Χορεύουν οι ελέφαντες της Σοφίας Νικολαϊδου

0
1350

Η πολυεπίπεδη λειτουργία της εξουσίας |

 Το Χορεύουν οι ελέφαντες είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο γιατί ανασημασιοδοτεί, αλλά κυρίως

nikolaidou_sofia_displayγιατί παρασημασιοδοτεί μία σειρά από ιδεολογικά και κοινωνικά προσδιορισμένα εκφωνήματα, επιχειρώντας να διαμορφώσει στο επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας μία «ανατροπή» της κοινωνικής πραγματικότητας, υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτόν την παγιωμένη έννοια της κάθε είδους εξουσίας.

 Γράφει ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος *

 1948 – 1949: Ο αμερικανός δημοσιογράφος Πολκ δολοφονείται στην Ελλάδα. Ο κυβερνητικός μηχανισμός αντιμετωπίζει τις έντονες πιέσεις των ξένων διπλωματών να λύσουν το γρίφο της εκτέλεσης. Η χώρα σε περίοδο εμφυλίου πολέμου. Ένας αθώος έλληνας δημοσιογράφος φυλακίζεται ως δράστης.

2010-2011: η Ελλάδα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η Νικολαΐδου σε στιγμές συγγραφικής ωριμότητας. Η τέχνη για άλλη μια φορά μεστώνει σε περιόδους κρίσης.

 Το έργο σαρκώνεται αφενός στην παρουσία σχολικών ηρώων σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες ρόλους και σε επεισόδια που αλλοιώνουν διαλεκτικά τις προσχηματικά προασπιζόμενες αξίες και αφετέρου σε πραγματικούς ανθρώπους ενδεδυμένους τον μυθοπλαστικό μανδύα της συγγραφέως. Δέκα κεφάλαια αντιστικτικά εναρμονισμένα ως προς τον πραγματικό χρόνο και την αφηγηματική χρονικότητα. Τα μισά ξεκινούν με τη δήλωση της σημαδιακής χρονιάς «1948» και μετά (3) ή πριν (1) ή και πολύ μετά (1). Αυτά υπηρετούν την αναδρομική αφήγηση. Τα υπόλοιπα πέντε με προσδιορισμό τόπου και χρόνου στην ουσία μέσα από τον τίτλο «Σχολικό έτος 2010-2011» (4) και ένα «Σχολική χρονιά 2010-2011» Αυτά αναπαριστούν το αφηγηματικό παρόν. Το ρήμα «λέω» επανέρχεται, εδώ. Όχι τυχαία. Ένα ενδέκατο κεφάλαιο με τίτλο «1948 – 2010 πριν και μετά» συναιρεί τον ιστορικό και τον πραγματικό χρόνο και αναδεικνύει διαχρονικά την ανθρώπινη παρουσία με τα συμπαρομαρτούντα της, αγάπη, αδικία, δύναμη, ελπίδα. Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από τίτλους – συνθήματα που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε τοίχους και σε πλατείες (στις καλύτερες εκδοχές και σε τουαλέτες): «Τα σχολεία σας φωτίζουν μόνο όταν καίγονται», «Μάνα, έχει πόλεμο έξω θ’ αργήσω», «Είμαστε αυτοί που οι γονείς μας δεν ήθελαν να κάνουμε παρέα», «Το μόνο πτυχίο που αξίζει είναι το τρελόχαρτο» «Μ’ αυτά που κάνουν στο τέλος θα με αναγκάσουν να έχω άποψη», «Δώσε τρόπο στην οργή». Τους παρέθεσα όλους, γιατί μου άρεσαν όλοι.

 Ο χρονότοπος της μυθοπλασίας, όπως προαναφέραμε, εστιάζεται στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη μέσω αναδρομικών αφηγήσεων και στη σημερινή της πραγματικότητα στο αφηγηματικό παρόν. Η ένταξη αυτή στα σύγχρονα πολιτισμικά δεδομένα μιας μεγάλης πόλης επιτρέπει στη συγγραφέα την ευχερέστερη προσέγγιση και διερεύνηση των νέων πολιτικών και κοινωνικών όρων: όπως το τέλος του ψυχρού πολέμου και η συνακόλουθη κατάρρευση του προηγούμενου σκηνικού, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η αμφισβήτηση του οικογενειακού θεσμού, η επιτακτική ανάγκη αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη, η εξατομίκευση.

