ΜΑΡΤΙΟΣ 2011: ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

0
1251

Μετά τον πόλεμο

Η ανατρεπτικότητα στην Ελληνική Λογοτεχνία (Part 1)

Άρθρο* του Νάνου Βαλαωρίτη

Μετά την Επανάσταση του 1821 η καινούργια Ελλάδα υιοθέτησε τους πολιτιστικούς προσανατολισμούς ενός Μετααποικιακού έθνους. Η εξαρτημένη της κουλτούρα ήταν περιθωριοποιημένη και αντιμετώπιζε την άγνοια των ξένων μελετητών. Οι ανατολικές επιρροές είχαν επισκιάσει τη λάμψη της.

Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία γεννήθηκε κάτω από αυτό το σκοτεινό σύννεφο, που απλώνει ακόμη τη σκιά του και αγωνίζεται μέχρι σήμερα να αποκτήσει αυτόνομο και ανεξάρτητο χαρακτήρα.

 

Ένα Mετααποικιακό έθνος, με σύνδρομο κατωτερότητας

Από τη μία πλευρά το βάρος του κλασσικού παρελθόντος και από την άλλη πλευρά οι τραυματικές εμπειρίες του παρόντος αποτελούν δύο παράγοντες που βασανίζουν τους Έλληνες μέχρι τη σημερινή εποχή και εξηγούν την εμμονή τους με την πολιτική. Δεν υπάρχει ούτε ένα έργο Πεζογραφίας ή Ποίησης που να μην αναπαράγει το εθνικό σύνδρομο κατωτερότητας , το οποίο μάλιστα ονομάζεται ως “subaltern submission” (σ.σ. περιφερειακή κατωτερότητα, επαρχιωτισμός) στις σύγχρονες θεωρητικές Μετα-αποικιακές σπουδές. Το κυριότερο αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας τόσο στην Ποίηση όσο και εν μέρει στην πεζογραφία είναι η ανάπτυξη ενός μυθολογικού (μυθοπλαστικού) ύφους. Τα ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου , καθώς ανήκουν και τα δύο στο νεοκλασικό μπαρόκ και στον ρομαντισμό. Αισθάνεται κανείς ότι ο Giambattista Vico όταν έγραφε τη θεωρία του για την εξέλιξη δεν αναφερόταν μόνο στην Ιταλία, αλλά και στην Ελλάδα και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αρκετοί από τους πρώιμους ‘Έλληνες θεωρητικούς του φολκλόρ ήταν οπαδοί του.

Σήμερα η Ελλάδα, έχοντας διανύσει μακρά περίοδο αποσταθεροποίησης, πολέμων, επαναστάσεων και εμφυλίων, προσδιορίζεται σαν ένα αναγεννημένο έθνος, μετά από αιώνες αποικιακής διακυβέρνησης. Η ψυχολογία των Ελλήνων είναι η τυπική Μετα-αποικιακή νοοτροπία με την Τέχνη και τη Λογοτεχνία να βρίσκονται κάτω από τις επιρροές ξένων πολιτιστικών ρευμάτων. Ο Σεφέρης είχε επισημάνει σε ένα από τα πρώτα του άρθρα ότι οι τρείς σπουδαιότεροι Έλληνες ποιητές, Κάλβος, Σολωμός και Καβάφης, δεν γνώριζαν ελληνικά ή τα ήξεραν ελλιπώς και σε κάθε περίπτωση το φαινόμενο της διγλωσσίας υπήρχε για πολλούς αιώνες ανάμεσα στη διδασκόμενη γλώσσα και στη λαϊκή δημοτική.

Η ιδέα της Ελληνικότητας

Αντιδρώντας σε όλη αυτή την κατάσταση, οι Έλληνες κριτικοί άρχισαν να προωθούν την ιδέα της Ελληνικότητας. Κάτω από αυτό το λάβαρο εντάχθηκαν πολλοί και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος, ο κριτικός Καραντώνης, ο Ρίτσος και άλλες προσωπικότητες της Αριστεράς. Ωστόσο, στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946 -1949) η ιδέα της Ελληνικότητας δεν υπήρξε και τόσο ωφέλιμη. Οι βιαιότητες που διέπραξαν και οι δύο πλευρές κατέστρεψαν το μύθο της ηθικής και πολιτιστικής ανωτερότητας της Ελλάδας. Η Ποίηση πολιτικοποιήθηκε με τον ιδιότυπο Καβαφικό τρόπο και οι αριστεροί ποιητές αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Καβάφη, έναν προάγγελο της δικής τους ηττοπάθειας. Στην πραγματικότητα πάντως επρόκειτο περισσότερο για την ήττα της Σταλινικής παρέμβασης, παρά για την ήττα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Παράλληλα η προσπάθεια να θεραπεύσει αυτές τις πληγές, οδήγησαν την Αριστερά στο να αποκτήσει τη κυριαρχία της πολιτιστικής ζωής, ενώ ήταν αποκλεισμένη από την πολιτική ζωή. Μέχρι σήμερα , η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων εκδοτών, δημοσιογράφων και κριτικών έχουν υπάρξει κομμουνιστές, ενταγμένοι είτε στο Κόμμα του Εσωτερικού είτε του Εξωτερικού, και λόγω της εμπλοκής τους έχουν την τάση να γίνονται διαμεσολαβητές συμφιλίωσης.

