50 χρόνια ελλαδικού Ready Made 1960-2010

0
1067

To Κολλάζ ως Τέλος της Δεξιοτεχνίας

Κείμενο: Θανάσης Μουτσόπουλος

Στην μέχρι τώρα ιστορία της τέχνης θεωρείτο ότι το πρώτο κολλάζ δημιουργήθηκε από τον Pablo Picasso και ήταν το έργο Νεκρή Φύση με Ψάθα (1912) Κάποιοι ιστορικοί συνηγορούσαν υπέρ ενός άλλου κυβιστή ζωγράφου, του Georges Braque για το ίδιο επίτευγμα όμως οι αμφισβητήσεις σταματούσαν κάπου εδώ.

Το έργο του Picasso ήταν ένα ζωγραφικό (άρα χειροποίητο) έργο όμως ο καλλιτέχνης επέλεξε να προσθέσει/επικολλήσει ένα τμήμα ψάθας από καρέκλα. Για πολλά χρόνια και σε πάμπολλα βιβλία ιστορίας της τέχνης το γεγονός ήταν καταγεγραμμένο ως η οριακή στιγμή όπου το προϋπάρχον αντικείμενο εισέρχεται στη σφαίρα της καλλιτεχνικής διαδικασίας και ξεκινάει η αρχή του τέλους του ρόλου της δεξιοτεχνίας και της χειροναξίας στις εικαστικές τέχνες.

 

Κατά την Cosa Mentale του Leonardo, o καλλιτέχνης μετατρεπόταν πλέον, πρώτα απ’ όλα, σε σκεπτόμενο άνθρωπο [Homo Sapens] και δευτερευόντως, πλέον, σε κατασκευαστή [Homo Faber]. Όμως σήμερα η ιστορική αλληλουχία αυτών των γεγονότων αμφισβητείται. Μετά το κίνημα της Art Brut και σειρά εκθέσεων και μελετών πάνω στην τέχνη των ψυχικά νοσούντων, σήμερα τείνουμε να ξαναγράψουμε την ιστορία της τέχνης συμπεριλαμβάνοντας και τους εγκλείστους σε ιδρύματα.

 

 

Πλέον έγινε γνωστό ότι η πρώτη χρήση κολλάζ στην ιστορία παράχθηκε από τον, αδιαμφισβήτητα πιο αναγνωρισμένο, ψυχασθενή καλλιτέχνη, τον Ελβετό Adolf Wölfli, και μάλιστα (τι ειρωνεία) σε ένα από τα κολλάζ ενσωμάτωσε μια διαφήμιση της σούπας σε κονσέρβα Campbell’s, περίπου εξήντα χρόνια πριν χρησιμοποιήσει το ίδιο μοτίβο ο Andy Warhol.[1]

Με το Dada ήταν φυσικό ή χρήση του κολλάζ να εκτιναχθεί σε αυτοτελής καλλιτεχνική (ή, έστω, αντι-καλλιτεχνική) δημιουργία, αφού αμφισβητούσε κάθε έννοια δεξιοτεχνίας ή καλλιτεχνικής παιδείας. Στον πρόλογο του για την πρώτη έκθεση με κολλάζ του Max Ernst, ο André Breton τονίζει ότι με την εφεύρεση της φωτογραφίας οι παραδοσιακοί τρόποι της εικαστικής έκφρασης έχουν χάσει το νόημα τους, με τον ίδιο τρόπο που με την αυτόματη γραφή [η οποία ορίστηκε ως «η φωτογραφία του μυαλού»] διατάραξε το λεκτικό πεδίο.[2]

O Ernst χρησιμοποιεί σύμβολα ενός πρωτόγονου Εξωτισμού όπως αφρικάνικες μάσκες στα κολλάζ από γκραβούρες που κατασκευάζει για το βιβλίο Une Semaine de Bonté [Μια Εβδομάδα Αρετής] (1934). Παρμένα από την εφημερίδα La Nature αυτά τα πολιτισμικά αντικείμενα χάνουν επαφή με το αρχικό τους πλαίσιο και μετατρέπονται σε αλλόκοτο θέαμα.

Ο Σουρεαλισμός λειτούργησε ως συνέχεια του Νταντά απαρνούμενος τον απόλυτο μηδενισμό του προκατόχου του. Έτσι ο Σουρεαλισμός ήταν ένα αναμφισβήτητα καλλιτεχνικό κίνημα, και ως τέτοιο επανέφερε τη ζωγραφική αναπαράσταση ενώ στη διαδικασία χρησιμοποίησε μια σειρά από ελκυστικά αντικείμενα της εποχής, το αντίστοιχο της pop κουλτούρας της περιόδου.[3]

Oι εικαστικοί καλλιτέχνες του κολλάζ που έφθασαν το ψαλίδι τους μέχρι το μαγικό κόσμο, αλλά ταπεινό χώρο των κόμικς, αποτελούν μια, ούτως ή άλλως, ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Kurt Schwitters είναι προφανώς η πρώτη περίπτωση που έρχεται στο μυαλό. Αν το προπολεμικό του έργο έφερνε τον αέρα των διανοουμενίστικων μπιστρό, τα κολλάζ που κάνει στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ανακατασκευάζουν τη συνολική αισθητική των αμερικάνικων κόμικς.

