Αλέξης Σταμάτης, «Εκείνο που μένει τελικά είναι το κείμενο»

0
1311

Ταξίδι στα  ‘90’s  με το κρασί του Μπαρ Φλωμπέρ

 «Η πράξη είναι το αιμάτινο αντίτιμο των πραγμάτων»

  Το Μπαρ Φλωμπέρ,  ένα μυθιστόρημα που κέρδισε τον τίτλο

του διαχρονικού best- seller, αποδεικνύει πως τα καλά βιβλία είναι σαν το παλιό καλό κρασί: όσο περνάει ο χρόνος κι η ζύμωση ωριμάζει, τόσο περισσότερα αρώματα αποδεσμεύει, πλημμυρίζοντας με νέες ποιότητες  τις αισθήσεις του αναγνώστη.

 Συνέντευξη στην

Ελπίδα Πασαμιχάλη

 Δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και δεκαπέντε μετά την αρχή της συγγραφής του, το Μπαρ Φλωμπέρ του Αλέξη Σταμάτη, που επανεκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις Καστανιώτη, διατηρεί στο ακέραιο τη φρεσκάδα του και κάτι παραπάνω. Μετατρέπεται σε έναν συγκλίνοντα φακό, μέσα από τον οποίο ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει ή να ξαναθυμηθεί τις τελευταίες στιγμές του 20ου αιώνα, ανακαλύπτοντας μια  απροσδόκητα λαμπερή, ανέμελη αλλά και …διαπλεκόμενη εποχή.

Ο Αλέξης Σταμάτης μιλά στο Book Bar για το Μπαρ Φλωμπέρ και την εποχή του, για την μεταπολιτευτική λογοτεχνία στην Ελλάδα, για τις διεθνείς πρωτοπορίες, για τη λογοτεχνία των μπιτ, αλλά για τα για  τις σημερινές λογοτεχνικές του αναζητήσεις, καθώς και για το επόμενο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

 Το Μπαρ Φλωμπέρ υπήρξε  ένα βιβλίο –σταθμός για τη συγγραφική σου πορεία, που κέρδισε λαμπρές κριτικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ποια ήταν τα συναισθήματα σου όταν το επιμελήθηκες για την επανέκδοση;

 Σίγουρα ήταν συγκινητική η επιστροφή σ’ ένα κείμενο ηλικίας σχεδόν 15 ετών (άρχισα να το γράφω  το 1998). Είναι πολύ ενδιαφέρον για έναν συγγραφέα ύστερα από αυτά τα χρόνια να βλέπει που βρισκόταν τότε, πόσο έχει αλλάξει και κυρίως πως διαπραγματεύεται πλέον διαφορετικά την αφήγηση σε σχέση με εκείνη την εποχή.  Στο κείμενο υπήρξε μια νέα επιμέλεια αλλά όχι κάποια ριζική επέμβαση γιατί ήθελα να διατηρηθεί η αλήθεια του, το δακτυλικό του αποτύπωμα, που φυσικά αντανακλά την εποχή που γράφτηκε και θα ήθελα να παραμείνει ακέραιο.

 Ποια ήταν  η αρχική ιδέα του βιβλίου;

 Ο κεντρικός ήρωας του Μπαρ Φλωμπέρ, ο Γιάννης Λουκάς, είναι ένας εν δυνάμει συγγραφέας που βρίσκεται σε μια οριακή, κριτική στιγμή της ζωής του. Πλησιάζει τα σαράντα, είναι εγκλωβισμένος σε μια δουλειά που δεν τον εκφράζει, σε μια εξαετή σχέση χωρίς χυμούς που πλέον φυτοζωεί, ενώ το μεγάλο του όνειρο, να γράψει ένα μυθιστόρημα, βρίσκεται διαρκώς υπό αναβολή για διάφορους λόγους. Ανακαλύπτοντας στα υπόγεια του συγγραφέα πατέρα του ένα χαμένο χειρόγραφο, που έχει τον τίτλο Μπαρ Φλωμπέρ, αποφασίζει να ενδώσει στην έλξη της ακατάσχετης συγγένειας που του προκαλεί η ανάγνωση. Είναι η ευκαιρία για έναν – έστω και όψιμο – απογαλακτισμό από την πατρική σκιά, μια αφορμή για πραγματική δράση και εσωτερική έρευνα.

