“Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς”

0
2900

“Στοιχεία για την beat generation”

(προδημοσίευση)

Του Γιάννη Λειβαδά

«Suck! Suck! suck at the teat of Heaven!

Dog is God spelled backwards»

Τζακ Κέρουακ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μέσα στον εικοστό αιώνα, η λογοτεχνία δημιούργησε νέα ρεύματα και έθεσε τεράστιο αριθμό νέων ερωτημάτων. Τα ερωτήματα αυτά, όπως και οι πιθανές ή απίθανές τους απαντήσεις, μεταβιβάστηκαν και στον εικοστό πρώτο αιώνα. Τα λογοτεχνικά κινήματα, που πήραν την ευθύνη να ωθήσουν τον γραπτό λόγο σε πεδία πρωτόγνωρα, έγραψαν ιστορία.

Πραγματευόμαστε εδώ μία περίπτωση κινήματος, την επονομαζόμενη «γενιά των μπιτ», που έκανε την προσπάθεια να συμπλέξει νεωτερικά στοιχεία, θεμελιώνοντάς τα πάνω σε παραδοσιακές βάσεις, και τελικώς τα κατάφερε. Σαφώς δεν ήταν κάτι που επιχειρήθηκε για πρώτη φορά. Όμως, τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοβουλίας είναι πολύ σημαντικά για τη λογοτεχνία, ειδικά εφόσον το κεφάλαιο της δοκιμασίας του συνδυασμού ιδεών και στοιχείων με άξονες το Ιερό και την Πρωτοπορία παραμένει σαφώς ανοιχτό.

Δυστυχώς όμως, καθώς απέδειξε η ιστορία, οι μπιτ, στην πλειονότητά τους, έμειναν καθηλωμένοι περιέργως στα πρώτα τους βήματα. Δεν θα ήταν διόλου παράτολμο να αναφέρουμε πως ορισμένοι από αυτούς ίσως να μην ολοκλήρωσαν καν αυτό που ξεκίνησαν. Σήμερα, οι εναπομείναντες ποιητές της γενιάς δείχνουν να έχουν βουλιάξει κυριολεκτικά μέσα στο φάσμα της εμπειρίας των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Αυτό που παραμένει ζωντανό και χρήσιμο είναι η απόπειρα που κάποτε έκαναν.

Η «εκκαθάριση» από τη μελέτη του συνολικού τους έργου κατέδειξε πως μπορούμε να μιλάμε υπεύθυνα για τουλάχιστον δεκαπέντε ιδιαίτερα σημαντικούς λογοτέχνες της μεταπολεμικής Αμερικής – σ’ ένα σύνολο γύρω στους πενήντα οι οποίοι δημοσίευσαν ή εξέδωσαν εκείνη την περίοδο ποιήματα και πεζά και μπορούν να θεωρηθούν σε σημαντικό βαθμό ομόθυμοι. Αυτοί είναι οι πραγματικοί αριθμοί.

Η αμερικανική λέξη «μπιτ» (beat) προέρχεται από την αργκό των ανθρώπων των τσίρκων και των υπαίθριων θεαμάτων της δεκαετίας του 1930, η οποία αντανακλούσε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι περιφερόμενοι διασκεδαστές. Εισχωρώντας στον κόσμο των ναρκωτικών, η λέξη «μπιτ» σήμαινε «εξαπατημένος». Ως χαρακτηρισμός που προσδιόριζε πλέον κάτι πιο συλλογικό και σύγχρονο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου από τους μουσικούς της τζαζ και από περιθωριακούς του άστεως και σήμαινε πως κάποιος ήταν στα όριά του, τσακισμένος, φτωχός και απελπισμένος. Το 1944 ο χαρακτηρισμός «μπιτ» τράβηξε την προσοχή του Ουίλλιαμ Μπάρροουζ1 που πρωτάκουσε τη λέξη από το στόμα του Χέρμπερτ Χάνκε, ενός αλήτη (και στη συνέχεια συγγραφέα) της Τάιμς Σκουέαρ, ο οποίος μύησε τον Μπάρροουζ στην ηρωίνη. Μέσω του Μπάρροουζ, ο χαρακτηρισμός «μπιτ» πέρασε στον τότε πρωτοετή του πανεπιστημίου Κολούμπια Άλλεν Γκίνσμπεργκ και στον συγγραφέα φίλο του Τζακ Κέρουακ. Ο Χάνκε είχε «δανειστεί» τον χαρακτηρισμό από παλιούς φίλους που είχε στο Σικάγο, οι οποίοι εργάζονταν σε τσίρκο. Ο ίδιος ο Χάνκε δεν χρησιμοποίησε ουδέποτε τη λέξη για να δημιουργήσει φαινομενικές εντυπώσεις, παρά για να επισημάνει με σοβαρότητα την κατάσταση στην οποία ο ίδιος ή άλλοι άνθρωποι της γενιάς του είχαν περιέλθει. Ο Γκίνσμπεργκ θυμόταν πως ο όρος «μπιτ», όταν τον άκουσε για πρώτη φορά από τον Χάνκε, σήμαινε «εξαντλημένος, χαμένος, άγρυπνος, οξυδερκής, έκπτωτος, μοναχικός, σοφός αλήτης».

