Ο χρόνος με τη Ρόζι, Ευάγγελος Μαυρουδής

1
1702

Όταν από τιμητής γίνεσαι συνένοχος|

 Ένα μυθιστόρημα που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και

Boucher_displayάλλες τόσες διαφορετικές αναλύσεις. Με τα πρώτα του βιβλία ο Ευάγγελος Μαυρουδής έχει αποδείξει ότι εκτός από  άξιος συγγραφέας είναι και ένας ακούραστος και σοβαρός μελετητής της ιστορίας του τόπου μας, ικανός να συνδυάζει με εξαιρετικό τρόπο μυθοπλασία και πραγματικά γεγονότα. Με το νέο του αυτό βιβλίο δείχνει αποφασισμένος να κάνει ένα εντυπωσιακό άνοιγμα, τόσο στη θεματολογία, όσο και στον τρόπο  γραφής του.

 Της Ζέτας Κουντούρη

 Η ιστορία αυτή τη φορά είναι γραμμένη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ήρωας της ένας προικισμένος ταλαντούχος γιατρός, με χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να παραπέμψουν στον ίδιο τον συγγραφέα, κίνδυνος που ελλοχεύει αρκετές φορές στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Ωστόσο είναι πολύ περισσότερα αυτά που τον διαφοροποιούν. Τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, του χωρίς ιδιαίτερες αναστολές «επιτυχημένου»  αστού, που ενώ έχει ξεκινήσει να μάχεται το σύστημα μέσα από τις νεανικές κομματικές του τοποθετήσεις, θα καταλήξει όχι μόνον να ενταχθεί, αλλά και να εκμαυλισθεί απ’ αυτό,  δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνική καταξίωση, στο χρήμα και στις ερωτικές  επιδόσεις του.

 Το μυθιστόρημα ξεκινάει από το σημείο περίπου στο οποίο τελειώνει, μια βραδιά κοντά στην Πρωτοχρονιά του 2012, με τη θηλιά, στημένη από τον ίδιο, να περιμένει τον πανεπιστημιακό γιατρό Ιορδάνη Ιορδανίδη στο μπαλκόνι της μεζονέτας του. Όσα θα μεσολαβήσουν δεν είναι παρά η διαρκής αναδρομή που θα κάνει ο ήρωας μέσα από διάσπαρτα χρονικά flash back στη ζωή του, πάντα μέσα στα πλαίσια της συναισθηματικής του ωριμότητας, για την οποία ο συγγραφέας αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του.

 Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, που ξεχωρίζουν και μιλάνε μέσ’ από τα ζωηρά σχέδια του Ανδρέα Πετρουλάκη. Κάθε ένα από αυτά φέρει και ένα  τίτλο, «Η ΛΕΞΗ-Η ΜΠΑΓΚΕΤΑ-ΤΟ ΝΥΣΤΕΡΙ- και Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ», και αντιστοιχούν στις τέσσερις εποχές του χρόνου, αλλά και της ζωής του ήρωα.

 Το πρώτο μέρος ξεκινάει την Άνοιξη του 1964. Ο Ιορδάνης είναι  ήδη ένα φιλόδοξο, έξυπνο και χαριτωμένο μέσα στην αφοπλιστική αφέλεια αγοράκι της τρίτης Δημοτικού, που μένει σ’ ένα συνοικισμό του Ποδονίφτη και του αρέσει να μεγαλοπιάνεται. Όταν γίνεται καταγραφή στο σχολείο για να δούνε ποια παιδιά μένουν σε μικρα σπίτια και δικαιούνται κατασκήνωση  εκείνος  θα μετρήσει ακόμη και την τουαλέτα.  Εντυπωσιασμένος από το μεγαλόπρεπο όνομα Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, μετά τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου, σκέπτεται πως ίσως θα πρέπει κι αυτός να χρησιμοποιεί σε μόνιμη βάση το πατρώνυμό του. Και θα ερωτευτεί με πάθος την  κόρη της δασκάλας του και συμμαθήτριά του, την όμορφη νεοφερμένη  Ρόζι, η οποία δεν θα πληροφορηθεί ποτέ την ύπαρξη, το μέγεθος ή την διάρκεια των αισθημάτων του. Το όνομά της δεν αποκαλύπτεται στον αναγνώστη παρά  μόνο στο τέλος του πρώτου μέρους, και είναι η ΛΕΞΗ που θα στοιχειώσει τον ήρωα σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του.

