ΓΙΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ, Ελένη Πριοβόλου, προδημοσίευση

0
701

Μυθιστόρημα

Όλα ξεχάστηκαν πριν ειπωθούν.

Κι η σιωπή δεν είναι καταφύγιο.

Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Ημερολόγια Εξορίας

 

Στους εκλιπόντες νέους που ζήτησαν καταφυγή στις ιδέες

και αυτές έστρεψαν την κάννη εναντίον τους

―ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΣΙΜΩΝΕΤΗ!

Η φωνή του Θέου Μελά την έβγαλε από το ενύπνιο των ανοιχτών ματιών και του ηδονικού στοχασμού. Άφησε τη θέση της και πλησίασε το Διευθυντή του σχολείου, σχεδόν με δέος. Πού στην οργή ήξερε ότι θα την έβρισκε στο εντευκτήριο! Αυτό σήμαινε πως ο ολιγομίλητος εκπαιδευτικός με την πανθορώσα ματιά γνώριζε τη συνήθειά της να περνάει όλα τα διαλείμματα στο εντευκτήριο και τη

βιβλιοθήκη, προκειμένου να απομονώνεται από τις δραστηριότητες των συμμαθητριών της. Εάν δεν υπήρχε εκείνος ο τόπος καταφυγής, ή την ανάγκαζαν να βγει στο προαύλιο, η ώρα του διαλείμματος θα ήταν ανυπόφορη για τη Ροδή Σιμωνέτη.

― Μάλιστα, κύριε καθηγητά.

― Έρχεστε μισό λεπτό στο γραφείο μου;

Άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο. Τι να την ήθελε; Να την ανακρίνει –πιθανόν– επειδή επέλεξε την απομόνωση από την ενσωμάτωση στη σχολική κοινότητα; Να την επιπλήξει –μήπως– επειδή προτιμούσε να συνδιαλέγεται με τον εαυτό της από το να σπαταλάει το χρόνο της σε συζητήσεις που καθόλου δεν την ενδιέφεραν; Κατά την άποψή της, η στάση της δεν αποτελούσε παράβαση των σχολικών κανόνων. Ίσα ίσα. Η Ροδή επέδειχνε συμπεριφορά κοσμιοτάτη.

Η απόσταση από τα αδιάφορα πράγματα, για τα οποία έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον οι συνομήλικές της –όπως τα ζουρ φιξ και τα γκάρντεν πάρτι–, ήταν η καλύτερη άμυνα, διότι σε διαφορετική περίπτωση η σύγκρουση μαζί τους θα ήταν αναπόφευκτη. Γνώριζε πως την κατασυκοφαντούσαν πισώπλατα. Την έλεγαν «ξινή» και «οιονεί γεροντοκόρη». Από τότε που έμαθαν τη λέξη «οιονεί», μόνο για χλευασμό τη χρησιμοποιούσαν. Όμως ουδόλως την ενδιέφεραν τα κακεντρεχή τους σχόλια. Είχε καταφέρει με την απόσταση να κερδίσει την αυτονομία της.

Αυτά σκεφτόταν να πει στον καθηγητή της των Ελληνικών και συνάμα Διευθυντή του σχολείου, με εντιμότητα και παρρησία. Ο Θέος Μελάς θα την ένιωθε και θα εκτιμούσε την ευθύτητά της. Διότι και εκείνος μοναχικός τής φαινόταν. Σπάνια οι μαθητές τον έβλεπαν στο γραφείο των υπολοίπων καθηγητών. Μάλιστα εδώ και δυο μήνες, από τότε που ανέλαβε τη διεύθυνση του σχολείου, με την έναρξη του σχολικού έτους, μόνο όταν ανέβαινε στην έδρα, όπου μεταρσιωνόταν κυριολεκτικά, ένιωθαν το τεράστιο μέγεθος της προσωπικότητάς του. Τις άλλες ώρες έμοιαζε σα να φορούσε ένα αόρατο καβούκι και να εξαφανιζόταν πίσω από αυτό, ενώ το σχολείο λειτουργούσε υποδειγματικά.

