Νάνος Βαλαωρίτης: Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας

4
1378

 «Ο κάθε Έλληνας καταρχήν μισεί το κράτος και τα Κρατικά Βραβεία είναι μία προέκταση του κράτους»

 Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη

 * Πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης στο περιοδικό «Μανδραγόρας» (τεύχος 42)

 Είναι ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή ποιητές, από τους ελάχιστους Έλληνες λογοτέχνες με διεθνή αναγνώριση, βαθύς γνώστης της παγκόσμιας λογοτεχνίας και πάνω από όλα πνεύμα ανήσυχο, ασυμβίβαστο και πολυσχιδές. Αν ο χαρακτηρισμός «αιώνιος έφηβος», που σήμερα με τόση ευκολία αποδίδεται δεξιά και αριστερά, έβρισκε κάποτε το στόχο του, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Νάνο Βαλαωρίτη…. Συνδεδεμένος με τις μεγαλύτερες ποιητικές πρωτοπορίες της εποχής, από τους beat και τους υπερρεαλιστές, μέχρι τους γλωσσοκεντρικούς, ο Νάνος Βαλαωρίτης, που στα 88 του χρόνια, τιμήθηκε φέτος με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, είναι μία από τις πιο πολύπλευρες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων και έχει ασχοληθεί με όλες τις μορφές του γραπτού λόγου. Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής ο Νάνος Βαλαωρίτης μίλησε στον Μανδραγόρα εφόλης της ύλης. Για τα Κρατικά Βραβεία, για το δημοσιογραφικό κατεστημένο, για τη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα, για τους νεότερους ποιητές, για το ελληνικό μυθιστόρημα, αλλά και για τα διεθνή bestseller. Άμεσος, απρόβλεπτος και μερικές φορές «αιρετικός» συναρπάζει τον συνομιλητή του με έναν λόγο που ξαφνιάζει, ενοχλεί και τελικά γοητεύει.

 Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν πληροφορηθήκατε ότι σας απένειμαν το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας;

 Αισθάνθηκα ευχαρίστηση παρόλο που αυτά τα βραβεία, δεν παίζουν μεγάλο ρόλο για τους εκδότες εδώ στην Ελλάδα, αφού όταν κάποιος θεωρείται «δύσκολος» ποιητής και πεζογράφος, δεν αλλάζει η εμπορική διάσταση της εργασίας του. Όμως είναι μία αναγνώριση, απέναντι σε ένα κατεστημένο, δημοσιογραφικό και άλλο, που με αγνοεί συστηματικά. Το βραβείο πιθανόν δεν ευχαρίστησε πολλούς, δεδομένου ότι είναι γνωστές οι απόψεις μου. Αυτό λοιπόν είναι μία ικανοποίηση.

 Ποιο είναι αυτό το δημοσιογραφικό κατεστημένο που σας αγνοεί; Θα μπορούσατε να το σκιαγραφήσετε;

 Δεν μπορεί να το καθορίσει κανείς πολύ συγκεκριμένα, διότι είναι ένα αόριστο πράγμα που σε περικυκλώνει με «φως και με θάνατο» και είναι ακριβώς αυτή η μυστηριώδης σχέση που έχει κανείς με τους ανθρώπους στην Ελλάδα, όπου κάτι συμβαίνει και σε μισούν ή σε αγαπάνε, εξίσου έντονα και οι δύο πλευρές. Σκέφτομαι πως ίσως έχω προσβάλει την ύπαρξη τους χωρίς να το θέλω, είτε αυτοί μου έχουν επιτεθεί από πριν και έχω αμυνθεί. Αυτά τα περιμένει κανείς σε μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, όπου είναι ο ένας πάνω στον άλλον και όπου φιλίες και έχθρες σχηματίζονται πολύ εύκολα, όπως εύκολα αλλάζουν.

«Ζούμε σε μια χώρα

 

που είναι σαν την Αλίκη των Θαυμάτων.

