οι βασανιστές εισχωρούν στο κελί και αναλαμβάνουν δράση, ο ίδιος βρίσκεται ακόμα σε συνειρμική παραζάλη, ταραχή..

Ο Μάριος Μιχαηλίδης αποτυπώνει με ενάργεια τις πολύ ιδιαίτερες και εξαιρετικά λεπτές αποχρώσεις όλου του φάσματος των συναισθημάτων: του φόβου, της απόγνωσης, του πόνου, του παραλογισμού, της αηδίας για την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τον απόλυτο εξευτελισμό της. Κι όλα αυτά σε ένα κλίμα νοσηρό, συχνά σουρεαλιστικό που πολλοί χαρακτήρισαν καφκικό -συμφωνώ απόλυτα- και σε μια ατμόσφαιρα που την προσδιορίζουν: η πραγματικότητα και η φαντασία. Το ρεαλιστικό και το φαντασιακό είναι στοιχεία που συμφύρονται συνεχώς στο έργο του Μ. Μιχαηλίδη δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν παραισθητική, που κινείται μοναδικά ανάμεσα στην αλήθεια και το όνειρο, προκαλώντας την ίδια στιγμή στον αναγνώστη συναισθήματα αποστροφής και φρίκης, αλλά συνάμα και οίκτου και ταύτισης. Νιώθει δηλαδή σαν να βρίσκεται ο ίδιος στο τραγικό αυτό κελί και να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς όλα τα δρώμενα, ή ακόμα σαν να υπόκειται ο ίδιος στον εξευτελισμό και τη βαρβαρότητα των βασανιστικών μεθόδων.

Παρόλα αυτά και παρά την ειρωνεία, στην οποία εσκεμμένα καταφεύγει ο συγγραφέας, η τραγικότητα σοβεί σε όλο το φάσμα της αφήγησης μαζί με την απόγνωση, την απελπισία και την αγανάκτηση. Και όλα αυτά ενδυναμώνονται από μια ρέουσα γλώσσα, άκρως παραστατική, καλοδουλεμένη και σε πολλά σημεία ποιητική. Άλλωστε, όπως έχει χαρακτηριστεί, ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι γλωσσοκεντρικός συγγραφέας / ποιητής που δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των λέξεων και εργάζεται με σοβαρότητα πάνω στη σωστή εκμετάλλευση του υλικού του, κυρίως του λόγου.

Φίλοι, σπιούνοι και προβοκάτορες

Αλλά αξίζει να κάνουμε αναφορά και στα περιφερειακά πρόσωπα που περιστοιχίζουν το κεντρικό ήρωα της νουβέλας, καθώς η ύπαρξη τους όχι μόνο εμπλουτίζει το αφηγηματικό υλικό, αλλά παρακινεί τον ήρωα να αποκαλύψει την αλήθεια του μυστηρίου της σύλληψής του, και να αναθεωρήσει τις σχέσεις του. Ο Αστέρης, ο Ηρακλής, η Ηρώ, ο Τρικαλινός, ο Ζήσης της Συντονιστικής, φίλοι, σπιούνοι και προβοκάτορες. Άνθρωποι που βρίσκονται εκεί που δεν τους περιμένεις, εχθροί που πλησιάζουν σαν φίλοι, φίλοι που απειλούν ως εχθροί. Ο Πτέραρχος, η σύζυγος Αντιόπη, η κόρη του πτεράρχου, η νεανική αγάπη του αφηγητή, που ο συγγραφέας ευφυώς δεν την ονοματίζει, προσδίδοντας έτσι στο πρόσωπο αυτό περισσότερο μυστήριο, αλλά και μια διάσταση περισσότερο οικουμενική για την πραγματική του ταυτότητα. Δευτερεύοντα πρόσωπα τα οποία όμως είναι εξίσου βασικά και καθοριστικά για την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς συντείνουν στην προσπάθεια του φυλακισμένου να εξιχνιάσει τα γεγονότα και να φωτίσει εκ των υστέρων στιγμές, που είχε αφήσει να περάσουν απαρατήρητες στα προηγούμενα χρόνια της χούντας, και ενώ φοιτούσε ακόμα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.

 Έπειτα, πρόσωπα όπως ο ανακριτής-σκιά, ο ανακριτής-νάνος, ή η σκιά, που συχνά συγχέεται ή ταυτίζεται με τον νάνο βασανιστή, είναι πρόσωπα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, γιατί παρότι δίδονται στον αναγνώστη με αληθοφάνεια, φαντάζουν σχεδόν φανταστικά. Σαν πλάσματα της δικής του επινόησης με ειδεχθή προσωπεία, ή σαν να είναι βγαλμένα από κάποιο προσωπικό του εφιάλτη. Ο ίδιος ο ‘ανακριτής’ υπάρχει περισσότερο ως φόβος ή ιδεοληψία παρά ως πραγματικότητα. Ωστόσο, οι λόγοι της σύλληψης που θα αναδυθούν, όχι μόνο θα μεταβάλουν την ονειρική καταγραφή της ανάκρισης και των βασανιστηρίων σε απτή πραγματικότητα, αλλά θα υπερβούν τα όρια της προσωπικής εμπειρίας.

Το στοιχείο, όμως, που δε μπορεί να αγνοήσει κανείς στη γραφή του Μιχαηλίδη σε αυτό το έργο είναι ο ρυθμός, ένας ρυθμός γρήγορος, ζωηρός σχεδόν εξουθενωτικός που εναρμονίζεται έντεχνα με την κατάσταση του συναγερμού, του επείγοντος που αναπτύσσεται στην ψυχή του ήρωα και που εντείνεται όσο τα γεγονότα αρχίζουν να αποκαλύπτονται όλο και περισσότερο. Είναι δηλαδή σαν να ακούμε τους κτύπους της καρδιάς του ήρωα να αντηχούν, τις γρήγορες ανάσες του, ενώ η αποφασιστική ώρα της αλήθειας και του βασανιστηρίου πλησιάζει κάθε φορά.

Το τέλος του μυθιστορήματος επιφυλάσσει μια έκπληξη, τόσο για το “θήραμα”, όσο και για τον ίδιο τον αναγνώστη. Ο άλλος.. ο άλλος.. που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στο τέλος, κρύβει το μυστήριο
τού θέματός του. Με αποτέλεσμα να παρατείνεται η αγωνία και ο έντονος
προβληματισμός του αναγνώστη ως και την τελευταία αράδα της αφήγησης.

info@boobar.gr

INFO

anakritis-coverΟ ανακριτής

Μάριος Μιχαηλίδης

Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012

Σελ. 101, Τιμή € 9,59