Ατέλειωτος της φάνηκε ο διάδρομος από το εντευκτήριο μέχρι το γραφείο του. Το νέο του γραφείο. Για μέρες το διακοσμούσε μόνος, κεκλεισμένων των θυρών. Το γραφείο του παλιού διευθυντή έμεινε άθικτο, επειδή ο κύριος Ιωάννης Παναγιώτου, επί σαράντα χρόνια μαχόμενος εκπαιδευτικός, θα παρέμενε στη θέση του ως επίτιμος διευθυντής και αρωγός στην υλοποίηση του παιδαγωγικού οράματος την οποία είχε ξεκινήσει ο ίδιος και τη συνέχιζε ο Θέος Μελάς.

Μοσχομύριζε φρέσκια λαδομπογιά. Την εντυπωσίασε το πώς ο «μουντός» άντρας επέλεξε ένα τόσο δροσερό χρώμα, μια απόχρωση του πράσινου μήλου, με τελείωμα σομόν στη γύψινη κορνίζα του τοίχου. Ο Θέος Μελάς τής έκανε τόπο να περάσει και έκλεισε πίσω του τη δίφυλλη πόρτα.

― Καθίστε, δεσποινίς, πρότεινε, δείχνοντας τη δερμάτινη πολυθρόνα που βρισκόταν μπροστά στο γραφείο του, ενώ ο ίδιος κάθισε στην καρέκλα πίσω από αυτό.

Η ματιά της Ροδής πλανήθηκε στους τοίχους, τους οποίους κοσμούσαν προσωπογραφίες ποιητών. Αναγνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη… και παρατήρησε έναν άγνωστο ποιητή… ή μπορεί και να μην ήταν ποιητής…

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Θέος Μελάς σήκωσε το ακουστικό με τα τρία εναπομείναντα δάχτυλα του αριστερού του χεριού.

― Παρακαλώ! Μάλιστα, δεσποινίς, να με συνδέσετε.

Σιωπή.

― Μάλιστα! Εκπαιδευτήρια «Ελληνική Αγωγή».

Η Ροδή πάσχισε να αγνοήσει την αναπηρία του. Μετά από τόσες ώρες διδασκαλίας –από το προηγούμενο έτος τον είχε καθηγητή της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής Γραμματείας– οι μαθητές είχαν εξοικειωθεί κάπως με το αξιολύπητο θέαμα των χεριών του. Το δεξί του χέρι ήταν κομμένο από τον αγκώνα, ενώ από το αριστερό έλειπαν τα δυο δάχτυλα. Ο μικρός και ο παράμεσος. Όμως, στα τρία αυτά δάχτυλα είχε μαζευτεί τόση δύναμη και τόση μαεστρία ώστε, στο τέλος, να προκαλεί δέος και θαυμασμό. Τραυματίστηκε, έμαθαν, στον πόλεμο. Όμως κανένας δε γνώριζε ακριβώς το πού και το πώς.

Η φωνή του έβγαινε απορημένη, αλλά η Ροδή δεν άφησε τον εαυτό της, αυτή τη φορά, να βγάλει φανταστικά συμπεράσματα, ούτε να κάνει εικασίες, προκειμένου να συνδέσει τα λόγια του με μια δική της ιστορία, όπως το συνήθιζε.

― Πώς είπατε ότι λέγεστε; Σαλού Πολυμέρη. Πώς; Σαλού, εσείς; Και βέβαια να έρθετε… Ναι, μετά το τέλος του σχολικού ωραρίου. Σας περιμένω στο γραφείο μου.

Έριξε μια ματιά στη Ροδή και συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα. Ασφαλώς δε διέλαθε την προσοχή της η ταραχή του, όταν άκουσε το όνομα από την άλλη άκρη της γραμμής, αλλά κάτι άλλο πιο δυνατό ήρθε να τη μαγνητίσει.