 

Όλα είναι ανάποδα

 Τα Λογοτεχνικά Βραβεία στην Ελλάδα επηρεάζουν το αναγνωστικό κοινό;

 Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί ζούμε σε μία χώρα που είναι σαν την Αλίκη των Θαυμάτων. Όλα είναι ανάποδα! Τα βραβεία δεν επηρεάζουν καθόλου τις πωλήσεις των βιβλίων. Καμιά φορά όμως αυτό μπορεί να συμβεί… κατά λάθος ή για διαφορετικούς λόγους.

 Δηλαδή;

 Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Σεφέρης, ο οποίος πήρε το Νόμπελ, αλλά επειδή είναι δύσκολος ποιητής, δεν  ήταν ευπώλητος. Μέχρις ότου υπέγραψε εκείνο το περίφημο άρθρο εναντίον της χούντας, οπότε πολιτικοποιήθηκε και άρχισε να πουλάει αθρόως. Δηλαδή άρχισαν να τον διαβάζουν για πολιτικούς λόγους. Με τον Ελύτη πάλι, έγινε το αντίθετο. Ο Ελύτης ήταν δημοφιλής από το πρώτο βιβλίο, τους «Προσανατολισμούς», που στη δεύτερη έκδοση πούλησαν 15.000 αντίτυπα, ένα φαινόμενο για την εποχή εκείνη. Ο Ελύτης, επίσης δεν επηρεάστηκε από το Νόμπελ, γιατί πουλούσε ήδη.

 Στο εξωτερικό όμως η κατάσταση είναι διαφορετική

 Στη Γαλλία, όταν πάρεις ένα Γκονκούρ, οι πωλήσεις θα εκτιναχθούν από τις 3000 που είναι η αρχική έκδοση, στο 1 εκατομμύριο! Το οποίο Γκονκούρ μάλιστα δεν είναι χρηματικό, είναι για τη δόξα! Το ίδιο συμβαίνει και με το Βooker στην Αγγλία. Εκεί τα βραβεία έχουν σημασία. Εδώ δεν παίζουν κανένα ρόλο.

 Τα Κρατικά Βραβεία στην Ελλάδα αμφισβητούνται συχνά και θα λέγαμε ότι διατηρούν μία σχέση αγάπηςμίσους με το κοινό. Ποια είναι η δική σας γνώμη;

 Ο Έλληνας μισεί περισσότερο αυτό που αγαπάει!. Η ψυχολογία του νεοέλληνα είναι πολύ μπερδεμένη. Είναι μπερδεμένη ανάμεσα σε διάφορα συμπλέγματα ανωτερότητας- κατωτερότητας, αλλά  και σε μία γενική ανασφάλεια που δεν αφήνει ήσυχο κανένα. Όλοι μας είμαστε ανασφαλείς στην Ελλάδα. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι, αν αυτό που είμαστε, είναι κάτι ιδιαίτερο ή σημαντικό, αν έχουμε πετύχει κάτι σπουδαίο. Επειδή είμαστε μία ιδιαίτερη χώρα και επειδή ο κάθε Έλληνας κατ’ αρχήν μισεί το κράτος και τα Κρατικά Βραβεία είναι μία προέκταση του κράτους, αυτό επηρεάζει. Γι αυτό και η γκρίνια η συνεχής, ότι δόθηκαν Κρατικά Βραβεία σε κάποια μέτρια έργα.

«Ο Έλληνας νομίζει

 

ότι είναι εν δυνάμει ένας Όμηρος

 

ή ένας Σοφοκλής ή ένας Αισχύλος

 

ή ένας Πίνδαρος, ή μία Σαπφώ.

 

Δεν είναι όμως…»

 Έχουν ποιητική φλέβα οι σύγχρονοι Έλληνες;

 Έχουν ποιητικό πάθος και μανία. Επειδή υπάρχει αυτή η παράδοση, την οποία δυστυχώς δεν ξέρουμε και καλά, όλοι οι Έλληνες νομίζουν ότι είναι ιδιαίτερα προικισμένοι. Για να το πω πιο χλευαστικά, ο Έλληνας νομίζει ότι είναι εν δυνάμει ένας Όμηρος ή ένας Σοφοκλής ή ένας Αισχύλος ή ένας Πίνδαρος, ή μία Σαπφώ.  Δεν είναι όμως… Ότι έχουμε μία γλώσσα πολύ ενδιαφέρουσα, αυτό ναι. Αυτή τη γλώσσα μπορούμε να την επεξεργασθούμε. Πρέπει όμως όλοι που ξεκινούν να περάσουν από αυτή την καλλιέργεια.