 Grigoris_StakopoulosΤότε ο δημοσιογράφος Γκρης (ευρηματική συνειρμικά χρωματική απόδοση του πραγματικού επιθέτου Στακτόπουλος) καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Τώρα ο τελειόφοιτος μαθητής Λυκείου, του Πειραματικού, του αυθεντικού Πειραματικού, Μηνάς Γεωργίου αναλαμβάνει στα πλαίσια μίας εργασίας στο μάθημα της Ιστορίας την παλαιά αυτή υπόθεση. Μυθοπλαστικά ευρηματικό το τέχνασμα. Το κλισέ του θετικού αποτελέσματος της έκβασης της εργασίας αποφεύγεται. Στον ιδιότυπο δάσκαλο Σουκιούρογλου (άλλο ευρηματικό τέχνασμα, καθώς το όνομα επενεργεί με την ακουστικότητά του στον αναγνώστη) η εργασία δεν αρέσει. Η πορεία όμως που χρειάστηκε να διανύσει ο ήρωας Μηνάς μεταστρέφει την αρχική του γνώμη να μη συμμετάσχει στις εξετάσεις για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο, ενώ ο έρωτας, ο αρχέγονος αυτός κινητήριος μοχλός της ανθρώπινης φύσης, γαληνεύει την ανήσυχη ψυχή του.

 Ο Σουκ, συντομογραφία και παρατσούκλι του Σουκιούρογλου, απέχει πολύ από μία συγκινησιακά φορτισμένη μελό φιγούρα, αναδεικνύεται χωρίς ηθικοδιδακτισμό. Η ευτέλεια της εποχής τον οδηγεί σταδιακά στην πρωτοβουλιακή απόσυρση από τη διεκδίκηση πανεπιστημιακών θέσεων μιας και είναι ξεκάθαρο πως το κοινωνικοπολιτικό status, στο οποίο αναγκάζεται να παραμείνει ως ελάχιστος καταναλωτής, τον απορρίπτει. Ο ήρωας επιχειρεί μέσα στην εμπορευματοποίηση αξιών και σχέσεων ή και οριακά κατορθώνει να βιώνει και να αναπαράγει μία αυθεντική κουλτούρα και ένα ανθρώπινο αξιακό σύστημα. Από τη λογοτεχνική αναπαράσταση του σύγχρονου συλλογικού πλαισίου και των συμφραζομένων του αναδεικνύονται οι διογκωμένες πλασματικές του ανάγκες. Ο αφηγητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει την Ιστορία ως το όχημα αποδόμησης των κυρίαρχων αξιών και «κανονικοτήτων» μέσα στη μυθοπλασία. Φυσικά η τελευταία εμπεριέχει και αξιοποιεί την ιστορική ύλη με τις όποιες επιλεκτικές και αποσπασματικές μεταγραφές της. Επιχειρείται με τον τρόπο αυτό μια διαφορετική προσέγγιση σε περιόδους και καταστάσεις που χαρακτηρίστηκαν προβληματικές και περιθωριοποιήθηκαν εσκεμμένα. Στο Χορεύουν οι ελέφαντες, όπως και στο προηγούμενο Απόψε δεν έχουμε φίλους, η Νικολαϊδου δυσπιστεί για την επίσημη εκδοχή της Ιστορίας και επιχειρεί να εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στην ιστορική αντίληψη που διακρίνει τους ήρωες μετά τη μεταπολίτευση.