Όση ώρα ο καθηγητής μιλούσε στο τηλέφωνο, η Ροδή επικέντρωσε την προσοχή της σ’ ένα ξεχωριστό πορτρέτο, μικρότερο από τα άλλα, αλλά τοποθετημένο στο αριστερό μέρος του τοίχου, έτσι ώστε ο καθηγητής να έρχεται σε επαφή με το βλέμμα του εικονιζόμενου, έστω κι αν έστριβε μερικές μοίρες το κεφάλι. Το κορίτσι ένιωσε μια παράξενη έξαψη στο πρόσωπό του καθώς σκέφτηκε πως τέτοιο βλέμμα δεν είχε ξανασυναντήσει ούτε σε άνθρωπο ζωντανό. Πόσο μάλιστα σε μια φωτογραφία! Ό,τι πιο γοητευτικό είχε αντικρίσει ήταν η ματιά εκείνου του νέου. Ο τρόπος που κοίταζε μέσα από τη φωτογραφία τη μαγνήτιζε. Το δεξί του μάτι έμοιαζε να ανοίγει διαμπερή τραύματα στον κόσμο και να εισχωρεί εκεί όπου φυλάσσονταν τα άδηλα και τα κρύφια της ύπαρξης. Το άλλο μάτι εστίαζε στην ίδια τη ζωή αλλά με ξεκάθαρη υποτίμηση. Ένας ανεπαίσθητος κυματισμός των χειλιών διέγραφε το σαρκασμό των αισθημάτων του. Το σύνολο πάντως των επιμέρους εκφράσεων προσέδιδαν στη μορφή του μοναδικότητα και απέπνεαν μυστικισμό και άφατη γοητεία.

Όταν ο Θέος Μελάς έκλεισε το τηλέφωνο, η Ροδή βιάστηκε να αποσύρει τη ματιά της από τη φωτογραφία. Εκείνος πρόσεξε την κίνηση.

― Άγγελος Νοταράς. Δεν είναι πια στη ζωή. Ήταν μαθητής του σχολείου, απάντησε μόνο και επικεντρώθηκε στο θέμα για το οποίο την είχε καλέσει.

Η Ροδή θα ήθελε να μάθει κι άλλα, αλλά ο καθηγητής δε φάνηκε να έχει διάθεση να μιλήσει για το θέμα.

― Δεσποινίς Σιμωνέτη, ήθελα να σας ρωτήσω για τον πατέρα σας.

Η καρδιά της Ροδής φτεροκόπησε.

― Επιστρέφει σε λίγες μέρες, κύριε, απάντησε.

― Είναι καλά; Σας γράφει;

― Τον τελευταίο καιρό πιο συχνά, κύριε καθηγητά. Παλιότερα όχι.

― Αυτό ήθελα να μάθω μόνο. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας.

Η Ροδή σηκώθηκε, κίνησε να φύγει, μα κοντοστάθηκε και ρώτησε διστακτικά:

― Τον γνωρίζετε, έτσι; Μου το ανέφεραν η μητέρα και η γιαγιά μου όταν ήρθα σε τούτο το σχολείο.

― Ήμασταν συμμαθητές από την Ιόνιο Σχολή, απάντησε ο καθηγητής, κοιτάζοντας τη Ροδή στα μάτια με τρόπο που έδειχνε ότι προσπαθούσε να μαντέψει αν γνώριζε κάτι περισσότερο για τη σχέ-ση του με τον Άθω Σιμωνέτη. Τον πατέρα της. Το κορίτσι με τα ονειροπόλα μάτια, όμως, δεν έμοιαζε να ξέρει.

― Εσύ πώς ήρθες με μεταγραφή σε τούτο το σχολείο, Ροδή; τη ρώτησε ξαφνιάζοντάς την τόσο με την ερώτηση όσο και με την απότομη μεταστροφή από τον πληθυντικό στον ενικό.

