ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ του ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ

0
698

ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ του ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ Εκδόσεις Οδυσσέας 2006

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το βιβλίο 

Ι.

(…)

 Ήδη από τα τελευταία χρόνια του Ελεύθερου Κράτους – ήμουν δέκα – το αγόρι που φέρει το όνομά μου γράφτηκε εντελώς οικειοθελώς στην οργάνωση Παίδων της Χιτλερικής Νεολαίας, στα «Πιτσιρίκια», όπως μας έλεγαν, ή αλλιώς «Λυκόπουλα». Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το δώρο που ζήτησα ήταν η στολή μαζί με πηλήκιο, μαντίλι του λαιμού, τελαμώνα και αορτήρα.

Βέβαια δεν θυμάμαι να ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, να στριμώχτηκα ποτέ ως σημαιοφόρος πάνω σε εξέδρες ή να επεδίωξα ποτέ τον βαθμό ενός στολισμένου με σιρίτια διμοιρίτη, αλλά αναμφίβολα συμμετείχα ακόμη και όταν με έπληττε το αιώνιο τραγούδι και ο υπόκωφος ήχος των τυμπάνων.

Δεν με έθελγε μόνο η στολή. Η προσφορά ανταποκρινόταν στο κομμένο και ραμμένο στις επιθυμίες μας σύνθημα «Τα νιάτα πρέπει να εξουσιάζονται από τα νιάτα!» Κατασκήνωση και παιχνίδια στο ύπαιθρο σε παραλιακά δάση, άναμμα φωτιάς ανάμεσα στους φερτούς, πελώριους λίθους του Τεμένους στη λοφώδη περιοχή νοτίως της πόλης, αρχαιοπρεπείς γιορτές ηλιοστασίου και εωθινές γιορτές κάτω από τον έναστρο ουρανό και σε ξέφωτα του δάσους που κοίταζαν προς την ανατολή. Τραγουδούσαμε λες και το τραγούδι μπορούσε να κάνει τη Γερμανία μεγαλύτερη κι ακόμα μεγαλύτερη.

Ο αρχηγός της ενωμοτίας μου, εργατόπαιδο από τον συνοικισμό Νέα Σκωτία, ήταν δεν ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου: χρυσό παιδί, πνευματώδες που μπορούσε να περπατά με τα χέρια. Τον θαύμαζα, γελούσα όταν γελούσε, έτρεχα ξωπίζω του, τον άκουγα. 

Όλα αυτά με τραβούσαν έξω από τη μικροαστική πνιγηρή ατμόσφαιρα  οικογενειακών καταναγκασμών, μακριά από τον πατέρα, τη φλυαρία των πελατών μπροστά στον πάγκο, το στενόχωρο δυάρι, όπου σε μένα ανήκε μόνον η αβαθής κόγχη κάτω από το περβάζι του δεξιού παράθυρου στο καθιστικό και στην οποία έπρεπε να αρκούμαι.

Στα ενδιάμεσα ράφια της στοιβάζονταν βιβλία και τα λευκώματά μου με τις ζωγραφιές από τα τσιγάρα. Εκεί είχαν τη θέση τους η πλαστελίνη για τις πρώτες μου φιγούρες, το κουτί με τις δώδεκα νερομπογιές, τα γραμματόσημα που συνέλεγα μάλλον παρεμπιπτόντως, ένας σωρός μικροπράγματα και τα μυστικά μου τετράδια.

Όταν γυρίζω στο παρελθόν ελάχιστα αντικείμενα βλέπω τόσο καθαρά όσο την κόγχη κάτω από το περβάζι του παράθυρου που για χρόνια έμελλε να είναι το καταφύγιό μου· στην αδελφή μου Βαλτράουτ, τρία χρόνια μικρότερή μου, ανήκε η αριστερή κόγχη.

Διότι συνοψίζοντας θα μπορούσα να πω το εξής: ήμουν όχι μόνο ένστολη πορδίτσα που στις παρελάσεις προσπαθούσε να μη χάνει το βήμα του και ταυτόχρονα να άδει το Η σημαία μας προχωρεί περήφανη μπροστά αλλά και σπιτόγατος που έκανε κουμάντο με τους θησαυρούς της κόγχης του. Ακόμη και εν παρατάξει παρέμενα μονήρης, δίχως όμως να ξεχωρίζω ιδιαίτερα· ένας συνοδοιπόρος που οι σκέψεις του πάντα περιφέρονταν αδέσποτες κάπου αλλού. 