Περισσότερο από κάθε άλλο ίσως το Άτιτλο (Για την Kate) του 1947 εμφανίζει μια εξώκοσμη αλλοίωση της πραγματικότητας (;) των κόμικς, διατηρώντας παράλληλα το κλίμα ελαφρύ. Για τον απομονωμένο καλλιτέχνη του Σαν Φρανσίσκο, Jess τα κόμικς ήταν το στοιχειώδες και βασικό λεξιλόγιο. Ο ίδιος παρήγαγε μεταλλάξεις του ίδιου πράγματος, ξεκινώντας από το 1958.

Αρχίζει με γκραβούρες του 19ου αιώνα, κάνει μια μεγάλη στάση στον Dick Tracy (αγαπημένη του πρώτη ύλη) και φτάνει στα χαρτάκια από τσίχλες με εικόνες των Βeatles. Διατηρεί τη δομή των αφηγηματικών καρέ, όμως τα αλλεπάλληλα στρώματα των επικολλήσεων με τους τελείως παράλογους ή εκτός χρόνου διαλόγους στα “συννεφάκια” οδηγούν το αποτέλεσμα σε ένα σουρεαλίζον χάος άνευ προηγουμένου.

Λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ’60, ο Öyvind Fahlström τσακίζει, ξεσκίζει, κόβει και ξανακολλάει τμήματα, λεπτομέρειες ή και ολόκληρες σελίδες από το αριστουργηματικό κόμιξ του Herriman, Krazy Kat. Ολοκληρώνει το σύνολο ζωγραφίζοντας την επιφάνεια με χρώματα (λαδιού). Τελικά ανασυντίθεται ένα πράγμα που κατά περίεργο τρόπο και είναι και δεν είναι το σημείο εκκίνησης του έργου, δηλαδή το κόμικ. Ταυτόχρονα αφιερωματικός και βέβηλος. Το Dada φυσικά είναι παρόν ως πνεύμα όπως είναι και οι Καταστασιακοί (που βρίσκουν χώρο ανάλυσης  παρακάτω).

 

info@bookbar.gr

 

1 Όταν ο Adolf Wölfli, ένας αμόρφωτος Ελβετός εργάτης, άρχισε να κακοποιεί νεαρά κορίτσια και να ξεσπάει σε κρίσεις βίαιης οργής, κλείστηκε στο Άσυλο Waldau κοντά στη Βέρνη. Ήταν επιρρεπής σε παραισθήσεις ενώ συνέχιζε να είναι βίαιος. Όμως χρόνια μετά τον εγκλεισμό του, άρχισε να σχεδιάζει δημιουργώντας έναν τεράστιο αριθμό σχεδίων με παστέλ και κολλάζ, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται ο πιο σημαντικός ψυχασθενής καλλιτέχνης ή εκπρόσωπος της outsider art. Ο Wölfli δεν είχε καμία απολύτως παιδεία σχετικά με την τέχνη, τη μουσική, τη γεωγραφία, τη θεολογία, την επιστήμη ή οποιαδήποτε άλλη γνωστική περιοχή που εμφανίζεται μέσα στα έργα του. Από ιατρικής άποψης η δουλειά του Wölfli έχει συστηματικά  καταχωρηθεί ως σχιζοφρενική τέχνη. Στα σχέδια του Wölfli συναντάμε άγιους και θεούς, ακόμη συχνότερα θεές, τις οποίες απεικονίζει ως φτερωτούς αγγέλους. Οι σελίδες των τετραδίων του γεμίζουν ασφυκτικά σε ένα horror vacui [φόβο του κενού] ανάλογο με αυτό που συναντάμε σε πολλά έργα ασθενών. Η τέχνη των εγκλείστων σε ψυχιατρεία έχει περάσει από πολλές διαδοχικές αλλαγές ως προς την ορολογία που χρησιμοποιείται: από το κλινικό «τέχνη των ψυχασθενών» στο υποτιμητικό «Παρακμιακή τέχνη» στο οποίο εντάχθηκε από τους ναζί (μαζί με μεγάλο μέρος του «υγιούς» μοντερνισμού και την τέχνη των «πρωτόγονων» λαών) στην Art Brut που εφηύρε ο Jean Dubuffet, στο «πολιτικά ορθό» Outsider Art (τέχνη του περιθωρίου) της εποχής μας. Στο μεταξύ αυτή η τελευταία ανέπτυξε τους θεσμούς της, τα περιοδικά της, τις γκαλερί της και σήμερα τα έργα που εντάσσονται σ’ αυτήν αγγίζουν ψηλότερες τιμές από τα «συμβατικά». Walter Morgenthaler, Madness & Art: the life and works of Adolf Wölfli, μτφρ. A. esman, University of Nebraska Press, 1984, σ. 56. Βλ. και: Elka Spoerri, Adolf Wölfli, Museum of Fine Arts Berne, 1976.

 

2 André Breton, «Max Ernst», Les Pas Perdus, στο Oeuvres Complètes I, Gallimard, 1988, σ. 245-6.

3 Calvin Tomkins, The World of Marcel Duchamp, Time Incorporated, 1966, σ. 103.

INFO

Τα κείμενα «50 χρόνια ελλαδικού Ready Made 1960-2010» δημοσιεύτηκαν στον κατάλογο/βιβλίο που συνόδευε την έκθεση «Ανακύκλωση-Επανάχρηση-Οικειοποίηση (ιδιοποίηση)» η οποία πραγματοποιήθηκε στην Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος», σε επιμέλεια Θανάση Μουτσόπουλου.

 

Στο επόμενο

Φωτομοντάζ

 

Προηγούμενα

-Η Κρίση της Τέχνης

-Το Τέλος του Χειροποίητου (η τέχνη στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής) και το Ready Made