Από τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει το παραπεταμένο χειρόγραφο, η αφήγηση επανεξετάζει αναδρομικά, με διαφορετική προοπτική, την αρχή. Η ανταπόκρισή του στο ανέκδοτο χειρόγραφο είναι η πρώτη συνειδητή διαφοροποίησή του από την πατρική εξουσία. Και η απόφασή του να εξιχνιάσει το μυστήριο του άγνωστου συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα και η απόφαση να ψάξει για τις ρίζες μιας συγγένειας διαφορετικής από τη βιολογική. Αυτή ακριβώς η συγγένεια με το άγνωστο (με ένα κείμενο, με έναν συγγραφέα, συγγένειες  που εν τέλει εμφανίζονται ισχυρότερες από την φερόμενη ως βιολογική) ορίζουν το κεντρικό κινούν του βιβλίου.

 Γιατί Μπαρ Φλωμπέρ; Πώς εμπνεύστηκες  τον τίτλο;

 Ίσως είναι η πρώτη φορά που άρχισα να γράφω ένα βιβλίο έχοντας πρώτα βρει τον τίτλο. Ήθελα ο ήρωας να αναζητεί τον μυστηριώδη αυτό συγγραφέα σε κάποιες εμβληματικές πόλεις της Ευρώπης, είχα τοποθετήσει μπροστά μου ένα χάρτη και «έπαιζα» με τα αρχικά κάποιων. Κάποια στιγμή μου προέκυψε αυτός ο τίτλος. Μου άρεσε πάρα πολύ. Σε κάποια φάση του μυθιστορήματος, ένας υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να τον αποκρυπτογραφήσει αρκετά εύκολα, από τη στιγμή μάλιστα που θα αντιληφθεί ένα εσωτερικό λετριστικό παιχνίδι που παίζεται στα εντόσθια. Και φυσικά επισκέφτηκα και τις τρεις αυτές πόλεις , όπου συνέβησαν  πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία επηρέασαν την συγγραφή.

 Η μικρή δυσπλασία που έχει ο κεντρικός ήρωας κρύβει κάποιο συμβολισμό;

 Φυσικά. Ο Γιάννης Λουκάς προβάλλει μια μικρή σωματική μειονεξία του – το ένα χέρι του είναι λίγο πιο κοντό από το άλλο – για να κρύψει μια πολύ ισχυρότερη μεγαλύτερη, ψυχική: το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στον πετυχημένο και αυτάρεσκο πατέρα του. Ωστόσο πρόκειται για αυτές τις δυσπλασίες που απασχολούν περισσότερο τον πάσχοντα, οι συντριπτική πλειοψηφία των άλλων δεν δίνουν σχεδόν καμία σημασία σε αυτή τη μικρή διάφορα, όμως ο ίδιος ο ήρωας την ερμηνεύει σαν κάτι πολύ σημαντικό για τον ίδιο. Το θέμα ως γνωστόν δεν είναι τόσο τι φαίνεται προς τα έξω, αλλά τι μας καίει εμάς.

 Ο χρόνος που διαδραματίζεται η πλοκή είναι στα τέλη του 20ου αιώνα – αρχές του 21ου,  μια εποχή μάλλον «ευδαιμονίας» και ξενοιασιάς που σήμερα ενοχοποιείται για πολλά από τα δεινά μας. Πώς βλέπεις την εποχή εκείνη σήμερα, με τον «φακό» του Μπαρ Φλωμπέρ;