Επιπλέον η μετάβαση από το δημοτικό στη μέση εκπαίδευση με είχε μεταβάλει σε μαθητή του Κονραδείου. Μου επετράπη να πάω στο Gymnasium, όπως ονομαζόταν τότε, και βέβαια φορούσα το παραδοσιακό κόκκινο πηλήκιο του γυμνασιόπαιδου το στολισμένο με το χρυσό C και θεωρούσα πως είχα κάθε λόγο να νιώθω περήφανος και ανώτερος, επειδή ήμουν μαθητής ενός ξακουστού εκπαιδευτικού ιδρύματος, για το οποίο οι γονείς πλήρωναν με δόσεις ούτε κι εγώ ξέρω πόσα λεφτά για δίδακτρα, μια μηνιαία δυσβάστακτη επιβάρυνση που ο γιος μόνο με υπαινιγμούς είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτή. 

 Οι δουλειές στο μπακαλικάκι, που ήταν προέκταση του διαμερίσματος, στον διάδρομο της εισόδου αντίκρυ από το διαμέρισμα, που το κρατούσε άξια η μάνα μου Χελένε Γκρας – ο πατέρας μου Βίλχελμ που τον φώναζαν Βίλλυ, διακοσμούσε τη βιτρίνα, είχε την ευθύνη των αγορών από χονδρεμπόρους και έγραφε τις τιμές σε ταμπελίτσες – πήγαιναν μέτρια έως άσχημα. Την εποχή των φιορινιών, τελωνειακοί περιορισμοί είχαν ως επακόλουθο την επικράτηση αβεβαιότητας στο εμπόριο. Σε κάθε γωνία ανταγωνισμός. Για να πάρουμε την άδεια να πουλάμε και φρέσκο γάλα, κρέμα γάλακτος, φρέσκο βούτυρο και ανθότυρο, χρειάστηκε να θυσιαστεί η μισή μπροστινή κουζίνα, έτσι ώστε έμεινε μόνο μια καμαρούλα δίχως παράθυρα για την κουζίνα γκαζιού και το ψυγείο του πάγου. Η αλυσίδα παντοπωλείων Kaiser Kaffee-Geschäft προσήλκυε όλο και περισσότερους πελάτες. Μόνον όταν είχαν πληρωθεί στην ώρα τους όλοι οι λογαριασμοί, σου προμήθευαν προϊόντα οι παραγγελιοδόχοι. Υπερβολικά μεγάλο ποσοστό της πελατείας ψώνιζε βερεσέ. Εκείνες που προτιμούσαν να γράφουν τα ψώνια τους ήταν ιδίως οι γυναίκες των τελωνιακών, των ταχυδρομικών και των αστυνομικών. Ολοφύρονταν, έκαναν παζάρια, απαιτούσαν εκπτώσεις. Οι γονείς, κάθε Σαββατόβραδο όταν έκλεινε το μαγαζί, διαπίστωναν: «Πάλι δεν φτάνουν τα λεφτά».

Έτσι θα έπρεπε να καταλάβω πως η μάνα δεν μπορούσε να μου κόψει και βδομαδιάτικο χαρτζηλίκι. Σαν είδε όμως πως οι διαμαρτυρίες μου δεν έλεγαν να σταματήσουν – στην τάξη μου οι συμμαθητές μου είχαν όλοι λίγο ως πολύ πλούσιο χαρτζηλίκι – έσπρωξε μπροστά μου ένα φθαρμένο απ’ την πολλή χρήση  τετράδιο όγδοου σχήματος όπου ήταν αραδιασμένα τα χρέη όλων των πελατών, οι οποίοι, όπως μου είπε, ζούσαν «με δανεικά». Το βλέπω μπροστά μου, το ξεφυλλίζω.

Βλέπω καθαρογραμμένα ονόματα, διευθύνσεις καθώς και σύνολα χρεών που έχουν μειωθεί πρόσφατα αλλά που διαρκώς αυξάνουν σε φιορίνια με ακρίβεια λεπτού. Ισολογισμός μιας εμπόρισσας που έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για το μαγαζί της· ταυτόχρονα βέβαια και καθρέφτης της γενικότερης οικονομικής κατάστασης που χαρακτηριστικό της ήταν η αυξανόμενη ανεργία.  (Σελ 10-11)

ΙΙ.

Όταν καλώ το αλλοτινό αγόρι που ήμουν στα δεκατρία μου, το ανακρίνω αυστηρά και νιώθω τον πειρασμό να το δικάσω, να το καταδικάσω ει δυνατόν σαν ξένο που τα δεινά του με αφήνουν παγερά αδιάφορο, βλέπω μπροστά μου έναν διαρκώς μορφάζοντα πιτσιρικά μετρίου αναστήματος με κοντοπαντέλονο και κάλτσες μέχρι το γόνατο. Με αποφεύγει, δεν θέλει να δικαστεί, να καταδικαστεί. Καταφεύγει στην αγκαλιά της μάνας, φωνάζει: «Μα ήμουν παιδί, παιδί…»

Προσπαθώ να το καθησυχάσω και το παρακαλώ να με βοηθήσει στο ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού, αλλά αρνείται να δώσει πληροφορίες, δεν θέλει ως πρώιμη αυτοπροσωπογραφία μου να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεν μου δίνει το δικαίωμα να το «διαλύσω», όπως λέει, και δη «αφ’ υψηλού».