 Εσείς που έχετε ασχοληθεί και με τα δύο είδη του λόγου, αισθάνεστε περισσότερο ποιητής ή πεζογράφος;

 Εγώ θεωρούσα πάντοτε τον εαυτό μου ποιητή. Αλλά μπορώ να γράψω και ένα αφήγημα. Πιστεύω ότι μπορεί κανείς να κάνει κάτι ανάμεσα στην ποίηση και στην πρόζα, χωρίς να προδώσει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

 

Ποια είναι η γνώμη σας για τον μοντερνισμό που ακολουθούν οι περισσότεροι σημερινοί ποιητές;

 Είναι ο σεφερικός λόγος χωρίς τον Σεφέρη, όπως συνηθίζω να λέω. Είναι γραμμένα στον λεγόμενο ελεύθερο στίχο, που διόλου ελεύθερος δεν είναι και δυστυχώς δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον. Αυτό μας περικυκλώνει με μία ενέργεια αρνητική που δυσφημίζει την ποίηση και δεν ωφελεί και αυτούς που βγάζουν αυτά τα βιβλία. Διότι δυστυχώς πηγαίνουν στην ανακύκλωση! Το λέω με πόνο ψυχής, διότι πολλοί από αυτούς μπορεί να είναι ειλικρινείς και να νομίζουν ότι τα συναισθήματά τους δημιουργούν ποίηση. Δεν δημιουργούν ποίηση τα συναισθήματα. Η ποίηση είναι ένα γλωσσικό δώρο, το οποίο φτιάχνεται στη φωτιά της συνείδησης και της βιωματικής εμπειρίας. Δεν σου έρχεται ουρανοκατέβατο. Δυστυχώς όμως, επειδή δεν έχουμε οργανωμένη κριτική, όλοι νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν ποιητές.

«Τα άρθρα που γράφονται στην Ελλάδα

 

δεν έχουν καμία σχέση με την κριτική

 

όπως ασκείται σε άλλες χώρες.

 

Είναι κείμενα γραμμένα στο πόδι

 

για να κάνουν εντύπωση

 Πώς βλέπετε τη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα;

Τα άρθρα που γράφονται δεν έχουν καμία σχέση με την κριτική όπως ασκείται σε άλλες χώρες. Διαβάζω τα άρθρα στον Monde ή στα αγγλικά περιοδικά. Είναι άλλου επιπέδου οι κριτικές εκείνες. Οι ξένοι κριτικοί είναι άνθρωποι καλλιεργημένοι, άνθρωποι με οξύνοια, είναι καλά πληροφορημένοι. Δηλαδή δεν γράφουν οτιδήποτε για οτιδήποτε. Δεν κρίνουν επιφανειακά τα πράγματα. Εδώ πέρα δυστυχώς, οι κριτικοί μας είναι τέτοιου είδους. Δηλαδή κείμενα γραμμένα στο πόδι και για να κάνουν εντύπωση. Καμιά φορά, καταφεύγουν σε κανένα σκανδαλάκι, σε κανένα παρασκήνιο. Δεν έχω διαβάσει κάποιον από τους τρέχοντες στις εφημερίδες και να έχει ένα βάθος. Οι μόνες αξιόλογες κριτικές είναι ακαδημαϊκής φύσης, Δηλαδή από καθηγήτριες που διδάσκουν Νέα Ελληνικά και οι οποίες έχουν εμβαθύνει στα θέματα, αλλά αυτές δεν γράφουν στον Τύπο.