 rose-mauroudisΘεωρώ ότι στο πρώτο αυτό μέρος περιέχονται ορισμένα  από τα ωραιότερα κομμάτια του μυθιστορήματος, βγαλμένα μέσ’ απ’ την αθωότητα και τη δροσερή ματιά του νεαρού ήρωα. Ακόμη στο κεφάλαιο αυτό, έχοντας τα πρώτα δείγματα του χαρακτήρα του, εξηγούνται αρκετά από τα δεινά που θα τον βρουν αργότερα στη ζωή του.

 «Αν μου είχαν κόψει τότε το βήχα, ίσως τώρα να μην περίμενα το ξημέρωμα έχοντας γερά δεμένο το σκοινί στα κάγκελα της σοφίτας», εξομολογείται ο ίδιος στις πρώτες κιόλας σελίδες της αφήγησής του.

 «Θέλω να βγάλω λόγο κυρία», θ’ αναφωνήσει ενθουσιασμένος, έπειτα απ’ όσα άκουσε μέσα στην τάξη για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Και το έκανε. Για να εντυπωσιάσει την όμορφη συμμαθήτρια. Γιατί τον σκανδάλιζε ο φθόνος στα μάτια των άλλων. Εντελώς απροετοίμαστος. Και θριάμβευσε!

 Και αυτός ο εύκολος πρώτος θρίαμβος είναι πιθανότατα η αιτία που θα τον κάνει παραμείνει επιφανειακός και να συνεχίσει να αντιμετωπίζει με προχειρότητα πολλά από τα σημαντικότερα συμβάντα της μετέπειτα ζωής του. Τις περισσότερες φορές η ευφυΐα και η έμφυτη διπλωματία του θα τον βοηθάνε να καλύπτεται. Κάποιες άλλες οι συνέπειες θα είναι μοιραίες.

 Η αίσθηση, πάντως, του γελοίου και ο φόβος της γελοιοποίησης τον κατατρέχουν διαρκώς.  Από τότε που ανακάλυψε ότι η Ρόζι του, αντί να τον θαυμάζει και να τρέφει αισθήματα αντίστοιχα με τα δικά του, τον θεωρούσε κοντούλη και τον έβλεπε όπως περίπου κοίταζε αυτός κάποιες κακομούτσουνες συμμαθήτριες,  ή από τότε που ο δάσκαλος της πέμπτης του πήρε τη σημαία, που κράταγε όλο καμάρι, και την έδωσε στον παραστάτη, που ήταν πιο ψηλός, για να μη μοιάζουν με μπαταρισμένη βάρκα.

 Έκτοτε η χαμηλή του αυτοεκτίμηση  θα καθορίζει εν πολλοίς τις σχέσεις του με το άλλο φύλο.

 Ωστόσο, η ερωτική του απογοήτευση θα αποδειχθεί δημιουργική, όπως συμβαίνει συχνά με τις ερωτικές απογοητεύσεις, και θα τον κάνει να πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα και στη μουσική. Ο πατέρας του ονειρεύεται να τον κάνει Παγκανίνι  ενώ η μητέρα του τον θέλει γιατρό, για να κερδίζει τα προς το ζην.

 Η μουσική, όμως, τον έχει κερδίσει. Η δασκάλα του τον έχει στείλει κάποιο πρωινό μαζί με τη κόρη της τη Ρόζι, σ’ ένα σχολικό πρόγραμμα επιμόρφωσης, για ν’ ακούσουν  με άλλους μαθητές «μουσική δωματίου», ορολογία που φαίνεται να ξαφνιάζει και να προβληματίζει τον μικρό ήρωα. «Ένιωθα σα να βρισκόμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου και κινούμουν μαζί της ρυθμικά στη θάλασσα. ‘Έβλεπα τον πατέρα μου στο δρόμο, να γυρίζει στο σπίτι φορτωμένος με ένα μακρόστενο τόπι ύφασμα για τη μικρή, οικογενειακή βιοτεχνία. Αισθανόμουν τη γλυκόξινη γεύση της μετάληψης καθώς η γιαγιά μου με σήκωνε ψηλά στα χέρια για να φτάνω το κουτάλι, και τη θλίψη κατά τη διάρκεια των μάταιων αναζητήσεων στον μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας της για το χρυσό δοντάκι που θα δημιουργούσε η Θεία Κοινωνία μέσα στο στόμα μου. Οι μουσικοί ήχοι θύμιζαν νερό που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου και ήταν αδύνατον να το συγκρατήσω».