― Ο πατέρας σε ένα του γράμμα ζητούσε να με μεταγράψουν από το Πειραματικό στην «Ελληνική Αγωγή». Ήταν απαίτησή του, όπως με ενημέρωσε η γιαγιά μου. Υποπτεύομαι, τώρα που το συζητάμε, πως εξαιτίας σας ζήτησε τη μεταγραφή μου ο πατέρας. Γνωρίζει ότι διδάσκετε εδώ, έτσι δεν είναι;

― Το γνωρίζει, απάντησε ο Θέος. Καλώς να τον δεχτείτε, Ροδή.

Ας έχουν τέλος τα δεινά για την οικογένειά σας.

Η Ροδή τον ευχαρίστησε, αλλά μόλις έφτασε ως την πόρτα στάθηκε και πάλι διστακτικά. Ήθελε να ρωτήσει κι άλλα για τον νέο του πορτρέτου που τη συγκλόνισε μα τελικά δε βρήκε το θάρρος. Εντέλει χαιρέτησε ευγενικά και άφησε το γραφείο. Επέστρεψε στο εντευκτήριο πολύ σκεπτική. Κάτι το αδιόρατο έκανε το γραφείο του Θέου Μελά να διαφέρει από τα τυπικά γραφεία διευθυντών των σχολείων. Δεν δημιουργούσε φόβο ή απόσταση. Αντίθετα, αγκάλιαζε τον επισκέπτη. Σκέφτηκε για λίγο και, κάνοντας τη σύγκριση με τα ανάλογα γραφεία των προηγούμενων σχολείων στα οποία φοίτησε, από το δημοτικό ακόμα, εντόπισε αυτό που έκανε τη διαφορά. Ο άνθρωπος Θέος Μελάς έκανε ο ίδιος τη διαφορά.

Υπήρχε ωστόσο κάτι που την έβαζε σε μεγάλη απορία. Ήταν ο δεύτερος χρόνος που τον είχε καθηγητή και δεν της είχε κάνει λόγο για τον πατέρα της. Βέβαια, μπορεί να μιλούσε με τη μητέρα της ή  με τη γιαγιά της όταν έρχονταν στο σχολείο να ρωτήσουν για την πρόοδό της. Όμως καμιά δεν της είχε αφήσει την εντύπωση πως ο πατέρας της και ο Θέος Μελάς είχαν κάτι περισσότερο από μια παλιά τυπική φιλία. Ίσως πάλι να μην ήθελαν να γίνει ευρύτερα γνωστό στους κόλπους των συμμαθητριών, που έστεκαν απέναντί της με την «κάννη του όπλου». Πρώτον επειδή ο πατέρας ήταν ακόμα στην εξορία κι έπειτα δε θα αργοπορούσαν ν’ αρχίσουν τις διαρροές φανταστικών ειδήσεων, πως τάχα ο καθηγητής μεροληπτούσε υπέρ της, βάζοντάς τη να διαβάζει κάθε φορά τις εκθέσεις της εις επήκοον της τάξης και επαινώντας το ταλέντο της τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Καλύτερα λοιπόν έτσι. Χάρηκε ωστόσο που την κάλεσε και τη ρώτησε με ενδιαφέρον για τον πατέρα της. Η Ροδή διέκρινε στη χροιά της φωνής του μια νοσταλγία, μια συγκρατημένη συγκίνηση. Από εκείνη τη στιγμή, ένιωθε πως ανάμεσα σ’ εκείνη καιτον καθηγητή της είχε εισχωρήσει μια παράξενη τρυφερή ενέργεια.

Όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, η Ροδή καθυστέρησε να μαζέψει τα πράγματά της. Περίμενε πρώτα να φύγουν οι συμμαθήτριές της και να αποχωρήσει μόνη, κι έπειτα, στόχευε στην πιθανότητα να συναντήσει τον καθηγητή Μελά και να πουν καμιά δυο κουβέντες ακόμα. Πάντα είχε την αίσθηση του κενού μετά από μια συζήτηση. Πίστευε πως όλοι, ακόμα και οι πιο φερέγγυοι, κάτι είχαν να κρύψουν. Αναθυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της, της Μαρώς, που έλεγε: «Αν θέλεις, Ροδή μου, να μάθεις την αλήθεια, μη μένεις σε ό,τι βλέπεις με τα μάτια και σε ό,τι ακούς με τα αυτιά. Να προχωράς σε ό,τι αισθάνεσαι με την ψυχή σου». Και εκείνη τη στιγμή, η ψυχή την οδηγούσε να μάθει περισσότερα για τη σχέση του πατέρα με τον καθηγητή της. Έμεινε αρκετή ώρα στην τάξη και, μόλις αποφάσισε να βγει, το σχολείο είχε αδειάσει. Η πόρτα όμως του γραφείου ήταν κλειστή.

Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, όταν είδε μια γυναίκα να μπαίνει στο προαύλιο του σχολείου. Η Ροδή εντυπωσιάστηκε από το κομψό πλην φανταχτερό της ντύσιμο, το πολύ ψηλό τακούνι, το έντονο μακιγιάζ και τα μάτια της. Κάτι μάτια πράσινα, γατίσια, με πολύ μακριές βλεφαρίδες. Έμοιαζε με καλοβαλμένη, πλην σιτεμένη, «κοκότα».

Η Ροδή θυμήθηκε το τηλεφώνημα που δέχτηκε ο καθηγητής την ώρα που ήταν στο γραφείο του. Η γυναίκα λεγόταν Σαλού Πολυμέρη. «Σαλού», επανέλαβε ψιθυριστά το κορίτσι το όνομα και αμέσως το συνέδεσε με κάποιο μυστήριο. Δεν ήταν και συνηθισμένο όνομα!

Ούτε καν συνηθισμένο υποκοριστικό. Για την ακρίβεια, πρώτη φορά το άκουγε. Μα και η γυναίκα στάθηκε για λίγο και την κοίταξε εντυπωσιασμένη. Όχι πως η Ροδή ήταν εντυπωσιακά όμορφη, ήταν όμως παράξενη και για τούτο αξιοπρόσεχτη, ένεκα κυρίως μιας μυστικιστικής αύρας που απέπνεε το πρόσωπό της.

Η γυναίκα τής χαμογέλασε και, χωρίς να τη γνωρίζει, σχολίασε:

― Κορίτσι είσαι ή παγανό; Αστειεύομαι. Πού είναι το γραφείο του κυρίου Μελά;

Η Ροδή τής έδειξε με το χέρι και έμεινε εκεί να την παρακολουθεί καθώς λικνιζόταν σα βάρκα στο κύμα. Θα είχε καβατζάρει τα πενήντα, μα διέθετε λεπτή ευκίνητη σιλουέτα και θεατρικό μπρίο. Μόλις έφτασε στην κορυφή της εξωτερικής σκάλας και πριν περάσει τις ιωνικές κολόνες της εισόδου, η γυναίκα έστρεψε το κεφάλι και της έστειλε ένα φιλί.

Ο Θέος, λίγη ώρα μετά τη σύντομη συζήτησή τους, παρακολουθούσε με το βλέμμα τη Σαλού καθώς απομακρυνόταν από το σχολείο κουνιστή και τριζάτη. Την είχε καταπονήσει κι αυτήν ο χρόνος μα, πάλι, δεν έπαυε να είναι η Σαλού των παθών και των πόθων. Η γυναίκα αυτή ήταν η μητέρα του Άγγελου Νοταρά! Ο Θέος έστρεψε το βλέμμα στη φωτογραφία του τοίχου. Την είχε αναρτήσει ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της ελληνικής γραμματείας, πιστεύοντας πως εάν ζούσε θα είχε εξελιχθεί σε ποιητική πρωτοπορία. Όμως ο Άγγελος έφυγε αώρως. Δολοφονήθηκε το Μάρτιο του ’44. Οι ιδέες στις οποίες στρατεύτηκε, αναζητώντας έναν σκοπό, σήκωσαν την κάννη εναντίον του…

Του έγινε αντιληπτός ο τρόπος που η Ροδή Σιμωνέτη κάρφωσε τη ματιά της στη φωτογραφία, αλλά το προσπέρασε. Τι να της πει; Πώς να πεις σε μια έφηβη την τρομερή αλήθεια; Ο ίδιος γνώριζε τον Άγγελο από μωρό, τον είχε μαθητή στο γυμνάσιο, τον έζησε σαν μέλος της οικογένειάς του και τον έχασε πάνω στη μεστή του νιότη. Έτσι όπως έχασε και τη Λιάνα. Τη Λιάνα του!

