Ο αποστάτης καλικάντζαρος και το έκπτωτο ξωτικό

3
2038

Μια αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Από τη  Φράνση Παπουτσάκη

fransh-christmasΗ πόλη με τα πολλά και μεγάλα φώτα τον ζάλιζε. Έπρεπε να πηδάει από σκιά σε σκιά για να μην τον δουν, να σέρνεται μέσα σε τρύπες και χαντάκια κι ακόμη χειρότερα, αντί όσοι τον έβλεπαν να τον φοβούνται , τον περνούσαν για άσχημη γάτα πετώντας του πράγματα, σκορπίζοντας την τιμή της φυλής του στο δρόμο.

Τα αδέρφια του, όταν γκρίνιαζε από την κλεισούρα, του έλεγαν να κάνει υπομονή μέχρι να βγουν όλοι μαζί στην επιφάνεια της γης ώστε να αρχίσει η μεγάλη γιορτή μα εκείνος δεν μπορούσε ποτέ να περιμένει για τίποτα κι από την στιγμή που ανακάλυψε  το μυστικό λαγούμι που οδηγούσε έξω, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φύγει. Κι έφυγε.

Μια ημέρα πριν την παραμονή των Χριστουγέννων ενώ οι άλλοι ακόμη ετοιμάζονταν να κατακλύσουν και να καταστρέψουν το γήινο κόσμο, όπως κάθε χρόνο, αυτός είχε ήδη παρατήσει το κομμάτι του βράχου που ροκάνιζε κι έτρεχε ασύδοτος πέρα δώθε στους δρόμους, πραγματοποιώντας το όνειρο του. Το είχε φανταστεί αλλιώς ∙ να χαίρεται την ελευθερία του κάτω από τον ουρανό κάνοντας ότι του κατέβει αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Τουλάχιστον, πριν δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος. Προς το παρόν, δεν υπήρχε τρόπος να επιστρέψει κι έτσι συνέχιζε να τρέχει και να κρύβεται από σκιά σε σκιά μέχρι να τον βρει.

Τη φόρα που είχε πάρει προς το άγνωστο, την έκοψε η κορυφή του στολισμένου στο κέντρο της πόλης δέντρου που ξεμύτιζε πάνω από τις στέγες των σπιτιών και τις πανύψηλες ταράτσες τόσο ώστε να μπορεί να φαίνεται το τεράστιο αστέρι που ήταν καρφωμένο πάνω της. Υπνωτισμένος από το μαγικό φως στάθηκε να το χαζέψει χωρίς να υπολογίζει ούτε τους ανθρώπους ούτε τις σκιές. Ακολούθησε τη λάμψη του μέχρι που βρέθηκε κάτω από τα γιγάντια κλαριά και τις χιλιάδες μπάλες. Έψαξε να βρει μια κρυψώνα για να μείνει εκεί όλη τη νύχτα.  Σε αυτό τον κόσμο ούτε οι τρύπες δεν ήταν βολικές κι ακίνδυνες, οπότε έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει. Με ένα σάλτο βρέθηκε γαντζωμένος στο πρώτο κλαδί κι άρχισε να σκαρφαλώνει πάλι με φόρα και λαχτάρα για να φτάσει το αστέρι. Όσο το πλησίαζε του φαινόταν όλο και πιο λαμπερό μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

fransh-christmas02Καθώς ανέβαινε ένας παράξενος ήχος άγγιξε ενοχλητικά το αυτί του και τον έκανε να τιναχτεί από ανατριχίλα. Σταμάτησε για να δει από πού έρχεται. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Έμοιαζε με μελωδία όμως δεν ήταν, ήταν κάτι άλλο, κάτι πολύ διαφορετικό. Όχι, δηλαδή, ότι μπορούσε να ξεχωρίσει τη μια μουσική από την άλλη ή τι είναι μελωδία και τι δεν είναι. Στα έγκατα του πλανήτη όπου ζούσε, η μόνη ιδέα που είχε για την μουσική, ήταν το τραγούδι που τραγουδούσαν όλοι μαζί αλλά κι ο καθένας μόνος του την ίδια στιγμή, οπότε η κάθε νότα που έβγαινε ταλαιπωρημένη από τα λαρύγγια τους, μεταμορφωνόταν σε θόρυβο που αντί να καλύπτει, χειροτέρευε το ροκάνισμα που ακουγόταν μέρα νύχτα από άκρη σε άκρη. Όλοι οι άλλοι φαίνονταν να το απολαμβάνουν εκτός από τον ίδιο· σπάνια μπορούσε πλέον να κοιμηθεί.

Όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να βρει τι είναι κι από πού έρχεται, τύλιξε την ουρά του στο επόμενο κλαρί κι έβγαλε τα νύχια του για να γαντζωθεί στο παραπάνω. Η χαρά του κόπηκε απότομα μόλις η μελωδία ακούστηκε ξανά. Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Ανάμεσα στις παύσεις, μεγάλωνε η αγωνία του γιατί φοβόταν να μην χαθεί ξαφνικά όπως ήρθε, πριν ανακαλύψει την πηγή της, αυτή η ακαταλαβίστικη ενοχλητική μουσική που τον τραβούσε σαν μαγνήτης.

Ξέχασε για λίγο την κορυφή και το λαμπερό του αστέρι, ξεκινώντας να ψάξει τριγύρω. Έκανε ένα κύκλο γύρω από τον κορμό του δέντρου χωρίς αποτέλεσμα και πριν αποφασίσει απογοητευμένος να τα παρατήσει, το βλέμμα του τράβηξε κάτι που σάλευε στο βάθος προς την ρίζα των κλαδιών. Με νωχελικές κινήσεις πλησίασε αργά σπρώχνοντας τον καλικαντζαρένιο του εαυτό μέσα από μια μεγάλη παύση που κατέληξε να γίνει ένα πελώριο τραγούδι.

Δυο μυτερά αυτιά ξεχώριζαν πάνω σε ένα κεφάλι γεμάτο χρυσά μαλλιά απλωμένα σε μια μικρή πράσινη πλάτη. Το πλασματάκι κουνούσε τα κρεμασμένα του πόδια πέρα δώθε στο ρυθμό της μελωδίας που έβγαινε από μέσα του.

Το κεφάλι με τα μυτερά αυτιά, στράφηκε απότομα ολόκληρο εναντίον του και τον κοίταξε με δυο πελώρια στρογγυλά μάτια που έτρεχαν νερό. Ξαφνιάστηκε τόσο που αν δεν ήταν η ουρά του έτοιμη να τυλιχτεί για να τον σώσει θα είχε πέσει.

fransh-christmas03« Είσαι γκρίζος και κακάσχημος»

Ο καλικάντζαρος τα έχασε. Σαν πέτρες πετάχτηκαν οι λέξεις από το στόμα του χωρίς να τις ελέγχει.

« Κι εσύ είσαι πράσινη και κοντή» γρύλισε νιώθοντας άσχημα που μιλούσε έτσι σε ένα κορίτσι αλλά τι έφταιγε αυτός αφού αυτή το είχε ξεκινήσει πρώτη.

Σιντριβάνια ξεχείλισαν από τα μάτια της, κι εκείνος μην μπορώντας να συγκρατήσει το θυμό του την μάλωσε ακόμη χειρότερα: « Μπορείς να σταματήσεις να βγάζεις αυτό το αηδιαστικό υγρό από τα μάτια σου επιτέλους και να πάψεις να τραγουδάς;»

« Δεν τραγουδάω, κλαίω»

 « Τι είναι αυτό; Γιατί το κάνεις; Σταμάτησε το»

«Δεν γίνεται. Έπεσα από το ουράνιο τόξο  και κλαίω μέχρι να με ακούσουν για να με βρουν και να έρθουν να με πάρουν»

 Την κοίταξε με μεγάλη απορία. « Τι είναι το ουράνιο τόξο;»

« Πού ήσουν κλεισμένος; Σε καμιά σπηλιά;»

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει ούτε και πρόλαβε. Χωρίς να του δώσει περισσότερη σημασία γλίστρησε ανάποδα στον κορμό του δέντρου σαν δροσοσταλίδα που πέφτει προς τα πάνω. Έτρεξε πίσω της με τα μεγαλύτερα του άλματα. Γεμάτος θυμό την πρόφτασε – τον ίδιο θυμό που ένιωθε κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια του και συνειδητοποιούσε πως κι αυτή τη μέρα δεν θα έκανε τίποτα άλλο από το να ροκανίζει πέτρες- κι εκεί που ήταν έτοιμος να της πει όλες τις κακίες του Κάτω Κόσμου, τον σταμάτησε το απλωμένο της χέρι.