 Ήταν πραγματικά μια άλλη εποχή, ένας άλλος κόσμος και για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Εδώ ήταν η περίοδος της ψευδοευωχιας με τα glossy περιοδικά και το κυνήγι της ματαιότητας και του χρήματος, το πελατειακό διεφθαρμένο κράτος και τη διαπλοκή. Στην Ευρώπη είχε πέσει το Τείχος και η ευρύτερη περιοχή ανέπτυσσε (τουλάχιστον εν δυνάμει) άλλες προοπτικές, βασισμένες σε άλλες αξίες, βέβαια οι αγορές ήταν εκεί, πανίσχυρες, αλλά δεν καθόριζαν τόσο τη ζωή μας (τουλάχιστον δεν ήταν ακόμα τόσο «φωτογενείς»). Επίσης η τεχνολογία δεν ήταν τόσο κυρίαρχη όσο σήμερα. Όσο για το ευρωπαϊκό πολιτιστικό τοπίο  υπήρχε μια διάθεση έρευνας, μιαν δίψα για πολιτισμό, για περιπλάνηση. Στην δική μου περίπτωση δεν τη βίωνα ως ένα απότοκο μιας  ευδαιμονίας,- μιας άνεσης να ταξιδέψω, όχι ως τουρίστας φυσικά- αλλά ως μια τεράστια επιθυμία και περιέργεια να εξερευνήσω τι συμβαίνει και εκτός της χώρας μου, στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικογένεια. Ήταν κάτι που με έκαιγε για χρόνια, κάτι για το όποιο είχα διαβάσει. είχα δει ταινίες, εικόνες, είχα φαντασιώσει. Με είχε πιάσει τότε μια «αειφυγία» που θέλω να ξαναβρώ αλλιώς τώρα. Μάλιστα, εκείνη την εποχή  κάποιοι στο χώρο με είχαν κατηγορήσει για «κοσμοπολιτισμό», είχαν θεωρήσει σχεδόν ύβρη το ότι ένας έλληνας συγγραφέας μπορεί να βάζει τους ήρωας τους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό αντί να τους έχει κολλημένους διαρκώς εδώ να ασχολούνται και να λύνουν τα του οίκου τους.

 Πώς σου φαίνονται εκείνα τα σχόλια τώρα;

  Αναδρομικά αυτά ακούγονται παρωχημένα και στερεότυπα, είναι σαν να καταργείς ολόκληρη την λογοτεχνία. Εξάλλου οτιδήποτε παρατηρεί και οτιδήποτε ερμηνεύει εκτός της χώρας του ο Γιάννης Λουκάς, είναι ιδωμένα μέσα από τα δικά του (ελληνικά) μάτια. Μέσα από τον Άλλον, μέσα από τα έτερα ερμηνεύει τον ίδιον τα οικεία. Και ο ίδιος είναι φυσικά Έλληνας. Ας μην προσθέσω ότι το όλο σχήμα του βιβλίου βρίσκει την ολοκλήρωσή του στην Ελλάδα. Ευτυχώς σταδιακά γλυτώσαμε από αυτές τις αγκυλώσεις και αντιλαμβανόμαστε ότι το θέμα που έχει σημασία είναι το ίδιο το βιβλίο και όχι το αν εκτυλίσσεται στην κουζίνα ενός ελληνικού νησιού ή σε ένα στενό του Παρισιού.  Αλλά αυτή είναι μια συζήτηση η οποία πιστεύω πως είναι πλέον εξαντλημένη (όσον αφορά την σύγχρονη, πάλλουσα λογοτεχνία) στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Εκτός αν λόγω κακής Μέρκελ δεν θέλουμε πχ να επισκεφτούμε ποτέ πια το Βερολίνο.

 Εκτεταμένες αναφορές γίνονται και στη λογοτεχνική σκηνή της μεταπολιτευτικής περιόδου στην Ελλάδα. Πιστεύεις ότι οι τάσεις που διαμορφώθηκαν και τελικά κυριάρχησαν τα χρόνια εκείνα καθόρισαν το σημερινό λογοτεχνικό τοπίο; Αν ναι, προς ποια κατεύθυνση;