Ο Τζακ Κέρουακ ενθουσιάστηκε με τον χαρακτηρισμό και σε μία συζήτηση με τον φίλο του συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, βάφτισε μ’ αυτόν όλον εκείνον τον κύκλο των καλλιτεχνών που μοιράζονταν το «Νέο Όραμα»2 και προσδοκούσαν την Αναγέννηση, το ελευθέρωμα του αμερικανικού λόγου, των τεχνών και της ευρύτερης συνείδησης του αμερικανικού λαού. Το 1952 ο Χολμς έγραψε σ’ ένα του άρθρο για τους Times της Νέας Υόρκης ότι ο χαρακτηρισμός εξέφραζε «ένα είδος πνευματικής και ψυχικής απογύμνωσης». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Κέρουακ και ο Γκίνσμπεργκ άρχισαν να δίνουν έμφαση στην υπαρξιακή πτυχή του όρου, προτάσσοντας τη βαρύτητα του «beat» ως παράγωγου του «beatitude» (μακαριότητα) και του «beatific» (μακάριος), θεωρώντας πως σχετιζόταν άμεσα και καθ’ ολοκληρία με τη μυστική φύση της ύπαρξης. Εξάλλου, η εμφάνιση της γενιάς των μπιτ έλαβε χώρα μέσα στην ανώμαλη και προβληματική πορεία των γεγονότων μιας εποχής της αμερικανικής κοινωνίας (που δεν διέφερε και πολύ από τη σημερινή), με την ηθική και την πολιτική κρίση, τη δογματική σκλήρυνση και την κοινωνική αδικία να έχουν αλλοτριώσει σχεδόν κάθε έκφανση της ζωής. Οι μπιτ, όμως, προχώρησαν μέσα σ’ αυτό το σύστημα γεμάτοι ανθρωπιστικές και ελευθεριακές ιδέες, όχι με στρατευμένη πολιτική άποψη, αντιθέτως, διατυμπανίζοντας την πίστη στο Ιερό, νιώθοντας αποστροφή για κάθε κατεστημένη ιδέα και έννοια. Πέραν αυτών των σημασιών, ο όρος «beat» παρέπεμπε, επίσης, στον χτύπο και στον ρυθμό της τζαζ, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αισθητική πρόταση ολόκληρης της γενιάς.

Η λογοτεχνία των μπιτ απηχούσε πράγματι τις πλέον κρίσιμες διερωτήσεις της εποχής και εισχώρησε σχεδόν σε κάθε καλλιτεχνικό πεδίο και χώρο που σχετίζονταν με τη νεωτερικότητα. Εντέλει, οι μπιτ ήταν εξαίρετοι ουμανιστές, ευπροσήγοροι μέντορες και γνώστες και είχαν βαθιά αντίληψη των πραγματικών όρων που οδηγούσαν την ανθρωπότητα στην παρακμή.