«Η ελληνική λογοτεχνία έχει βαθειά εμπλοκή με την πολιτική»

Την ίδια στιγμή οι Μοντερνιστές της δεκαετίας του ’30 αναπτύχτηκαν σε ένα συντηρητικό κλίμα, που καθιέρωσαν οι διάδοχοι των κριτικών και οι νεοελληνιστές μελετητές με στόχο να εμποδίσουν την αναγνώριση σε μεταγενέστερους συγγραφείς και ποιητές. Η αντικαθεστωτική και η περιθωριακή λογοτεχνία στην Ελλάδα σπανίως αναφέρεται στα επίσημα εγχειρίδια τα οποία κυρίως «ευλογούν τα γένια τους»…

Η ελληνική λογοτεχνία, όχι μόνο έχει βαθιά εμπλοκή με την πολιτική ως προς το περιεχόμενο, αλλά ως προς την παραγωγή και τη διανομή της, η οποία σχετίζεται με πολιτικά παιχνίδια και καταλήγει έρμαιο των περιστάσεων.

Ποιήτριες καταδικασμένες στην αφάνεια

Πρόσφατα πέθανε η περιθωριακή και αντικαθεστωτική Ελληνίδα ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, που το έργο της διαβάζεται ευρύτατα από το Αριστερό κοινό. Μια ηθοποιός με πολλά προσωπικά προβλήματα, ένα πρόσωπο που δεν θα χαρακτηρίζαμε ως «ευρύτερα αποδεκτό». Πιστεύω πως αυτοκτόνησε. Τώρα, το έργο της θα πρέπει να περιμένει πολλές δεκαετίες μέχρι να αρχίσει να μελετάται με σοβαρότητα. Η ζωή της, που υπήρξε επίσης σκανδαλώδης, δεν θα είναι αποδεκτή σε αυτό στενόμυαλο πολιτιστικό περιβάλλον, που αν μη τι άλλο, της οφείλει μια ένδειξη σεβασμού.


Η Μαντώ Αραβαντινού, που δεν υπήρξε καθόλου σκανδαλώδης, αλλά ήταν ανεξάρτητη και ειλικρινής, μετά από μια σύντομη επιτυχία, στην ουσία σβήστηκε από τον χάρτη. Είναι άρρωστη (σ.τ.μ. πέθανε το 1998) και όλα της τα βιβλία είναι εξαντλημένα. Στάθηκε αδύνατο να πείσω οποιονδήποτε εκδότη να τα επανεκδώσει. Από την πρώτη της εμφάνιση το 1962 με την «Γραφή Α’» αναδείχθηκε σε εξαιρετική ποιήτρια της γενιάς της και όμως κανείς δεν γράφει γι αυτήν. Είναι σαν να μην έχει υπάρξει.

Ποιητές καταδικασμένοι στην αφάνεια

Τα δύο προηγούμενα παραδείγματα, μιλούν για γυναίκες. Όμως ούτε και οι άντρες εξαιρούνται από την βραδύτητα με την οποία συμβαίνουν τα πάντα στην Ελλάδα, η οποία έκανε τον Σεφέρη να δηλώσει ότι οι Έλληνες μονίμως ξεθάβουν πράγματα από το παρελθόν.

Ακόμη και ο Καβάφης μεταφράστηκε 20 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του! Όσο ζούσε, η ελληνική λογοτεχνία ήταν ακόμη γκέτο, οι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές ήταν κυρίως ερασιτέχνες και ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να ονειρευτούν αναγνώριση εκτός της Ελλάδας. Ο Καβάφης, κυκλοφορούσε τα έργα του, τα οποία τύπωνε ο ίδιος, δίνοντάς τα σε επιλεγμένους φίλους και κριτικούς. Στη διάρκεια της ζωής του δεν εμφανίστηκε καμία δική του ποιητική συλλογή.

Ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος που ανήκαν στο πιο ακραίο ρεύμα του Μοντερνισμού, αντιμετώπισαν την αδιαφορία και υπέφεραν, συγκριτικά με τον Ελύτη και τον Σεφέρη.

[Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου]

CELLAR Older Entries