 Οι αναφορές αυτές γίνονται μέσα από τον υπαινιγμό ότι ο πατέρας του ήρωα ουσιαστικά υπήρξε ο γκουρού της ελληνικής λογοτεχνίας κατά τη μεταπολιτική περίοδο. Ένας από εκείνους που καθόριζαν με ποικίλους τρόπους και μηχανισμούς τις τάσεις του, ένας υψηλά ιστάμενος στο λογοτεχνικό status quo, χωμένος βαθιά στο σύστημα αλλά και στη διαπλοκή του περί του βιβλίου χώρου, στον όποιο επενέβαινε  μέσα από πάσης φύσεως εκδοτικές επιλογές, επιρροές και δραστηριότητες, καθορίζοντας ως ένα σημείο το λογοτεχνικό τοπίο. Βέβαια, στο βιβλίο, ο χαρακτήρας αυτός, αυτός ο «γερός παίκτης» είναι σχετικά μεγεθυμένος – δε νομίζω ότι τα πράγματα επί της ουσίας εκτυλιχθήκαν βάσει ενός τόσο «οργανωμένου» σχεδίου. Ο πατέρας του ήρωα διαθέτει συν τοις άλλοις κι ένα ισχυρό συγγραφικό credo : πιστεύει ότι η λογοτεχνία είναι απλά «ποδαρόδρομος». Κοιτάς και καταγραφείς τα τεκταινόμενα, μιλώντας κυρίως για παρελθόν σου μέσα από μια ηθογραφική συνθήκη. Αντανακλά σε λογοτεχνικό επίπεδο αυτή η ακατάσχετη ανάγκη του Έλληνα να ασχολείται και να ομφαλοσκοπεί διαρκώς το παρελθόν του, να παγώνει το χρόνο να φοβάται και να μην εμπιστεύεται το καινούργιο, και να μην συντάσσεται με το ρέον.

 Πως βλέπεις αυτή τη συνεχή αναφορά στο παρελθόν;

 Προεκτείνοντας αυτόν το συλλογισμό, το πάγωμα στο χρόνο, η νοσταλγία,  και το περίκλειστο της αφήγησης, δεν με ιντριγκάρει πλέον όταν θελήσω να μιλήσω για κάτι ιστορικό. Εκείνο που προσπαθώ να εξερευνήσω είναι οι παράδοξες διαθλάσεις της ιστορίας,  οι κρυφοί φωτισμοί των γεγονότων, οι μαύρες τρύπες των ιστοριών, αλλά και το πως η λογοτεχνία αναπτύσσει νέους μηχανισμούς που τις διαπραγματεύονται μέσα από ποικίλες νέες αποχρώσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση είχαν και έχουν γράφει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στην ελληνική  μεταπολιτική και σύγχρονη λογοτεχνία από συγγραφείς που τοποθετούν το φακό τους σε αναπάντεχα μέρη, συνθήκες, χρόνους και τοπία.

 Τα διεθνή πρωτοποριακά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, (λογοτεχνία των beat  κλπ)  δείχνουν να άφησαν ασυγκίνητο το κύριο ρεύμα των Ελλήνων πεζογράφων. Γιατί συνέβη αυτό κατά τη γνώμη σου;

 Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε πάντα και ακόμα υπάρχει ένας πυρήνας ελλήνων βιβλιόφιλων και συγγραφέων που εξακολουθούν να συγκινούνται από τους μπιτ. Τα νιάτα μου ήμουν φανατικός αναγνώστης του κινήματος και είχα επηρεαστεί από ολόκληρη τη φιλοσοφία του. Σταδιακά μεγαλώνοντας κρατάω όσα με ενδιαφέρουν από συγκεκριμένους συγγραφείς και βιβλία. Σήμερα η αφήγηση είναι μια τόσο πιο περίπλοκη υπόθεση, που κάποιος που πασχίζει να πει μια ιστορία που να είναι σε θέσει να μιλάει στο σήμερα, πρέπει να ρισκάρει – πολλές φόρες χωρίς να ανακαλεί τόσο συγκεκριμένες  παρελθοντικές αναφορές και εργαλεία. Φτιάχνοντας ίσως τα δικά του εργαλεία. Θεωρώ ότι τέλειωσαν οι εποχές που μπορούσες να ντυθείς ένα ρεύμα. Μια παρατήρηση όμως, στην Ελλάδα είχαμε αρκετούς συγγραφείς που επηρεάστηκαν άλλοι θετικά άλλοι αρνητικά από τους μπιτ. Πήγα πρόσφατα να ψελλίσω για τον Κέρουακ κι είχα έντονες αντιδράσεις, που κάπου με συγκίνησαν κιόλας, γιατί ο συγγραφέας ήταν στα μετεφηβικά μου χρόνια μια μεγάλη μου αγάπη.