Και ξαφνικά εμφανίζεται η Σαλού Νοταρά Πολυμέρη για να ξύσει τις πληγές του. Πάσχισε ο Θέος να τη διακρίνει στη μνήμη του κοντά στο παιδί της. Ήταν πάντα απούσα. Ο Άγγελος πέρασε τη σύντομη ζωή του άγνωρος από μητέρα και άμαθος από πατέρα. Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ποιος ξέρει από ποιες ενοχές κυνηγημένη, ήρθε στο σχολείο να ζητήσει τα ενθυμήματα του παιδιού της, ήτοι τις φωτογραφίες των σχολικών λευκωμάτων και ό,τι υπήρχε σε γραπτό κείμενο. Της είπε πως ο ίδιος δεν είχε καμιά αντίρρηση, μα έπρεπε να θέσει το αίτημα στο συμβούλιο των διδασκόντων. Επρόκειτο για ένα ευαίσθητο όσο και λεπτό ζήτημα και πίστευε πως οι καθηγητές δε θα είχαν αντίρρηση. Όμως, από μέρους του έπρεπε να κρατήσει τους τύπους.

Μια γλυκιά, νοσταλγική μολπή απ’ το παρελθόν ξεσήκωσε στην καρδιά του Θέου άφατη τρυφερότητα. Τόσοι θάνατοι, τόσες καταστροφές, και η ψυχή του εκεί. Κολλημένη στο όνειρο. Κάθισε στην καρέκλα, ξεκλείδωσε το τελευταίο συρτάρι και ανέσυρε, κάτω από τους φακέλους με τα έγγραφα, μια φωτογραφία.

― Λιάνα! ψιθύρισε με πάθος το όνομα της νεκρής, παντοτινής του, αγαπημένης και έσφιξε τη φωτογραφία πάνω στο στήθος του.

Κοίταζε τη Λιάνα του με το φορτωμένο άνθια και καρπούς σκιάδι της και την αμεριμνησία της νιότης στη θαλερή της ματιά. Αναθυμήθηκε τη μέρα που τραβήχτηκε εκείνη η φωτογραφία. Έκλεισε τα μάτια και έγειρε το σώμα πάνω στην καρέκλα. Μέσα από την αχλή της μνήμης ξεπήδησε ολοζώντανη η σκηνή ενός συνηθισμένου κυριακάτικου περίπατου στη μεγάλη αλέα του Ζαππείου, κάπου στα 1926. Εκείνος και η Λιάνα έφηβοι και στοργικά ερωτευμένοι. Ο Άγγελος, ανιψιός της Λιάνας –από τη μεριά του πατέρα του– ήταν δεν ήταν έξι χρονών. Κι όμως, η συμπεριφορά του από τότε ήταν δηλωτική του ιδιαίτερου χαρακτήρα του. Σπαρτάρισε η καρδιά του Θέου στη ανάμνηση του παιδιού με την εμβρίθεια στο βλέμμα, το πείσμα στα χείλη και το σαρκασμό στο μειδίαμα. Παρών και πρωταγωνιστής, χωρίς να συμμετέχει στα παιδικά παιχνίδια των ομηλίκων του, ο Άγγελος Νοταράς είχε τον τρόπο να ξεχωρίζει.

 

info@bookbar.gr

INFO

Το μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου «Για τ’ όνειρο πώς να μιλήσω», αν και αυτοτελές μυθιστόρημα, αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Όπως ήθελα να ζήσω», Εκδόσεις Καστανιώτη, που είχε τιμηθεί με το Βραβείο Αναγνωστών 2010.

Το μυθιστόρημα «Για τ’ όνειρο πώς να μιλήσω» θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Σχετικά Θέματα