Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΕΝΑ, γύρω από τα δημόσια κτίρια, την κεντρική πλατεία, τα ερειπωμένα υφαντουργεία και τα κλωστήρια, γύρω απ’ το μαρμάρινο Ηρώο, όπου είναι χαραγμένα τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν στους πολέμους για την πατρίδα, στους κατοικημένους λόφους, και κυρίως στις παραλίες και τις ακροθαλασσιές.
Εκεί διάλεξαν να συγκεντρωθούν για πρώτη φορά, πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα και για ελάχιστο χρόνο, οι παλαιοί ηθοποιοί και οι ευλογημένοι, έτσι κι αλλιώς, θεατρικοί ρόλοι, από τους οποίους οι περισσότεροι εμφανίστηκαν κατά καιρούς στα τέσσερα θέατρα αυτής της περιώνυμης πολιτείας πριν από εκατό και εκατόν πενήντα χρόνια. Κωμικοί και δραματικοί μαζί, ό,τι εν πάση περιπτώσει θεωρείται στα μυαλά των ανθρώπων δραματικός ή κωμικός ρόλος και ηθοποιός, κλασικοί και μοντέρνοι στον καιρό τους, ηθοποιοί και ρόλοι για τους οποίους κανείς δεν ξαναμίλησε, ή για ορισμένους γράφτηκαν περισπούδαστα άρθρα από κριτικούς, σκηνοθέτες και ποιητές. Σ’ αυτό τον τόπο λοιπόν θα μαζεύονταν, και αν ήταν δυνατό να παρελάσουν, κατά κάποιον τρόπο, χωρίς λάβαρα, σημαίες και μουσικές. Μια κυρία πρότεινε ν’ ακουστούν τουλάχιστον μερικά χαριτωμένα εμβατήρια ή αποσπάσματα από ελληνικές οπερέτες που χαλούσαν κόσμο σε άλλες εποχές. Δεν το αποφάσιζαν. Έτσι κι αλλιώς, άυλοι και αόρατοι θα ήταν και κανέναν δεν θα ενοχλούσαν. Ο σκοπός τους ήταν να γνωριστούν μεταξύ τους, να αυτοσχεδιάσουν ότι πίνουν αναψυκτικά και καφέδες και δήθεν ότι τρώνε τα φημισμένα λουκούμια, παγωτά, αμυγδαλωτά, λουκουμάδες και σοκολατίνες και ότι τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, για όσους ήθελαν να πιουν μπίρα, ούζο, κονιάκ ή πίπερμαν, όλα καμωμένα από βροχή και ασημένιο αέρα, από αγιασμένα λόγια του έρωτα και από τους ήχους και τις συλλαβές μιας ευχής που ψιθύρισαν κάποτε χείλη βασανισμένων γερόντων ηθοποιών. Από παντού φυσούσε γαλάζιο αεράκι. Χαλασμένες από καιρό λάμπες άναψαν ξαφνικά. Σκουριασμένα ποδήλατα στις αποθήκες άστραψαν. Μοτοσικλέτες που τις είχαν στα συνεργεία για σέρβις έλαμψαν κι αυτές, κι ένας αόρατος αναβάτης άρχισε να μαρσάρει δαιμονισμένα. Οι κούκλες των κοριτσιών ψιθυρίζανε παραμύθια. Στους αγρούς φύτρωσαν κρινάκια του γιαλού και στις αμμουδιές παπαρούνες. Βάρκες στολισμένες με φώτα, χρυσά στάχυα και βιολέτες, σαν επιτάφιος, ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Μες στα πορνεία και στο στρατόπεδο άναψαν πολυέλαιοι και κρυστάλλινες λαμπάδες και μες στις εκκλησίες οι άγγελοι βγήκαν από τα εικονίσματα κι άναψαν όλα τα σβησμένα κεριά και τα καντήλια. Ο ασημένιος δροσερός αέρας έδωσε κέφι στους στρατιώτες και όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδούν τελείως άγνωστα γι’ αυτούς εμβατήρια των Βαλκανικών Πολέμων και ετοιμάζονταν για μάχες για να σκοτωθούν στις αγκαλιές του έρωτα μέχρις ενός. Αρκούσε κάποιος να χτυπούσε το μπαστούνι του σε μια πέτρα, και αμέσως ανάβλυζε νερό. Οι άνθρωποι έφταναν στις δουλειές τους πετώντας. Όσοι κυκλοφορούσαν εκείνες τις στιγμές απαγγέλλανε ποιήματα και κρατούσαν ομπρέλες για να προφυλάγονται από τα χρυσάφια και τα ατέλειωτα χρήματα που έβρεχε ο ουρανός. Τι ν’ αγοράσουν, αφού όλα προσφέρονταν δωρεάν; Ακριβώς τότε ακούστηκαν καθαρά επιτέλους κι από τα μεγάφωνα όλοι εκείνοι οι αναστεναγμοί πολλών χρόνων από τις κρυφές και με την ψυχή στο στόμα ερωτικές συναντήσεις τυραννισμένων κατοίκων και οι μισές λιποθυμισμένες λέξεις της αγάπης στην αγκαλιά του άλλου. Όλοι τις άκουγαν με αγαλλίαση. Κανείς δεν σχολίαζε. Ιδίως όσοι έζησαν με τον κίνδυνο να μην αποκαλυφθεί, να μη φανερωθεί ποτέ σε κανέναν η μυστική ζωή τους. Ήθελαν, ακόμα, ρόλοι και ηθοποιοί να ευχηθούν, επιτέλους, τα καλύτερα ο ένας στον άλλο –πόσο καλύτερα από Εκεί όπου βρίσκονταν;–, απαλλαγμένοι από τον φθόνο και την αντιπαλότητα, όσο ζούσαν, τη ζήλια και τις μηχανορραφίες, και να ξεχάσουν μια για πάντα τα χολερικά επίθετα με τα οποία βάφτιζαν τους συναδέλφους τους, όπως, για παράδειγμα, «πράσινη οχιά» για μια κυρία ταλαντούχα, κοντούλα ηθοποιό, ντυμένη πάντα σαν στέλεχος παραεκκλησιαστικής οργάνωσης, και όμως άξια και πανάξια για να οργανώσει μια καταστροφή, ή κάποιον τον οποίο ονόμαζαν «όρθιο δηλητήριο» και που πράγματι ήταν τέτοιος. Θα ’βρισκαν την ευκαιρία να συζητήσουν ίσως και προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν δίχως λόγο σχετικά με την ερμηνεία ρόλων από λαμπρούς ή ασήμαντους ηθοποιούς. Ήταν η κατάλληλη στιγμή όμως για να θυμηθούν και μερικούς πεισματάρηδες συναδέλφους τους οι οποίοι έφαγαν τα μούτρα τους από τη λύσσα που είχαν να ερμηνεύσουν οπωσδήποτε ρόλους τελείως διαφορετικούς από την ιδιοσυγκρασία και τις δυνατότητές τους και δεν έβαλαν μυαλό, ρίχνοντας τις ατυχίες τους είτε στο κοινό είτε στην κριτική. Εξακολουθούσαν να ιερουργούν, όπως τους άρεσε να λένε, στις μίζερες επαρχίες και να γυρνούν στο ξενοδοχείο τους καταρρακωμένοι και θεονήστικοι και να χτυπούν το κεφάλι τους στα σίδερα του κρεβατιού προσπαθώντας να καταλάβουν τι έφταιξε ως τώρα, τι φταίει συνεχώς, τι δεν έπραξαν και τι μπορούν να κάνουν στο μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι ηθοποιοί είχαν κάνει τάμα για να παίξουν μερικούς δύσκολους και γι’ αυτό επικίνδυνους ρόλους, από τα χρόνια της δυστυχισμένης νεότητάς τους, κι όταν έγιναν αργότερα κάπως επώνυμοι, σε κάθε τους συνέντευξη