 Πιστεύετε ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό επηρεάζεται από τις κριτικές;

Νομίζω πως όχι. Η πείρα η δική μου είναι πως όποια άρθρα και να γραφτούν είτε υπέρ είτε κατά, δεν επηρεάζουν καθόλου το κοινό. Διότι το κοινό έχει έναν μυστηριώδη τηλέγραφο της ζούγκλας, από τον έναν στον άλλο, ή από τη μία στην άλλη, διότι οι περισσότερες είναι γυναίκες. Αυτό ο τηλέγραφος μπορεί να ανεβάσει σε 100.000 πωλήσεις ένα βιβλίο όπως «Οι μάγισσες της Σμύρνης», της Μάρας Μείμαρίδη, η οποία πάντως έχει γράψει ένα αξιόλογο βιβλίο, διότι το έχω διαβάσει και μου άρεσε. Έχει και έναν υπερρεαλιστικό χαρακτήρα, διότι υπαγορεύεται από ένα άλλο πρόσωπο, από μία θεία και αυτό έχει κάτι το υπερφυσικό. Επίσης οι σκηνές είναι πολύ πειστικές. Αυτό, αν αγοράστηκε, αγοράστηκε για λάθος λόγο. Διότι οι γυναίκες νόμιζαν ότι θα βρουν εκεί μία συνταγή για να αποκτήσουν τέσσερεις πλούσιους συζύγους, όπως η κεντρική ηρωίδα! Εγώ δεν θεωρώ ότι το βιβλίο είναι περί αυτού, ούτε ότι κάποια γυναίκα μπορεί να ωφεληθεί από αυτή την πλευρά, όταν το διαβάσει. Αυτές όμως είναι οι εξαιρέσεις, όπως και τα βιβλία της Έρσης Σωτηροπούλου, που δέχτηκε επίθεση από τη Βουλή, ότι της δόθηκε Κρατικό Βραβείο για ένα έργο πορνογραφικό. Πρόκειται για το «ΖιγκΖαγκ στις νεραντζιές» καθόλου πορνογραφικό, γιατί το έχω διαβάσει, είναι πολύ διασκεδαστικό και έχει πολύ χιούμορ. Η πορνογραφία χαρακτηρίζεται από μία έλλειψη λογοτεχνικότητας. Αυτό είναι ένα λογοτέχνημα.

«Γράφονται μυθιστορήματα κατά εκατοντάδες

 

που αναπαράγουν την ίδια αντίληψη.

 

Ότι δηλαδή μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα χωρίς να ξέρεις

 

την ιστορία του μυθιστορήματος»

 Σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι Έλληνες μυθιστοριογράφοι κατά τη γνώμη σας;

 Το μεγάλο ρεύμα της ποίησης έχει στραφεί σήμερα στην πεζογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση οι εκδότες έβγαζαν ποιητικές συλλογές χωρίς πληρωμή. Τώρα έχει στερέψει αυτή η φλέβα, γιατί οι ποιητικές συλλογές δεν πουλάνε. Έτσι, πολλοί από εκείνους που απελπίστηκαν από την ποίηση, στράφηκαν στο μυθιστόρημα. Και τώρα πλέον γράφονται μυθιστορήματα κατά εκατοντάδες, που αναπαράγουν την ίδια αντίληψη. Ότι δηλαδή μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα χωρίς να ξέρεις την ιστορία του μυθιστορήματος ή να έχεις υπ’ όψη σου πώς γράφτηκαν τα μεγάλα μυθιστορήματα από την Αναγέννηση και μετά στην Ευρώπη, ή ακόμη και από τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Στο μυθιστόρημα πιανόμαστε από το λεγόμενο πικαρέσκο που ξεκίνησε από την Ισπανία και βρήκε τη μεγάλη του έκφραση στον Δον Κιχώτη. Το πικαρέσκο έφτασε μέχρι τον Μπαλζάκ και τον Σταντάλ, ζει μέσα στα μυθιστορήματά τους, όπως συμβαίνει και στην Αγγλία. Ο Ροΐδης, στράφηκε σε αυτό, με την «Πάπισσα Ιωάννα» η οποία είναι μία πικαρέσκα ηρωίδα, σε μία πολύ ειρωνική και σαρκαστική εκδοχή. Αυτά που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο για την ηθογραφία, είναι μέρος του θέματος.