Οι μπιτ ακολούθησαν τα βήματα του Ουόλτ Ουίτμαν, ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή στα αμερικανικά γράμματα· την εποχή που ο ποιητής αναλαμβάνει χρέη συνειδητού οδηγητή της κοινωνίας, και όχι απλώς του απόμακρου μουδιασμένου διανοητή που ίσως συνδράμει κάποτε επιλεκτικά στην επίλυση «μειζόνων προβλημάτων» της ανθρωπότητας. Ο ποιητής αποτιμά με σφοδρότητα και επαναξιολογεί τα πάντα – στη νέα ιεράρχηση, το μυστηριακό αντιμετωπίζεται ως ουσία του σύμπαντος και συνάμα κάθε δογματισμός παύει να εγκαλεί και να προσδιορίζει οποιαδήποτε πτυχή της ζωής. Ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Ουίτμαν διαπνέεται από το όραμα του γάμου της καθημερινής εμπειρίας με την ενόραση και την επιζήτηση του μεταφυσικού αυτοπροσδιορισμού:

«I celebrate myself, and sing myself,

And what I assume you shall assume,

For every atom belonging to me as good belongs to you…»

«Here is the test of wisdom,

Wisdom is not finally tested in schools,

Wisdom cannot be pass’d from one having it to another not having it,

Wisdom is of the soul, is not susceptible of proof, is its own proof…»

Πέραν του Ουίτμαν, οι μπιτ κινήθηκαν, επίσης, στα χνάρια ποιητών που πρέσβευαν ίδιες απόψεις, όπως ο Χαρτ Κρέην3, ή, πιο πιστά, ο Μάξγουελ Μπόντενχαϊμ4, που ήταν ίσως ο πιο χαρακτηριστικός τους πρόγονος.

Πέραν αυτών, υπήρξαν ισχυρές επιρροές και συγγένειες με τα έργα και τις ιδέες των Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, Αρτύρ Ρεμπώ, Αντονέν Αρτώ, Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, και τα κινήματα του ντάντα και του υπερρεαλισμού.

Για τους μπιτ η ποίηση δεν ήταν μόνο ένα διανοητικό αποτέλεσμα, θεωρούσαν πως η ποίηση για να είναι αυθεντική ήταν απαραίτητο να τη ζει, με όποιο κόστος, ο ίδιος ο ποιητής. Ο δημιουργός όφειλε να μεταφέρει την ποιητική αντίληψη στην καθημερινότητά του, στις πράξεις και στις σχέσεις του με τους άλλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψει η ιδέα της επιστροφής της ποίησης «στο πεζοδρόμιο». Αυτή η κίνηση τους χάρισε μία πρόωρη και απροσδόκητη φήμη. Τα έργα των ποιητών γίνονταν γνωστά πριν ακόμη κυκλοφορήσουν σε έντυπη μορφή, υπήρξε μια ανοιχτή και μόνιμη επικοινωνία με το κοινό της ποίησης και η αίσθηση της «κοινότητας» ήταν διάχυτη, ειδικά σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο. Πολλές συνοικιακές καφετέριες και πολλά μπαρ μετατράπηκαν σε ποιητικά στέκια, μικροί ανεξάρτητοι εκδότες ξεφύτρωσαν παντού σαν μανιτάρια και δημιουργήθηκε ένα ανοιχτό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Aκτής.

Δεν νομίζω, ωστόσο, πως είναι και τόσο εύκολο να φανταστεί κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι μπιτ έζησαν και δημιούργησαν. Δεν ήταν καθόλου εύκολη εποχή για κανέναν από αυτούς. Η γενική μα ακλόνητη αίσθηση εκείνης της περιόδου ταίριαζε απόλυτα (παρομοίως με τη σημερινή) στη διατύπωση του Σπένγκλερ, όπως καταχωρίστηκε περίφημα στη μελέτη του Η παρακμή της Δύσης. Οι ιδέες του Σπένγκλερ επηρέασαν τους μπιτ βαθύτατα. Οι μπιτ, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, βίωναν και κατέγραφαν την εμπειρία τού να ζει κανείς μέσα στα ερείπια του χαμένου ανθρώπινου πολιτισμού. Και αυτό συνέβαινε ως κοινωνικό φαινόμενο με τόση σφοδρότητα, για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, και όπως αποδείχτηκε ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο στον δυτικό κόσμο.