 Στο ελληνικό λογοτεχνικό περιβάλλον, όπως ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου διακρίνονται κάποια στοιχεία …συντεχνίας, που αν και διαφορετικά, παραδόξως μοιάζουν με όσα χαρακτηρίζουν την ελληνική μεταπολιτευτική σκηνή σε όλα τα επίπεδα. Πιστεύεις ότι τα στοιχεία αυτά διαμόρφωσαν ένα κάποιο χρονικό «χαμένων ευκαιριών» για την ελληνική λογοτεχνία;

 Στην Ελλάδα λίγο πολύ ξέρουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε «λίγοι», και μοιραία οι συμφύσεις  αλλά και ο ανθρωπινός παράγοντας δημιουργούν κάποιες συνθήκες οι οποίες συσκοτίζουν  τον ουσιαστικό διάλογο. Πολλές φόρες αναρωτιέμαι για τον χρόνο που σπαταλάμε εμείς οι συγγράφεις ασχολούμενοι με κοινότοπα θέματα του «σιναφιού». Οφθαλμοσκοπήσεις, επαναλήψεις, εμμονές σε χαρακτηρισμούς που μεγεθύνονται και δημιουργούν τεχνητούς ή μη «καβγάδες». «Why aren’t books enough?», αναρωτιόταν  ο Τζούλιαν Μπαρνς. Πόσο δίκιο είχε. Ας μιλάμε  για κείμενα, για αφήγηση, ας συγκρίνουμε νέους και παλιούς τρόπους, ας εξερευνήσουμε  για το που μας πάει αυτή η εποχή. Υπάρχουν γαλαξίες απύθμενα ενδιαφερόντων θεμάτων που έχουμε στη διάθεσή μας. Και να μην ξεχνάμε πως εκείνο που μένει τελικά είναι το κείμενο. Κι αυτό υπό μια έννοια δεν ανήκει καν στον συγγραφέα.

 Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για τη δεσπόζουσα μορφή του μυθιστορήματος τον Λουκά Ματθαίου;

 Ένας παραβατικός, αδιαπραγμάτευτος, ριζοσπαστικός συγγραφέας ο οποίος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πάρα να «ειπωθεί» με τον μόνο τρόπο που ήξερε: να μιλήσει με την αυθεντική, την ιδίαν αυτού φωνή, όποια κι αν ήταν αυτή.

 Ο Γιάννης Λουκάς, ο κεντρικός ήρωας, μετά από την περιπετειώδη του περιπλάνηση  σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης οδηγείται  στην αυτογνωσία. Η συγγραφή του Μπαρ Φλωμπέρ συνέβαλλε και στη δική σου αυτογνωσία; Αν ναι με ποιο τρόπο;

 Η αυτογνωσία όπως η ευτυχία και όλες αυτές οι «βαρύγδουπες» λέξεις μου είναι σχεδόν άγνωστες, έως και απωθητικές. Είναι σαν λέξεις – στολίδια, σαν χριστουγεννιάτικες μπάλες. Στην ουσία δεν υπάρχουν. Εκείνο που υπάρχει είναι η ευθύνη της πράξης, το αιμάτινο αντίτιμο των πραγμάτων, η δράση και κυρίως, η επιθυμία. Αυτά είναι που συνιστούν το πρόσωπο και το όποιο δράμα του. Γιατί αυτό άλλωστε μας ενδιαφέρει την τέχνη, το «πώς» του δράματος. Τώρα, ως «πρόσωπο», κι εγώ, όσο μεγαλώνω είμαι και περισσότερο ικανοποιημένος με την  αυτογνωσία μου. Σε μερικούς τομείς εξαρτάται αποκλειστικά από μένα. Σε κάποια πράγματα, δώσαμε, που λέμε.