 Το σημερινό λογοτεχνικό τοπίο στην Ελλάδα έχει να παρουσιάσει αντίστοιχα φιλόδοξα συγγραφικά εγχειρήματα;

 Ίσως δεν το σκέπτονται. Όλα τα δικά μου βιβλία έχουν αυτή την ενδοχώρα. Η αφήγηση και η πλοκή δεν μένουν στην επιφάνεια, αλλά τα πρόσωπα ανήκουν σε κάποιο ευρύτερο περιβάλλον. Δεν μου αρέσει το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το βρίσκω βαρετό. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις, όπως το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή που έχει ένα στιλ δικό του, επειδή ο λόγος του έχει προφορικότητα και έχει δημιουργήσει γλώσσα. Εκεί δεν χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο περιβάλλον, γιατί το περιβάλλον υπάρχει μέσα από το λόγο των δύο γυναικών. Από τα τελευταία μυθιστορήματα, ως ύφος και ως είδος ξεχωρίζω μόνο το βιβλίο του Παύλου Μάτεσι «Ο παλαιός των ημερών» που θυμίζει λίγο Λατινική Αμερική, γιατί έχει και φανταστικά πρόσωπα, πρόσωπα πολύ έντονα, εγκληματικά, που κάνουν πράξεις φοβερές. Δεν ξέρω πως το εμπνεύστηκε, αλλά πέτυχε. Δεν νομίζω ότι οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι πετυχαίνουν πολύ συχνά να φτιάξουν κάτι τόσο ιδιαίτερο. Στη χάση και στη φέξη.

 Στις μέρες μας γράφεται μεγάλη λογοτεχνίας

 Νομίζω ότι αν ρωτούσες το ίδιο ερώτημα τον 19ο αιώνα, θα σου έλεγαν, ναι ίσως, κανένα δύο αξίζουν, όμως τα υπόλοιπα είναι για πέταμα. Έτσι είναι! Όταν λέμε «μεγάλος» εννοούμε έναν συγγραφέα ο οποίος έχει μία ιδιαιτερότητα. Μεγάλος γίνεσαι μόνο εκ των υστέρων. Τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου λογοτέχνη τα αναγνωρίζουμε 100 χρόνια μετά. Έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Τολστόϊ, έναν Σταντάλ, έναν Φλομπέρ, έναν Κίπλινγκ κλπ. Αυτά στην εποχή τους ήταν τυρί ψωμί. Τα διαβάζανε συνέχεια, σε περιοδικά, εφημερίδες.

 Υπάρχει πιθανότητα μελλοντικά, στο τοπίο της μεγάλης λογοτεχνίας, να βρεθούν κάποια από τα σημερινά bestseller;

 Τα περισσότερα από αυτά είναι ελαφριάς μορφής, δεν έχουν τον απαιτούμενο βαθμό απομάκρυνσης από τα υποκειμενικά πράγματα, δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά έργα, χρειάζεται μία απόσταση, ένα χιούμορ, μία ειρωνεία για να αποκτήσει ένα βιβλίο μία αντικειμενικότητα. Δηλαδή μία κριτική απόσταση από το ίδιο το έργο. Τα περισσότερα σημερινά best-seller είναι υποκειμενικές διαβουλεύσεις ανθρώπων οι οποίοι νομίζουν ότι με την εμπειρία τους στη Μύκονο ή κάπου αλλού είναι σημαντικοί.

«Η υπερπαραγωγικότητα

 

είναι η μεγαλύτερη ασθένεια της λογοτεχνίας

 

στην εποχή μας»

Ποια είναι η μεγαλύτερη ασθένεια της λογοτεχνίας στην εποχή μας;