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της γενικότερης στάσης των μπιτ ήταν η άρνηση να συμμετάσχουν στον ολοκληρωτισμό του συστήματος και να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές σ’ αυτό προτείνοντας ένα πολύ συγκεκριμένο πρότυπο: τον αισθητικό πνευματικό άνθρωπο που αποποιείται τη βία, την εκκλησία, τον στρατό, την πολιτική, την ισχύουσα ηθική και νομοθεσία – πράγματα, δηλαδή, τα οποία, ούτως ή άλλως, η τέχνη καυτηρίαζε ανέκαθεν. Με τους μπιτ, όμως, συνέβη κάτι πρωτοφανές, η εμφάνιση ενός «ύφους» που αναλογούσε στην πραγματική εικόνα των λογοτεχνών, το οποίο απέκτησε αυτομάτως οπαδούς, όπως, άλλωστε, συνηθίζεται, οι οποίοι, αδιάφοροι ή ανίκανοι να αποκτήσουν όραμα και συνειδητότητα, δημιούργησαν ένα ψευδο-πρότυπο, ανάλογο όλων αυτών που κατακλύζουν τις σύγχρονες πόλεις. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να αφήνει κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο παντελώς αδιάφορο. Κι όμως, σε γενικές γραμμές οι ομότεχνοί τους και οι κριτικοί της λογοτεχνίας «παρασύρθηκαν από το στυλ», προφανώς θορυβημένοι από το προβάδισμα και τα πλεονεκτήματα των έργων τους.

Από την άλλη πλευρά, δεν στάθηκε δυνατή η αποφυγή της σαχλής ειδωλοποίησης τους από δεκάδες αναγνωρισμένους καλλιτεχνίσκους. Ήταν τόσοι πολλοί οι «ποιητές», οι «διανοούμενοι του underground», οι «ελευθεριακοί» συγγραφείς και μουσικοί οι οποίοι έχουν προκύψει από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι σήμερα, οι οποίοι τους μιμήθηκαν ανώφελα και έκαναν χρήση των κειμένων και των ονομάτων τους με αχαρακτήριστο τρόπο. Τα πουκάμισα, το σακίδιο, τα σκισμένα παπούτσια, ακόμη και το κρανίο του Τζακ Κέρουακ, απέδωσαν τεράστια ποσά σε χυδαίους πλειστηριασμούς. Ας είναι. Οι μπιτ γνώριζαν εξαρχής πως, δεδομένου ότι συνέβαλλαν στη δημιουργία μίας νέας αντίληψης, δεν θα μπορούσαν να λείψουν στην πορεία και τα λογής λογής έκτροπα. Επί των επάλξεων, επίσης, και οι αντιδραστικές δυνάμεις ανά την υφήλιο, που έκαναν και κάνουν τα πάντα για να εξαφανίσουν την ιδέα της παγκοσμιότητας και της κοινής συνείδησης πάνω στον πλανήτη. Οφείλουμε, πάντως, να επισημάνουμε πως υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις όπου ορισμένοι μπιτ αποδέχθηκαν, δυστυχώς, την κακόγουστη φιέστα μιας εκτεταμένης δημοσιότητας μέσω μη ποιοτικών προσώπων και δράσεων· που συντηρούσαν και εξακολουθούν να συντηρούν στις μέρες μας ασαφείς ή ανούσιες υποκουλτούρες.

Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, πως η μπιτ λογοτεχνία δεν διαβάζεται με τα μούσια και τα μαλλιά, ούτε και με τα επιμελώς ατημέλητα ρούχα υπό την επήρεια κάποιας ουσίας.

Ο τύπος του μπιτ άρχισε να αποτελεί και να αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό φαινόμενο, αμέσως μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος του Τζακ Κέρουακ Στον Δρόμο το 1957. Από αυτό το χρονικό σημείο και ύστερα, οτιδήποτε σχετικό με τη γενιά των μπιτ, και ιδιαίτερα με τον τρόπο ζωής των μελών της, εμπορευματοποιήθηκε και καταναλώθηκε αφειδώς από την αστική νεολαία της εποχής, δίχως να αξιοποιηθούν, ούτε καν στο ελάχιστο, οι αξίες και οι προτάσεις της γενιάς. Όπως προείπαμε, ο αντίκτυπος αυτού του δημιουργικού ρεύματος στην αμερικανική κοινωνία δεν ήταν παρά ένας ανούσιος και άγονος, παρατεταμένος μιμητισμός, του οποίου η διάρκεια ήταν αντιστρόφως ανάλογη της αξίας του.