Τώρα κλείνει τα μάτια που γίνονται δυο σχισμές, σφίγγει και παραμορφώνει τα χείλια, φέρνει το στόμα σε ανήσυχη στραβή θέση και ενώ δουλεύει τον μορφασμό του σκύβει πάνω από βιβλία, έχει φύγει, δεν τον προλαβαίνω πια.

Τον παρατηρώ καθώς διαβάζει. Αυτό, μόνον αυτό κάνει υπομονετικά. Όταν διαβάζει, βουλώνει τα αυτιά με τους δείκτες για να προστατευτεί από τη χαρούμενη φασαρία της αδελφής. Τώρα εκείνη τερετίζει, σιμώνει. Πρέπει να έχει το νου του, γιατί της αρέσει να του κλείνει το βιβλίο, θέλει να παίξει μαζί του, μόνο το παιχνίδι έχει στο μυαλό της, είναι σίφουνας. Την αδελφή του την αγαπά μόνο εξ αποστάσεως.

Τα βιβλία ήταν από νωρίς το σανίδι που λείπει από τον φράχτη, οι τρύπες διαφυγής σε άλλους κόσμους. Τον βλέπω όμως επίσης να στραβομουτσουνιάζει, όταν δεν κάνει τίποτε, στέκει ανάμεσα στα έπιπλα του καθιστικού και φαίνεται τόσο αφηρημένος, που η μάνα του πρέπει να του φωνάξει: «Πού ταξιδεύεις πάλι; Τι σκαρώνεις πάλι;» (Σελ.13)

 

ΙΙΙ.

 Αλλά για την κατηγορία εναντίον μου, την κατάταξη και τον στιγματισμό μου μπορώ να φροντίσω μόνος μου. Ήμουν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας, άρα νεαρός ναζί. Πιστός μέχρι τέλους. Όχι ακριβώς φανατικός σημαιοφόρος, αλλά με βλέμμα καρφωμένο αντανακλαστικά στη σημαία που έλεγαν πως «επάτασσε τον θάνατο», έμεινα παραταγμένος, άσσος στον στρατιωτικό βηματισμό. Καμία αμφιβολία δεν σκίαζε την πίστη, καμία ανατρεπτική πράξη, ας πούμε το κρυφό μοίρασμα φέιγ βολάν,  δεν μπορεί να με απαλλάξει. Κανένα ανέκδοτο για τον Γκέρινγκ δεν με κατέστησε ύποπτο. Αντίθετα, πίστευα πως η πατρίδα κινδύνευε, επειδή την πολιορκούσαν εχθροί.

Αφότου είχα ακούσει με φρίκη τις αποτρόπαιες ιστορίες της «ματοβαμμένης Κυριακής του Μπρόμπεργκ», που αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου γέμιζαν ολόκληρες σελίδες της εφημερίδας Προφυλακή  του Ντάντσικ και σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι Πολωνοί ήταν ύπουλοι φονιάδες, μου φαινόταν σωστή και δίκαια κάθε πράξη αντιποίνων των Γερμανών. Η κριτική μου στρεφόταν το πολύ εναντίον των τοπικών κομματικών μανδαρίνων, των λεγόμενων χρυσών φασιανών, που προτιμούσαν τη λούφα μακριά από το μέτωπο, έπλητταν με τους ανιαρούς λόγους τους εμάς μπροστά στις εξέδρες μετά το πέρας των παρελάσεων κάνοντας διαρκώς κατάχρηση του ιερού ονόματος του Χίτλερ, στον οποίο πιστεύαμε, ή μάλλον όχι: την πίστη μου στον οποίο δεν σκίαζε καμία αμφιβολία, ώσπου έγιναν όλα θρύψαλα, όπως είχε προφητέψει το τραγούδι.

 Έτσι με βλέπω στον πίσω καθρέφτη. Κι αυτό που βλέπω δεν μπορεί να σβηστεί, δεν είναι γραμμένο σε μαυροπίνακα με το σφουγγάρι να κρέμεται πρόχειρο δίπλα του. Αυτό μένει. Αν και εντωμεταξύ με κενά, ακόμα μένουν στη μνήμη τα τραγούδια: «Εμπρός, εμπρός, οι φανφάρες βροντούν, εμπρός, εμπρός, ατρόμητα τα νιάτα προχωρούν…» 

Το αγόρι, δηλαδή εγώ, δεν μπορεί να αθωωθεί ούτε καν με το επιχείρημα: Μας παραπλάνησαν: Όχι, εμείς επιτρέψαμε, εγώ επέτρεψα να με παραπλανήσουν.