μνημόνευαν με θαυμασμό τέτοιους άπιαστους ρόλους. Το είχαν απωθημένο να τους παίξουν οπωσδήποτε, να υπομείνουν και ταπεινώσεις εν ανάγκη προκειμένου να γίνει πραγματικότητα το όραμά τους και μετά, λέει, ας πεθάνουν. Τέτοια βιασύνη είχαν. Ο καημός τους όμως ήταν άλλος, κι ας μην τον έλεγαν κι ας μην τον ομολογούσαν. Καημός και όνειρο ήταν να ξεπεράσει η δική τους ερμηνεία την ερμηνεία κάποιων μυρωμένων από τη Θεία Χάρη συναδέλφων τους και, υποτίθεται, ανταγωνιστών τους. Και τότε άρχισαν να διαδίδουν ότι νηστεύανε και το νερό, που λέει ο λόγος, για να φτάσουν στην ύψιστη ακμή της απόδοσής τους. Δεν τα κατάφεραν. Κι ας ανάλωσαν τα χρόνια τους σε υποκλίσεις, κι ας έκαναν δώρα και τραπέζια σε κάθε αλήτη που είχε μια στήλη στις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων. Και τους έπαιξαν στο τέλος αυτούς τους ρόλους, όπως τους έπαιξαν, και εξακολούθησαν να ζούνε μια χαρά και χωρίς προβλήματα υγείας. Ποιοι; Εκείνοι που έλεγαν: «Ας τον παίξω αυτόν τον ρόλο και μετά ας πεθάνω». Ποτέ ξανά, ποτέ ξανά δεν το συζήτησαν. Το αποφεύγανε με σύνεση και με φόβο. Μόνο αν το ’φερνε αργότερα η κουβέντα σε μια συντροφιά και δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν την απάντηση, πάντα είχαν έτοιμη τη δικαιο-λογία, την οποία μάλιστα είχαν καταγράψει με πολλές διορθώσεις στο τεφτεράκι τους: Δεν τους δόθηκε αρκετός χρόνος να μελετήσουν το κείμενο. Οι πρόβες έγιναν με γρήγορους ρυθμούς, δείχνοντας ο σκηνοθέτης ιδιαίτερη προτίμηση μόνο στα πρόσωπα που τον ενδιέφεραν. Έφταιξε και η ανικανότητά του να κινήσει μεγάλο πλήθος και να κατανοήσει το βαθύτερο νόημα που έκρυβε κάθε σκηνή του έργου.
Ήταν, ακόμα, λάθος και πείσμα του η ατυχής επιλογή των ηθοποιών, δεδομένου ότι για ορισμένους σπουδαίους ρόλους χρησιμοποιήθηκαν ηθοποιοί με σταδιοδρομία μόλις δύο χρόνων, οι οποίοι δεν είχαν να επιδείξουν παρά μόνο τη φυσική ομορφιά τους. Με όλα αυτά ήταν επόμενο να τιναχτεί η παράσταση στον αέρα. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η έλλειψη σωστής διαφήμισης και η σχεδόν παντελής ενημέρωση του κοινού, λες και όλοι μαζί αποφάσισαν να εκδικηθούν αυτή την παράσταση και τον πρωταγωνιστή. Οι ρόλοι δεν είχαν τέτοια προβλήματα. Ήταν παιδιά μόνο των συγγραφέων και στη συνέχεια θετά παιδιά μόνο των ηθοποιών. Τα λόγια του κάθε συγγραφέα, ανεξάρτητα με ποιες συνθήκες γράφτηκαν, ένας ηθοποιός έπρεπε κάποια στιγμή να τα αποστηθίσει και να τα ερμηνεύσει, όχι αναγκαστικά με τις ίδιες συνθήκες που γράφτηκαν. Συγχρόνως έπρεπε συνεχώς να ανακαλύπτει και τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από την ένδειξη «σιωπή», «σκέπτεται», «λαχανιάζει», «απορεί», «απογοητευμένα». Μήπως ξέφυγαν από τον