Χρειάστηκε να περάσουν παραπάνω από τρεις ολόκληρες δεκαετίες για να αποκατασταθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, και να καταχωριστεί, η λογοτεχνική αξία της γενιάς των μπιτ. Σήμερα, αυτό το ρεύμα αποτελεί τη νεότερη, ολοκληρωμένη και αποσαφηνισμένη ενότητα των γραμμάτων της αμερικανικής παράδοσης. Οι εργασίες που έγιναν και γίνονται δε, πάνω στη φύση των πιο χαρακτηριστικών της κειμένων, ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες κάθε άλλης ιστορικής περιόδου της αμερικανικής λογοτεχνίας. Και αυτή είναι ίσως η πιο σαφής δικαίωση για τους ίδιους τους δημιουργούς και το έργο τους, αφού ανέκαθεν διατείνονταν πεισματικά πως ανήκαν στο ρεύμα της παράδοσης και αυτό εξέλισσαν.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από τους μπιτ βρέθηκαν εξίσου εντός όσο και εκτός του αμερικανικού κατεστημένου, με διάφορους τρόπους, υπό διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, κάποιοι πολύ παραπάνω από άλλους. Η ιδέα του μπιτ «αποζημίωσε» ορισμένους υπέρ το δέον, εξαργυρώθηκε αδρά και μετετράπη σε γραφικότητα, σε νόρμα, επιφορτισμένη με την αποδοχή του περιθωριακού ρόλου.

Οι μπιτ ποιητές και συγγραφείς δεν μιμήθηκαν, δεν έδωσαν παράταση στα ήδη κεκτημένα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Επινόησαν ένα νέο εκφραστικό ρεύμα. Και τούτο έγινε κατορθωτό γιατί γνώριζαν πολύ καλά το σώμα από το οποίο «διασπάστηκαν». Έγιναν νέοι μέντορες και πρωταγωνιστές ενός βαθιά δημιουργικού αντίλογου με την παράδοση, χαρίζοντάς της μία περαιτέρω διάνοιξη, ώθηση και ροή. Κατάφεραν στον καιρό τους να εισαγάγουν νέες τρόπους και νέες ιδέες· καινούργια τέχνη.

Ουσιαστικά όλα ξεκίνησαν από τον Τζακ Κέρουακ, και προσωπικά πιστεύω πως, με τον θάνατό του, όλα τελείωσαν. Ο Κέρουακ, μακράν ο σημαντικότερος λογοτέχνης της γενιάς, δεν ήταν απλώς το απόλυτο μπιτ σύμβολο, ήταν συνάμα ένας συγγραφέας τεράστιας εμβέλειας, με ισχυρό αυτοπροσδιορισμό και ξεχωριστό ταλέντο. Το κατά πόσο αντιπροσώπευε μάλιστα τη γενιά των μπιτ στο σύνολό της, σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Δίχως την παρουσία και το έργο του Κέρουακ, οι μπιτ ως «γενιά» δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν τις γνωστές τους διαστάσεις. Ο Κέρουακ ήταν, πάνω απ’ όλα, εκφραστής του εαυτού του, ήταν ένα κίνημα ο ίδιος. Και το δικό του έργο ήταν εκείνο που έδωσε χειροπιαστή ώθηση στα πράγματα. Η γραπτή δήλωση του Χένρυ Μίλλερ «Το On the Road… το θεωρώ καλό, πολύ καλό, απροσδόκητα καλό. Ειδικά τον τρόπο γραφής. Είναι ένας ποιητής. Η πρόζα του είναι ποίηση»5, έβαλε από νωρίς (το 1958) τα πράγματα στη σωστή τους θέση.