 Μετά την Κυριακή ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε λίγο πριν την κρίση, αλλά την προέβλεπε, ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο σου; Θα ήθελες να μας δώσεις μια πρώτη «γεύση» για την υπόθεση;

 Η Κυριακή σχεδόν με τρόμαξε. Ξαναδιαβάζοντας την, (μιλάμε για ένα βιβλίο που γράφτηκε την εποχή πριν από το “λεφτά υπάρχουν”,) αναρωτήθηκα κι εγώ από πού αναδυθήκαν αυτοί οι χαρακτήρες, αυτές οι καταστάσεις που μας οδήγησαν εδώ που ξέρουμε… Αυτό το προφητικό στοιχείο. Το επόμενο μου βιβλίο έχει προσωρινό τίτλο Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;. Θα βγει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Δύο πολύ γενικά λόγια για την υπόθεση: Ο Ορέστης Πολίτης είναι  ένας σχετικά επιτυχημένος προγραμματιστής που ζει ήσυχα με την οικογένεια του σε ένα σπίτι στο κέντρο. Κάποια στιγμή δέχεται μια αναπάντεχη πρόσκληση από τα παλιά η οποία παραπέμπει σε μια εποχή όπου τα πράγματα στη ζωή του ήταν εντελώς διαφορετικά – πολύ πιο άγρια. Μια ιστορία έρωτα, τρομοκρατίας, βίας, εκδίκησης, προδοσίας που κανείς δεν θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε να κρύβεται σε  ένα αθώο «αστικό» διαμέρισμα.

 To εξαιρετικά αρνητικό κλίμα για την Ελλάδα που έχει διαμορφωθεί στο εξωτερικό, πιστεύεις ότι μπορεί να δυσκολέψει περισσότερο την πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας από τους ξένους οίκους και το κοινό ή μπορεί να συμβεί και το αντίθετο;

 Ήδη μας έχουν κατατάξει εδώ και χρόνια. Μας έχουν εγκλωβισμένους στα στερεότυπα του Ζορμπά αλλά και ενός είδους ιδιότυπου εξωτισμού που κουμπώνει στην ανάλογη συγκυρία.  Ουσιαστικά  η ελληνική λογοτεχνία ήταν και παραμένει για τον υπόλοιπο κόσμο η μεγάλη άγνωστη, παρόλο που τα τελευταία ειδικά χρόνια, μια σειρά μεταφρασμένων βιβλίων ξεμύτισαν δειλά-δειλά στις προθήκες των μεγάλων ευρωπαϊκών βιβλιοπωλείων.

Για να ανθίσει βέβαια η λογοτεχνία μιας μικρής χώρας έχει ανάγκη από ένα μύθο. Η πεζογραφία μας, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, έχει ωριμάσει σημαντικά στα τεχνικά ζητήματα, ωστόσο της λείπουν ακόμα οι ζωογόνες δυνάμεις ενός γερού νέου μύθου. Ένα refresh στη ρίζα της έμπνευσης. Ποια θα είναι αυτή η νέα αφετηρία; Είναι προς αναζήτηση. Πάντως πρέπει να είναι μια κινητοποιός ιδέα έξω από τις δοκιμασμένες συνταγές, η οποία οφείλει να συνθέτει όλα εκείνα τα αντιφατικά και συναρπαστικά στοιχεία που συναποτελούν την ελληνική ταυτότητα, όπως εκείνη γλιστρά με τις αναταράξεις  της στον σύγχρονο κόσμο. Βέβαια, αν αρχίσουν να βγαίνουν αβέρτα βιβλία εν θερμώ για την κρίση δεν ξέρω αν θα είναι αυτή η νέα οδός. Η αφήγηση αναπτύσσεται όταν καταλαγιάζει και η πραγματικότητα. Έχω την αίσθηση ότι η «εθνική ελληνική αφήγηση» που τόσο μας είναι απαραίτητη θα αργήσει κι άλλο.

info@bookbar.gr

 

Φωτογραφίες: Τάκης Σπυρόπουλος

 

INFO

 

 

Μπαρ Φλωμπέρ (Νέα έκδοση συμπληρωμένη)

Αλέξης Σταμάτης

Εκδόσεις Καστανιώτη 2012

Σελ. 384, Τιμή € 17,00

 

 

 

 

 

 

 

  • Το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη με  τίτλο «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;» θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Καστανιώτη

 

 

 Σχετικά Θέματα

 Αλέξης Σταμάτης, Συνέντευξη: «Πρέπει να αλλάξει βαθειά στη ρίζα ο Έλληνας»