Κάτω από το αστέρι της κορυφής καθισμένοι μαζί στη φωλιά των τελευταίων κλαριών άφησαν το κρύο του χειμώνα να τους τυλίξει σιωπηλούς περιμένοντας να βγει ο ήλιος. Έβαλε τις χούφτες της στα μάτια δείχνοντας του πως να κάνει το ίδιο. Αχτίδα αχτίδα το φως έγινε μέρα χτυπώντας τους απαλά στην πλάτη για να τους πει ότι ήρθε. Ο αέρας φύσηξε ψυχρός φέρνοντας σταγόνες βροχής στο πρόσωπο τους.

« Να το ουράνιο τόξο» του είπε με νοσταλγία. Παραμέρισε τα χέρια του από τα μάτια, τα άνοιξε κι αυτό που είδε τον έβγαλε για πάντα από τη σπηλιά.

fransh-christmas04Ο ήλιος έστεφε την ανατολή ενός καταγάλανου ουρανού, το φεγγάρι σαν μια λευκή αχνή μπάλα ομίχλης τη δύση, ανάμεσα τους σύννεφα πυκνά και γκρίζα κι επάνω στα σύννεφα ζωγραφισμένες λωρίδες με όλα τα χρώματα του κόσμου, χρώματα που δεν είχε ξαναδεί.

«Αυτό είναι το σπίτι μου» είπε γλυκά η μικρή ξωτικίνα. Ήθελε να μπορούσε να της δείξει το δικό του. Σκέφτηκε να της πει που ήταν αλλά η ντροπή του έκοψε κι αυτή τη φορά τη φόρα. Όλη την υπόλοιπη μέρα εκείνη τραγουδούσε κι εκείνος πηγαίνοντας πάνω κάτω στο κλαρί του, κατάστρωνε σχέδια διαφυγής μέσα στο μυαλό του. Αν δεν την είχε συναντήσει, το καλύτερο σχέδιο σε περίπτωση που ήθελε να γυρίσει πίσω στη φυλή του, θα ήταν να κλέψει το αστέρι και να το κουβαλήσει μέχρι τα έγκατα. Σίγουρα θα τον έκαναν ήρωα ξεχνώντας πολύ γρήγορα πως είχε βγει μόνος του έξω χωρίς άδεια. Τώρα όμως δεν ήθελε να γυρίσει πίσω.

Μόλις έπεφτε η νύχτα και περνούσαν τα μεσάνυχτα, η πόλη θα κατακλυζόταν από ανθρώπους με κόκκινα σκουφάκια του Άϊ Βασίλη και καλικάντζαρους μανιασμένους για καταστροφή, με μύτες που θα τον ξετρύπωναν όπου κι αν χωνόταν και δεν θα δίσταζαν να σκαρφαλώσουν μέχρι εκεί πάνω για να τον αιχμαλωτίσουν κι αυτόν κι αυτήν. Οι άνθρωποι  θα τους κυνηγούσαν αν δεν τους κλωτσούσαν και δεν τους πατούσαν και οι καλικάντζαροι θα τους αιχμαλώτιζαν. Θα την καταδίκαζαν στα κάτεργα. Δεν υπήρχε διέξοδος. 

 Με την πρώτη σκιά, η μικρή έπαψε το κλάμα σκύβοντας το κεφάλι θλιμμένα.

 «Δεν θα έρθουν. Κανείς δεν με ακούει»

Δεν τόλμησε να της πει ούτε ψέματα ούτε αλήθεια για να μην την πληγώσει. Φοβήθηκε πως ήταν και οι δύο τους χαμένοι.

« Πάρε με μαζί σου. Μην με αφήσεις μόνη μου εδώ. Σε παρακαλώ»

« Δεν θα σε αφήσω μόνη σου» ήταν το μόνο που μπορούσε να της πει και το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.

Μόνο εκείνος τους άκουσε να έρχονται. Άκουσε το τρεχαλητό τους και το λυσσασμένο τους λαχάνιασμα. Η λεηλασία ξεκινούσε. Τεντώθηκε για να δει. Οι στρατιές τους κυκλοφορούσαν αραιωμένες ξηλώνοντας ότι έβρισκαν στο πέρασμα τους.

fransh-christmas05Ένα τράνταγμα τους πέταξε και τους δύο έξω από την απελπισία τους. Η μικρή γούρλωσε τα μάτια της. Κοίταξαν κάτω και τους είδαν να σκαρφαλώνουν. Δεν ήταν ακόμη πολλοί αλλά θα ήταν σύντομα.  Τον κράτησε σφιχτά από το χέρι ζητώντας του να την σώσει. Δεν είχαν που να πάνε. Θα τους έπιαναν οπωσδήποτε. Η μόνη λύση ήταν να βουτήξουν στο κενό και να μάθουν αν όντως τα ξωτικά και οι καλικάντζαροι έχουν μαγικές δυνάμεις.