Ο Κέρουακ, με τη συγγραφή τού Στον Δρόμο, πήρε αυτομάτως τον δρόμο προς τη λίστα των μεγαλυτέρων συγγραφέων του νεότερου κόσμου ανάμεσα στους Μέλβιλ, Τζόυς, Σαντράρ, Σελίν, Μίλλερ και άλλους. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζακ Κέρουακ ήταν ο απόλυτος μπιτ, κι αυτό τον κατέστησε αυτομάτως μη-μπιτ. Όλοι οι υπόλοιποι λογοτέχνες της γενιάς, με μοναδική εξαίρεση τον Γκρέγκορυ Κόρσο, ο οποίος πέρα από κορυφαίος ποιητής ήταν κι ένας γνήσιος μπιτ, άδραξαν την ιδέα του «beat» από τον Κέρουακ, την ασπάστηκαν και την αξιοποίησαν δημιουργικά με τον τρόπο τους· άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο πετυχημένα.

Ο δεύτερος πιο διακεκριμένος ποιητής της γενιάς, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ, παρότι άφησε μια σειρά από εμβληματικά και καθοριστικά ποιήματα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να χάνει σταδιακά την ποιητική του πυγμή και αποτέλεσε μία «beat revolutionary icon», απορρόφησε την ποπ κουλτούρα της εποχής (ή απορροφήθηκε από αυτήν), και κατέληξε να περάσει το κατώφλι του «popular» θιάσου. Ως τον θάνατό του το 1997, υπήρξαν στο έργο του μόνο κάποιες ελάχιστες δημιουργικές αναλαμπές. Στην πραγματικότητα, ο δεύτερος πιο σημαντικός δημιουργός της γενιάς, μετά τον Κέρουακ, ήταν ο Γκρέγκορυ Κόρσο.


Η μπιτ γενιά, με το πέρασμα πέντε και πλέον δεκαετιών από τη δημιουργία της, απέδειξε πως, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ενεργοποίησε πράγματι τα κύτταρα της δημιουργίας και της αμφισβήτησης. Τα ερωτήματα και οι λογοτεχνικές μέθοδοι της μπιτ γενιάς διαχύθηκαν σε παγκόσμια εμβέλεια και πολλοί είναι εκείνοι που ανέλαβαν την ευθύνη να διεκπεραιώσουν ή, ακόμη καλύτερα, να ξεπεράσουν αυτό που οι μπιτ κάποτε ξεκίνησαν. Τα έργα των επιφανέστερων μπιτ έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Οι χιλιάδες ανατυπώσεις των βιβλίων τους ίσως να μην αποτελούν από μόνες τους γνώμονα αξιολόγησης μα επιβεβαιώνουν το πόσο δυναμική είναι η παρουσία τους στις μέρες μας. Ήταν πολλοί εκείνοι που διατείνονταν πως τα γραπτά των μπιτ δεν θα άντεχαν στον χρόνο. Τελικά έπεσαν έξω. Όχι μόνο συνέβη το αντίθετο, μα, επιπλέον, οι ιδέες τους συνιστούν σήμερα μία από τις πιο βασικές πηγές επιδράσεων για τη συγκριτική μελέτη της νεότερης αμερικανικής αλλά και παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Δυστυχώς, για πολλούς η λογοτεχνική γραφή δεν είναι παρά δημοσιογραφία της εντοπιότητας και αναπαραγωγή μιας περιορισμένης αντίληψης των πραγμάτων. Για να είναι αντικειμενικοί, θα πρέπει να εξετάσουν το μπιτ φαινόμενο στο σύνολό του και να το δουν στις πραγματικές διαστάσεις των ημερών του. Εκφράζοντας επ’ αυτού τη δυσαρέσκειά του, ο ποιητής Ρόμπερτ Κρήλυ δήλωσε το 1997: «Αμφιβάλλω αν μπορεί κάποιος σήμερα να εκτιμήσει με πόση ευλάβεια αντιμετωπίζαμε το λειτούργημα και την ευθύνη της ποιητικής ιδιότητας».

Στην Ελλάδα, ως επί το πλείστον, κατεγράφησαν εκκωφαντικές αστοχίες για τη ζωή και το έργο των μπιτ. Αυστηρά ακαδημαϊκές, ή όχι, εκτιμήσεις που συχνά άγγιξαν τα όρια του φενακισμού, κατέκλυσαν τον Τύπο και τις εκδόσεις και τέλος σημάδεψαν τόσο μελανά την κριτική.