Ναι αλλά, θα μπορούσε να πει ψευδίζοντας το κρεμμύδι, που η όγδοη φλούδα του παρουσιάζει κενά, έβγαλες μια χαρά έξω την ουρά σου, δεν ήσουν παρά ένα χαζό παιδί, δεν έκανες κακό, δεν πρόδωσες κανέναν, κανένα γείτονα που ρισκάριζε λέγοντας κυνικά ανέκδοτα για τον Γκέρινγκ, τον παχύ στρατάρχη του Ράιχ, ούτε κάρφωσες κανέναν απ’ αυτούς που γύριζαν με άδεια από το μέτωπο και κοκορεύονταν πως είχαν βρει πονηρούς τρόπους να αποφύγουν ανδραγαθήματα ώριμα για τον Σταυρό του Ιππότη. Όχι, δεν κατήγγειλες εσύ τον καθηγητή που στο μάθημα της ιστορίας τολμούσε να αμφισβητήσει με δευτερεύουσες προτάσεις την τελική νίκη, που αποκαλούσε τον γερμανικό λαό «κοπάδι μουνουχισμένων ηλιθίων» και που από πάνω μας άλλαζε τα φώτα και ήταν μισητός στους πάντες.

Αυτό μάλλον ευσταθεί: δεν ήμουν ο τύπος που θα κάρφωνε κάποιον στον γραμματέα της οργάνωσης γειτονιάς ή που θα λασπολογούσε κάποιον στον θυρωρό του ενός ή του άλλου σχολείου. Όταν όμως ένας καθηγητής των λατινικών, ο οποίος, επειδή παράλληλα παπάς, ήθελε να τον αποκαλούμε μονσινιόρε, έπαψε να μας εξετάζει αυστηρά, έφυγε, ξαφνικά άνοιξε η γη και τον κατάπιε, πάλι δεν έθεσα κανένα ερώτημα, αν και, μόλις έφυγε σε όλων το στόμα ήταν το τρομακτικό τοπωνύμιο Στούτχοφ.

Σύντομα θα έκλεινα τα δεκατέσσερα όταν έκτακτα ανακοινωθέντα στο ραδιόφωνό μας μάρκας Φολξεμπφένγκερ, τα οποία αναγγέλλονταν μετά τυμπάνων και σαλπίγγων,  ενημέρωναν για νικηφόρες μάχες και θύλακες στις στέππες της Ρωσίας. Ενώ καθημερινά γινόταν κατάχρηση του συμφωνικού ποιήματος του Λιστ Les Preludes,  συνέβη κάτι που διηύρυνε τις γνώσεις μου στη γεωγραφία, αλλά στα λατινικά εξακολουθούσα να έχω κάτω απ’ τη βάση.

Ύστερα από ακόμη μία αλλαγή σχολείου με βλέπω μαθητή στο γυμνάσιο του Αγίου Ιωάννου, σε ένα σχολείο στην οδό Κρεοπωλών της παλιάς πόλης, κοντά στο Δημοτικό Μουσείο και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Aυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα αποδείχτηκε πως είχε γοτθικά υπόγεια που οι χαμηλοτάβανες στοές του παρέμειναν γοητευτικές μέχρι τα Σκυλίσια χρόνια. Γι’ αυτό και αργότερα δεν δυσκολεύτηκα να εγγράψω σ’ αυτό το σχολείο τα  μυθιστορηματικά μου πρόσωπα, τους φίλους και συνάμα εχθρούς Έντι Άμζελ και Βάλτερ Μαρτέν, έτσι ώστε να περνούν απευθείας από τα αποδυτήρια του γυμναστήριου σε φραγκισκανικές στοές που τις διένυες μόνον στα τέσσερα…

Και όταν ο καθηγητής μου των λατινικών μονσινιόρε Στάχνικ γύρισε μετά από μερικούς μήνες και συνέχισε να διδάσκει στο γυμνάσιο του Αγίου Ιωάννου, και πάλι δεν έθεσα πιεστικά ερωτήματα, παρότι είχα τη φήμη του αναιδούς μαθητή και όχι μόνον του πνεύματος αντιλογίας.

Αλλά ούτως ή άλλως δεν επιτρεπόταν να απαντήσει. Έτσι ήταν τότε όταν σε απέλυαν από το στρατόπεδο. Ερωτήσεις το μόνο που θα είχαν καταφέρει θα ήταν να δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στον Στάχνικ που εξωτερικά φαινόταν αναλλοίωτος. (Σελ.16-17)