 Η υπερπαραγωγικότητα. Είναι όπως όλο το καπιταλιστικό σύστημα. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι ξέφρενο πια και δεν ελέγχεται, Το ίδιο συμβαίνει και στη λογοτεχνία, όπου γράφουνε, γράφουνε συνέχεια και αυτά που γράφονται σε σπάνιες περιπτώσεις αξίζουν κάτι παραπάνω. Δημιουργείται επίσης μία ομοιομορφία, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή, γιατί όλοι ακολουθούν το ίδιο μοντέλο, το μοντέλο του ευπώλητου. Εγώ θα έκανα λίγο και τον… Σαβοναρόλα εδώ, ο οποίος έκαιγε τα βιβλία των ουμανιστών τον 15ο αιώνα και απειλούσε τους Μεδίκους με κόλαση. Το θέμα είναι πως ευτυχώς δεν υπάρχει ένας Σαβοναρόλα, αλλιώς θα περνούσαμε στην υποκριτική ηθική των ακροδεξιών και του Χίτλερ. Αλλά από την άλλη μεριά το να υπάρχει μία επιλογή στο στιλ είναι απαραίτητο και αυτό εξαρτάται από την παιδεία των ανθρώπων που ασχολούνται με το βιβλίο.

 Πώς βλέπετε τα βιβλία που γίνονται παγκόσμια bestseller, και στήνονται γύρω τους ολόκληρες βιομηχανίες;

 Είναι μέρος του συστήματος. Το σύστημα προκαλεί τέτοια φαινόμενα, δηλαδή να προετοιμάζεται ένα βιβλίο όπως του Νταν Μπράουν «Ο κώδικας Ντα Βίντσι». Αυτά είναι προπωλημένα. Διότι έχει κινητοποιηθεί όλο το διαφημιστικό σύστημα, ολόκληρος μηχανισμός, ενώ οι αρνητικές φωνές συνήθως παραμερίζονται. Πρόκειται για ένα τρομακτικό φαινόμενο στην πραγματικότητα. Αν σκεφτείς ότι ο συγγραφέας βγάζει  ένα βιβλίο και μετά  γίνεται μία κυκλοφορία 5-6-7 εκατομμυρίων αντιτύπων και παραπάνω αυτό φοβίζει και τους πιο οξυδερκείς κριτικούς, Τους αποστομώνει κατά κάποιο τρόπο. Έχω διαβάσει από όλα αυτά τα βιβλία. Και τη Τζόαν Ρόουλινγκ που τη θεωρώ χαρισματική και τον Νταν Μπράουν, ο οποίος είναι επίσης χαρισματικός αφηγητής στο είδος του. Είναι ένα ιδιαίτερο ταλέντο να γράφονται αυτά το βιβλία. Δεν μπορεί να τα γράψει ο καθένας. Όμως πρόκειται για λεγόμενη μαζική γραφή, η οποία έχει λαϊκό υπόστρωμα. Αντιθέτως, τα βιβλία του Μπόρχες, παρ’ όλη τη φήμη και την ποιότητα, δεν μπορούν να φτάσουν σε πωλήσεις αυτά τα βιβλία. .

ΒΙΟ Λ.184

Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, και θεατρικός συγγραφέας, ο Νάνος Βαλαωρίτης,  έχει στο ενεργητικό του πάνω από 35 βιβλία, ενώ υπήρξε ο πρώτος μεταφραστής στα αγγλικά των Ελλήνων της γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Γκάτσος). Έχει τιμηθεί με τρία κρατικά βραβεία, εκ των οποίων αρνήθηκε το πρώτο, το 1976 αρνήθηκε να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών,  ενώ το 1996 του απονεμήθηκε το βραβείο της National Poetry Association (Aμερικανική Εταιρεία Ποίησης) με το οποίο είχαν τιμηθεί οι Φερλινγκέττι και Γκίνσμεργκ. Έζησε , μεταξύ άλλων, στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ Όντεν και Ντύλαν Τόμας,, στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές, ενώ την περίοδο της χούντας αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ,, όπου δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μία θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Πνεύμα γόνιμο και ανήσυχο, συνεχίζει με μοναδική διαύγεια τη συγγραφική του δημιουργία, ενώ αμείωτο παραμένει το ενδιαφέρον του για τα κοινά, με κυρίαρχο το θέμα του περιβάλλοντος.  Η πλούσια διεθνής εμπειρία έχει διευρύνει τη θεματική του έργου του, το οποίο ενώ δεν χάνει την επαφή με την εθνική παράδοση, αποκτά οικουμενική διάσταση.

4 COMMENTS