« Μην αφήσεις καθόλου το χέρι μου!» την ικέτευσε κι ευχήθηκε να βγάλει ένας από τους δυο τους φτερά.

« Έρχονται» φώναξε εκείνη κοιτώντας μακριά.

« Το ξέρω. Είσαι έτοιμη;» την ρώτησε καταλαβαίνοντας πως για να τους βλέπει καθαρά, τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.

«Κοίτα!» του είπε με χαρά δείχνοντας του ακόμη και με τις μύτες των αυτιών της τον ανεμοστρόβιλο που κατέβαινε από τον ουρανό. 

Το όχημα τους προσγειώθηκε απαλά μπροστά τους με ανοιχτό το στόμιο του για να τους υποδεχτεί. Η ξωτικίνα χειροκρότησε πηδώντας πάνω κάτω και χωρίς να τον ρωτήσει τον άρπαξε από την ουρά και προσπάθησε να τον σύρει μέσα μαζί της αλλά εκείνος πρόλαβε να αρπάξει το αστέρι της κορυφής και να γαντζωθεί γερά ώσπου το ξύλο έσπασε κι αγκαλιασμένος με το μετέωρο άστρο βρέθηκε να στροβιλίζεται με ένα θηλυκό ξωτικό να κρέμεται από την ουρά του.

« Θα περάσουμε φανταστικά!» του φώναξε η μικρή από πίσω του βλέποντας τον ως το καινούριο της παιχνίδι ενώ εκείνος σκεπτόταν πως πάνω στο ουράνιο τόξο δεν θα έβρισκε τίποτα να ροκανίσει και πως όσο κι αν τραγουδούσε κλαίγοντας ή  αν έκλαιγε τραγουδώντας κανείς δεν θα πήγαινε ποτέ να τον πάρει.

info@bookbar.gr

 

BIO

fransh-christmas06Η Φράνση Παπουτσάκη γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών στο τμήμα Κοινωνιολογίας, όπου έκανε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα “Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις της αυτοκτονίας στον ελληνικό κινηματογράφο”. Έχει παρακολουθήσει σεμινάριο εγκληματολογίας με θέμα “Οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα από την προοπτική του παραλόγου κατά τον Α. Camus” και σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής με τον συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη. Διηγήματα της έχουν κυκλοφορήσει στο λογοτεχνικό περιοδικό “Κλεψύδρα”. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

Σχετικά Θέματα

ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

3 COMMENTS

  1. Πολύ ωραίο και αυτό το έργο της Φράνσης Παπουτσάκη. Η συγγραφέας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα όπου οι ήρωες ριγούν αλλά ριγεί (όχι οπωσδήποτε από τρόμο) και ο αναγνώστης. Ένα ρίγος απαλό και μάλλον γλυκό. Στο διήγημα “Μια αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη ιστορία” εκεί που θαρρείς πως όλα θα χαθούν εκεί και διασώζονται, και μάλιστα, μέσα σε αστραπές φωτός. Και πόσο τρυφερό το σμίξιμο των δυο μικρών ξένων πλασμάτων. Συγχαίρω την συγγραφέα και το Bookbar που το φιλοξένησε διότι τα όμορφα πράγματα πρέπει να τα αναδεικνύουμε και να τα υποστηρίζουμε.
    Εύχομαι σε όλους καλή χρονιά, ελπίδες, αγάπες, φιλίες
    Ελένη Σαραντίτη

    • Αγαπητή μας κυρία Σαραντίτη, ευχαριστούμε θερμά για τα όμορφα και ενθαρρυντικά σας λόγια! Πόσο εύστοχα εντοπίζετε την τρυφερή προσέγγιση αυτών των “δύο μικρών ξένων πλασμάτων” στο τέλος του διηγήματος! Να είστε πάντα καλά με την αγάπη μας και την ψυχική γενναιοδωρία που σας χαρακτηρίζει! Καλή Χρονιά!!!

    • Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που διαβάσατε κι αυτό το διηγημά μου.Με τιμάτε και με ενθαρρύνετε αληθινά,κυρία Σαραντίτη!Δεν έχω λόγια να σας εκφράσω τι με κάνατε να νιώσω με όσα γράψατε.Όπως είπε και η Ελπίδα,είναι πολύ εύστοχη η προσέγγιση σας και με ιδιαίτερη ευαισθησία σε όλα τα σημεία.Καλη χρονιά κι από μένα με υγεία,χαρά και ευδαιμονία!!!Να είστε καλά!!!