 Σήμερα μπορούμε με αξιώσεις επιστημονικής επαλήθευσης να διεκδικήσουμε την άρση του διαζεύγματος μεταξύ Λογοτεχνίας και Ιστορίας1 και να προχωρήσουμε στη σύνδεση της βιογραφίας του συγγραφέα -της ταξικής του καταγωγής, των ιδεοληψιών, των προτύπων και των τάσεών του- με το έργο του, αλλά και της συσχέτισης πολλών έργων στα πλαίσια μιας διακειμενικής προσέγγισης.2 Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι οι τρόποι πρόσληψης και ερμηνείας ενός κειμένου εντοπίζονται μέσα σε ένα χρονολογημένο κοινωνικό σύμπαν και εξαρτώνται από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Η ψευδαίσθηση της άμεσης και οριστικής κατανόησης ενός έργου υποκρύπτει την πολιτισμική αυθαιρεσία μιας αναχρονιστικής εθνοκεντρικής τάσης, που τις περισσότερες φορές αναζητά σε μια μορφή υπερβατικής σκέψης την αντικατάσταση της συλλογικής εργασίας που επιβάλλει η ιστορική επιστήμη.3

 Η Σοφία Νικολαϊδου προχωρά μέσα από τη λογοτεχνική πλοκή σε μια υποδειγματική ανάλυση της ιστορικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας στα μισά του προηγούμενου αιώνα. Δεν τρέφει αυταπάτες. Η Ιστορία είναι καταδικασμένη να φτάνει πάντοτε σε μια σχετική αλήθεια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί εξάρουν τη σπουδαιότητα της παρατήρησης της καθημερινότητας των κοινωνικών ομάδων στην προσέγγιση της «αλήθειας» αυτής, για να αποφεύγεται η παγίδα της στατικής ιστορίας.4 Η μελέτη έργων μυθοπλασίας «που εδράζονται στην περιφέρεια της Ιστορίας» μας αποκαλύπτουν τη δομή της αίσθησης προηγούμενων εποχών και συμβάλλουν μέσω της αφήγησης στη μετάδοση της βιωμένης εμπειρίας.5 Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι στα έργα «ακούμε» να μιλούν αφηγητές και πρωταγωνιστές μέσα από ένα σύστημα με σημασίες και κώδικες και όχι τα ίδια τα γεγονότα. Ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος οι συγγραφείς να ενδιαφέρονται λιγότερο για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας μέσα από την προσωπική ερμηνεία των γεγονότων και περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο τα θέματα που παρουσιάζουν θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού.

George_Polk Δε θα είχε νόημα σε μια τέτοιου είδους παρουσίαση μία σε βάθος ανάλυση των αφηγηματικών τεχνικών της Νικολαϊδου. Θέλω όμως να τονίσω πως η συγγραφέας με μαστοριά αναδεικνύει και τις δευτερεύουσες μυθιστορηματικές φιγούρες σε εξίσου ενδιαφέρουσες με τις πρωταγωνιστικές. Δεν πλαισιώνουν μονάχα τη δράση των προβεβλημένων ηρώων, αλλά η συμπεριφορά τους λειτουργεί ως το θετικό ή το αρνητικό τους πρόσημο. Ενώ είναι ο έρωτας που συνδράμει και δίνει τη λύση – κάθαρση σε ό,τι βασανίζει γονείς, δασκάλους και μαθητές. Ο αναγνώστης οδηγείται με τον τρόπο αυτόν στη σταδιακή συνειδητοποίηση της πολυεπίπεδης λειτουργίας της εξουσίας και στον προβληματισμό αν αυτή μπορεί να ανατραπεί μέσα από τις παραδοσιακές μορφές αγώνων. Επίσης η συγγραφέας μας απαντά με μοναδικό τρόπο στο κεντρικό ερώτημα της Αφηγηματικής Θεωρίας, το «πώς» τα έργα αφηγούνται την ιστορία τους (ένα βήμα πέρα από κλασικό «τι» αφηγούνται) και με πιο τρόπο αντικατοπτρίζονται σ’ αυτά ο χρόνος, το κοινωνικό περιβάλλον που γράφτηκαν και τα αξιολογικά τους συστήματα. Σκηνικό, πλοκή, χαρακτήρες, όλα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η Νικολαΐδου μας θέλει ώριμους και επαρκείς αναγνώστες και μας βοηθά στην κατεύθυνση αυτή ποικιλότροπα.