συγγραφέα; Μήπως ήταν μια στιγμή αμηχανίας στη ροή του λόγου του και, αντί να επινοήσει κάτι άλλο, έγραψε αυτές τις μυστηριώδεις σημειώσεις; Εντάξει, του τα υπαγόρευε όλα ο άγγελός του, αλλά ο ευλογημένος έπρεπε να προσέξει όσα έγραψε μόλις περνούσε λίγος καιρός και η φουρτούνα είχε κοπάσει. Κάθε τέτοια δύσκολη στιγμή ο ικανός μεταφραστής ήταν σαν να μετέφραζε αισθήματα και όχι κείμενο. Υπήρχαν όμως ρόλοι μόλις τριών λέξεων, «μάλιστα, κύριε, έφυγε», και ήταν ρόλος ενός υπηρέτη τον οποίο υποδυόταν ηθοποιός ο οποίος είχε μεγάλο ρόλο, αλλά με την κατάλληλη αμφίεση έπαιζε κι αυτό το ρολάκι, και έβγαζε γέλιο μάλιστα σαν τσεύδιζε ή τον έπιανε ψεύτικος λόξιγκας, κι έπαιρνε χειροκρότημα. Υπήρχε, ακόμα, ρόλος με πενήντα μόνο λέξεις, μετρημένες, που άφησε εποχή καθώς ειπώθηκε εξαίσια από τα χείλη μιας μυθικής κυρίας και χάλασε κόσμο, σκεπάζοντας όλους τους άλλους, και οι κριτικοί παραληρούσαν απ’ την ερμηνεία της και αφιέρωναν το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής τους στη δική της ερμηνεία παρά στον ρόλο της πρωταγωνίστριας. Πολλά χρόνια μετά, καθώς συζητιόταν εκείνη η παράσταση, πάντα την αναπολούσαν με κατάνυξη οι τυχεροί θεατές. Ακόμα και οι ακριβοδίκαιοι ηθοποιοί –υπήρχαν και τέτοιοι–, αν τύχαινε να ξαναπαιχτεί το έργο, πάντα έτρεχαν να δουν εκείνες τις μυστηριώδεις ολιγόλεπτες σκηνές με την ελπίδα ότι θα ξαναβρίσκονταν μπροστά σε μια νέα παρουσία που θα τίναζε το θέατρο στον αέρα και που γι’ αυτή την ηθοποιό θα μιλούσαν συγκινημένοι πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της.
Σημ. Με τον τίτλο Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα παρουσιάστηκε το θεατρικό έργο του γερμανού δραματουργού Γεράρδου Χάουπτμαν στο Εθνικό Θέατρο στις 24 Νοεμβρίου 1936. Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη. Σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Σκηνογραφίες Κλ. Κλώνη. Ενδυματολόγος δεν αναφέρεται, αλλά ήταν ο Αντώνης Φωκάς.
Έπαιξαν οι ηθοποιοί: Αιμίλιος Βεάκης, Ανδρέας Δεληγιάννης, Νίκος Χατζίσκος, Γιάννης Βεάκης, Ελένη Παπαδάκη, Μαρία Αλκαίου, Γιώργος Γληνός, Νίτσα Ζαφειρίου, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Μήτσος Μυράτ, Ηλίας Δεστούνης, Νίκος Βλαχόπουλος, Ευάγγελος Μαμίας, Γιώργος Ταλάνος, Σαπφώ Αλκαίου, Βάσω Μανωλίδου, Μάνος Κατράκης, Άρης Μαλιαγρός, Χρήστος Πλακούδης.
Το έργο επαναλήφθηκε τον Μάιο του 1941 και τον Νοέμβριο του 1942 με άλλους ηθοποιούς.
*Το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα» θα κυκλοφορήσει στις 16 Μαΐου από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σχετικά Θέματα (Links)
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ συνέντευξη , «Εγώ ελπίζω σε μια Επανάσταση»