Χαρακτηριστικές είναι οι περισσότερες από τις περιπτώσεις. Εμφανίστηκαν πολλαπλά άρθρα και αφιερώματα, γεμάτα ανακρίβειες και σοβαρά λάθη, με το απαιτούμενο παραμορφωτικό ψιμύθιο μιας «μπιτνικίτιδας», τη σύγχυση των μπιτ με την άνοστη γενιά τού ροκ εντ ρολ, τις τετριμμένες και αγρεύσιμες νύξεις περί αμερικανικού ονείρου (το οποίο υφίσταται μόνο εάν είσαι κοιμισμένος) και τα συναφή. Έπεσαν στα χέρια αρκετών «διαβασμένων προοδευτικών» και έλαβαν κατεψυγμένες δάφνες οι οποίες θρυμματίστηκαν μπροστά στη φυσική παρουσία και στα έργα των δημιουργών. Οι κακές μεταφράσεις των έργων τους, από την άλλη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υποβάθμισαν δραματικά τη λογοτεχνική τους αξία. Αποδόθηκαν, δηλαδή, στρεβλές σημασίες και κατηγοριοποιήσεις που οφείλονταν στη σύγχυση ανάμεσα στους μπιτ και στους μπίτνικς (οι πρώτοι είναι οι δημιουργοί, οι δεύτεροι οι μιμητές τους) και κατόπιν οδήγησαν στην παραγνώριση της πραγματική τους αξίας, η οποία, ας σημειωθεί, αποτελεί πλέον διδακτέα ύλη σε αρκετά πανεπιστήμια.

Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς προς τι οι παραπάνω «βολές» που σχετίζονται, κατ’ ουσίαν, αλλά και ευρύτερα, με το ζήτημα της κριτικής. Σκοπός δεν είναι η στοχοποίηση προσώπων αλλά η προβολή της βαριάς σημασίας κάθε πρόχειρης φιλολογικής αποτίμησης, της οποίας η παρατεταμένη παρουσία προκαλεί σοβαρά πλήγματα στη ροή της δημιουργικής σχέσης με τα κείμενα και τις ιδέες που έφεραν. Ο πραγματικός λόγος, λοιπόν, για τον οποίο χρειαζόταν να δημιουργηθεί ο ανά χείρας τόμος ήταν η αποκατάσταση του μπιτ φαινομένου, με πραγματικά και κατοχυρωμένα στοιχεία, ώστε να μπορεί πλέον κανείς να έχει αντικειμενική δυνατότητα θετικής ή αρνητικής αξιολόγησης.

Σε επόμενες σελίδες αυτού του βιβλίου διαλαμβάνονται πολλά από τα στοιχεία που βοηθούν στη συνολική αποσαφήνιση του φαινομένου της «μπιτ γενιάς». Πρώτη στη σειρά δημιουργήθηκε η Ανθολογία μπιτ ποίησης (Ροές, 2003). Τώρα, σ’ αυτό το βιβλίο, εμβαθύνουμε πολύ περισσότερο, παρουσιάζοντας συμπληρωματικά πολλές επιπλέον μεταφράσεις6, καθώς και ορισμένα πρωτότυπα κείμενα, πιστεύοντας πως είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα, τόσο για την κατανόηση της μπιτ γενιάς, όσο και για όποια άλλη δημιουργική χρήση – δίχως να παραλείψουμε, βέβαια, να σχολιάσουμε πως τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ από τα χρόνια των μπιτ, και νέες κατευθύνσεις έχουν δημιουργήσει καινούργια πεδία αναζήτησης.

Γιάννης Λειβαδάς,

Mάιος 2009

INFO

Το βιβλίο

«Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς. Στοιχεία για την beat generation»

του Γιάννη Λειβαδά

θα κυκλοφορήσει στα τέλη Ιανουαρίου από τις Εκδόσεις Κέδρος

Σχετικά Θέματα (links)

Nάνος Βαλαωρίτης συνέντευξη: «Οι Beat ανοίξανε ένα δρόμο»

Cellar Older Entries