 Η μυθοπλαστική κατασκευή συνιστά μια αξιολογική πράξη που καταγγέλλει ευτελείς κοινωνικές συμπεριφορές. Καταγγέλλει όμως και στάσεις ζωής με έντονη ηθική και ιδεολογική φόρτιση οι οποίες λειτουργούν βοηθητικά για την κυρίαρχη λογική, καθώς εξουδετερώνουν συνειδησιακές αντιρρήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ανατρεπτικά για τις κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις. Στο αντεστραμμένο σύστημα αξιών που συγκροτείται στο μυθικό σύμπαν του έργου η ιδεολογική και συνειδησιακή συνέπεια είναι στενά δεμένη με την αφοσίωση και την προσφορά προς τους άλλους, ενώ συχνά συνεπάγεται και ένα βαθμό αξιοπρεπούς μοναξιάς και αποχής από τον συναινετικό τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία στις σύγχρονες κοινωνίες μέσα από τη χειραγώγηση του λόγου. Σε κάθε πάντως περίπτωση προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης που υφίσταται το άτομο στη σύγχρονη μετασχηματισμένη δυτικού τύπου κοινωνία και την προσπάθεια μιας ελάχιστης συμμετοχής σ’ ένα μοντέλο ζωής που δεν ικανοποιεί, αλλά εξασφαλίζει τους όρους της βιοτικής συντήρησης.

 Η συγγραφέας έχει αφομοιώσει δημιουργικά τις λογοτεχνικές παραδόσεις της Θεσσαλονίκης, χωρίς πατίνες και εμμονές που παρατηρούνται σε συγγραφείς της γενιάς της. Η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί μονάχα το χώρο της βιωμένης εμπειρίας ή το ηθογραφικό πλαίσιο, αλλά το χωροχρονικό σύμβολο, με τις πολλαπλές δυνατότητες. Ο χώρος ενεργοποιείται διαρκώς μέσα από τις δηλώσεις, τις μυθικές συνδηλώσεις και τις ποικίλες πολιτισμικές φορτίσεις για να μετατραπεί τελικά σ’ ένα είδος παλίμψηστου και να αναδειχτεί στο πολυδιάστατο κέντρο του σύμπαντός της. Θα πρόσθετα πως κατορθώνει να αναπαραστήσει μέσα από τη Θεσσαλονίκη σπουδαία γεγονότα που σημάδεψαν τη νεοελληνική Ιστορία, να ψαύσει μεγάλα ερωτηματικά που χάραξαν τη νεοελληνική ταυτότητα, και να θέσει ταυτόχρονα κορυφαία ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Αυτό το τελευταίο θεωρείται από τη σύγχρονη Θεωρία της Λογοτεχνίας σήμερα γνώρισμα και χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων.

 Να σας προτρέψω να διαβάσετε ξανά και ξανά το κεφάλαιο «Η κυρία Μαρία Γκρη, Μητέρα του Μανόλη, λέει», το οποίο θεωρώ αριστουργηματική στιγμή και σκηνή του μυθιστορήματος.

info@bookbar.gr

 

* Ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος είναι Λέκτορας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Σχετικά Θέματα

Χορεύουν οι ελέφαντες, Σοφία Νικολαϊδου

http://www.bookbar.gr/xorevoun-oi-elephantes/shots

INFO

xorevoun_oi_elephanes_coverΧορεύουν οι Ελέφαντες

Σοφία Νικολαϊδου

Εκδόσεις Μεταίχμιο 2012

Σελ. 345, Τιμή € 15,50

Παραμπομπές – Σημειώσεις

1 Για τη διάζευξη αυτή βλ. R. Barthes, “Historie et literature: à propos de Racine”, Annales ESC, III (1960).

2 Βλ. Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης – Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2002, σ. 14-15.

3 Βλ. P. Bourdieu, ό.π., σ. 461-463.

4 Βλ. Pauline Schmitt – Pantel, “Collective Activities and the Political in the Greek City”, TheGreekCity. From Homer to Alexander, Oswyn Murray and Simon Price, Clarendon Press, Oxford, 1990, σ. 199.

5 Βλ. Βενετία Αποστολίδου, “Λαϊκή μνήμη και δομή της αίσθησης στην πεζογραφία για τον εμφύλιο: Από την Καγκελόπορτα στην Καταπάτηση“, Επιστημονικό συμπόσιο : Ιστορική Πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945-1995), σ. 125.