 Τα επόμενα τρία μέρη του βιβλίου  επικεντρώνονται στην ενήλικη  ζωή του ήρωα, προκαλώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όχι τόσο με τα  γεγονότα που θα του συμβούν όσο  με τον τρόπο  που εκείνος θα τα αντιμετωπίζει, προκαλώντας συχνά αντιφατικά συναισθήματα.

Σίγουρα ο γιατρός Ιορδάνης δίνεται αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα σαν ένα πρόσωπο αυτοκαταστροφικό, ευφυές, που, αν και ξεκινάει με καλές προθέσεις, ξαφνιάζει στην πορεία με την συναισθηματική του ανεπάρκεια.

Θα τον συναντήσουμε αρχικά φοιτητή της ιατρικής, ενταγμένο στην νεολαία της ΚΝΕ, μέλος της διοίκησης του Πολιτιστικού Τμήματος. Αδιάφορος για τις σπουδές του, θα ασχολείται με πάθος με τη μουσική και τις καλλιτεχνικές παραστάσεις, τις οποίες θ’ ανεβάζει με την ίδια προχειρότητα που συνήθιζε και στο παρελθόν. Θα ενταχθεί στον αγώνα κατά της χούντας μέσα από τα φοιτητικά κινήματα, δίνοντάς μας εικόνες και στιγμές από τις ημέρες εκείνες. Παράλληλα και καθώς η καβαφική Πόλη δεν θα πάψει να τον ακολουθεί,  θα ερωτευτεί ξανά μιαν άλλη Ρόζι, που κι αυτή θα τον απαρνηθεί, αναζητώντας απελπισμένα μεσ’ απ’ τον έρωτα  το αληθινό του πρόσωπο, τη δικαίωση και την εσωτερική του ισορροπία. Δίπλα του η Άννα, η κοπέλα του, η μόνη σταθερή του αξία, που τον αγαπά εδώ και χρόνια. Δεν θ’ αργήσει να την παντρευτεί εγκαταλείποντας με απογοήτευση τα καλλιτεχνικά όνειρά του. Θ’ αργήσει, όμως, πολύ να καταλάβει την πραγματική της αξία.

 Θα γίνει τελικά γιατρός, όπως τον ήθελε η μητέρα του, αποκτώντας χρήματα, ισχύ και πανεπιστημιακή καριέρα. Η ηθική του όμως κατάρρευση, επιτεινόμενη πιθανόν κι από ένα αίσθημα πικρίας για όσα αναγκάστηκε ν’ αφήσει πίσω του, δεν θ’ αργήσει να ξεκινήσει.

Θα τον δούμε σιγά σιγά να εντάσσεται στο σύστημα, το οποίο στα νιάτα του πολεμούσε, αποδεχόμενος πολλών ειδών συμβιβασμούς. Μέσα από τον τρόπο που σκέπτεται και ενεργεί αφήνει τον αναγνώστη να διακρίνει πώς κινούνται τα νήματα του   σαθρού ιατροφαρμακευτικού συστήματος και όχι μόνον.

Ανικανοποίητος μέσα του,  αδιάφορος πατέρας και σύζυγος, θα εμπλακεί σε ερωτικές και σεξουαλικές περιπέτειες με γυναίκες πολύ νεότερές του, αλλοδαπές, κυρίως μετά την αρρώστια της Άννας, ξοδεύοντας για χάρη τους άπειρα χρήματα και προετοιμάζοντας με τα ίδια του τα χέρια την καταστροφή του. Ταυτόχρονα καταστρέφει και τις σχέσεις με το γιο και την κόρη του, που, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν είχε  φροντίσει να είναι ιδιαίτερα καλές.

 bleeding-rose-1Στο τελευταίο πια μέρος, εγκαταλελειμμένος απ’ όλους και καταρρακωμένος, ψυχικά και οικονομικά,  κοιτάζοντας χωρίς να αναγνωρίζει τον εαυτό του στον ΚΑΘΡΕΦΤΗ, θα πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του, αφού ζητήσει να περάσει την τελευταία του βραδιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, με μια νεαρή πόρνη. Μοναδική προϋπόθεση να ονομάζεται Ρόζι. Να βιώσει επιτέλους το όνειρό του.

 Ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ πλησιάζει το τέλος, ο αναγνώστης δεν βλέπει μια ιδιαίτερη αυτοκριτική απ’ τη μεριά του ήρωα. Μια ειλικρινή μετάνοια.  Νιώθει κυρίως οργή και απελπισία για την εγκατάλειψή του. Φταίνε οι γυναίκες, που δεν ανταπέδωσαν τη γενναιοδωρία του, τα παιδιά του γιατί δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες και τη στοργή του, και γενικότερα το  περιβάλλον του που ενώ ευεργετήθηκε οικονομικά απ’ αυτόν τον απαρνήθηκε, λησμονώντας πως είναι το περιβάλλον που ο ίδιος επέλεξε μέσα από εσφαλμένα και ιδιοτελή κριτήρια.

 Και νιώθει κανείς  θλίψη, όχι γιατί ο ήρωας θέλει κι αποφασίζει να πεθάνει, αλλά γιατί, αν το κάνει, θα έχει ζήσει σε μια υπεραπλουστευμένη, μονοδιάστατη επιφάνεια, αγνοώντας βασικές αλήθειες για τον εαυτό του και για τους άλλους. Όπως συμβαίνει άλλωστε και με πολλούς  στις μέρες μας.

 Και έρχονται οι υπέροχες, πραγματικά, σελίδες του τέλους, μ’ ένα ισχυρό ταρακούνημα που θα προσφέρει την εξιλέωση και θα ρίξει ευεργετικό φως σ’ όλη την προηγούμενη ζωή του. Ένα πλάσμα πιο δυστυχισμένο απ’ αυτόν θα τον κάνει να ανακαλύψει μέσα του την ανθρωπιά και την αγάπη, που χρόνια ολόκληρα ζήταγε απελπισμένα από τους άλλους και δεν την έβρισκε, επειδή ο ίδιος δεν ήταν σε θέση ούτε να την αναγνωρίσει ούτε να τη δώσει.

 Ο Ευάγγελος Μαυρουδής ξυπνάει μέσα μας τη νοσταλγία για μια Αθήνα που χάνεται, καθώς με το ΣΙΝΕ ΕΛΠΙΣ των νεανικών του χρόνων που κατέληξε σε SUPER MARKET θα φέρει στο νού μας το θέατρο AMORE και άλλους αγαπημένους κινηματογράφους και θέατρα που είχαν την ίδια τύχη. 

 Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός ξεπηδούν κάθε τόσο απρόοπτα και λυτρωτικά  χαρίζοντας ένα ευχάριστο ξάφνιασμα στον αναγνώστη.

 Το βιβλίο του Μαυρουδή θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια ερωτική ιστορία πάθους και αναζήτησης. Σαν ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, που ο ήρωας του, ανικανοποίητος και ματαιωμένος  μέσ’ απ’ τις νεανικές εμμονές του, καταντά έρμαιο των σεξουαλικών του επιθυμιών του στην αγκαλιά νεαρών κοριτσιών, παραπέμποντας σε  αντίστοιχους ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Συγχέει τον έρωτα με την ερωτική πράξη, τη λειτουργία της οποίας, σαν γιατρός ουρολόγος, γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, και τρέμει συνεχώς από το φόβο μη καταλήξει ανήμπορος σαν τους ασθενείς του.

 Θα μπορούσε επίσης να διαβαστεί και σαν ένα ψηφιδωτό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου μας από την μεταπολίτευση και μετά, από την εποχή των αγώνων του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα, μέσα από τα εξωτερικά συμβάντα αλλά και το εσωτερικό οδοιπορικό του ήρωα. Σαν μια μαρτυρία για το πώς λειτουργούν πολλά από τα κακώς κείμενα στον τόπο μας, για τα οποία χρειάζονται ισχυρές αντιστάσεις, για να μη καταλήξεις από τιμητής συμμέτοχος.

info@bookbar.gr

 

 INFO

 

Ο χρόνος με τη Ρόζι

Ευάγγελος Μαυρουδής

Εκδόσεις Κέδρος 2013

Σελ. 471, Τιμή € 18,50