«Hσθάνθη τοσαύτην εμπιστοσύνην και ασφάλειαν» (part 3 of 3)

0
1014

Μια λοξή ανάγνωση στη «Γυφτοπούλα»

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Part 3 0f 3)

Του Ηλία Καφάογλου

Τι υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, μιας πόλεως-κράτους, προσπάθησα να πω, είναι πρωτίστως πολιτικό γεγονός και με αυτή την έννοια αναρωτήθηκα προηγουμένως τι, εντέλει, υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκτός από το αυτονόητο, την Κωνσταντινούπολη από την κατάληψη από τον εχθρό –τα γεγονότα δεν είναι αντικείμενα, ακόμη κι αν διαθέτουν μιαν αδιάσπαστη πυκνότητα του πραγματικού, συνήθιζε να υπενθυμίζει ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ επισκεπτόμενος συχνά πυκνά τον ιστορικό τού Περί Ιουδαϊκού πολέμου, τον Φλάβιο Ιώσηπο και αυτή την άλλη άλωση, της Μασάντα.

 

Γι’ αυτό, επέμενε ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός, ο ιστορικός διάλογος υφαίνει πάντοτε ένα δίκτυο εξηγήσεων και υφαίνεται μέσα από παρακάμψεις, σταυροδρόμια, λοξούς συνδυασμούς, ο διάλογος για και με την ιστορία αρθρώνεται μάλλον μέσα από συναντήσεις παρά από καταγραφή γεγονότων, πόσο μάλλον μέσω αυτοεκπληρούμενων προφητειών, σαν αυτές που γεωργήθηκαν μετά την Άλωση, για τη αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού, λόγου χάριν. Στη μελέτη της Ιστορίας, φτάνουμε, από στενωπούς, για αυτό και  συχνά πρέπει να κάνουμε βήματα επί τόπου, αν θέλουμε να αναθεωρήσουμε τις επιβεβλημένες εκδοχές της μνήμης και της ιστορίας. Η ιστορία πάντοτε ποιείται. Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι κάτι που αφορά στο παρελθόν, θυμάμαι να με μαθαίνουν οι καθηγητές μου στο Λύκειο και να επιμένουν ότι η ιστορία αφορά στο παρόν – οι ιστορικοί δημιουργούν την ιστορία μέσα από τους τρόπους, όπως με έμαθαν δάσκαλοι σοφοί ύστερα από το Λύκειο, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης,  διά των οποίων οι κοινωνίες εξιστορούν το παρελθόν και διαλαμβάνουν τη σχέση μας μαζί του.

 

Επανέρχομαι στην άλωση, με μικρό α, τώρα. Οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τους τελευταίους Παλαιολόγους, με τους Τούρκους προ των πυλών, υιοθέτησαν ένα πολιτικό σχέδιο με δύο σκέλη. Προκειμένου να προσεγγίσουν τους Δυτικούς, ο αυτοκράτορας έπρεπε να απομακρυνθεί από την επιρροή των εκκλησιαστικών κύκλων. Προκειμένου να  διαπραγματευτούν έπρεπε να εκπροσωπούν ένα εδαφικά προσδιορισμένο κράτος, με ομοιογενή εθνικά χαρακτηριστικά.

 

Ευεξήγητο είναι, επομένως, γιατί οι Παλαιολόγοι ήταν ανυποχώρητοι στο θέμα της ένωσης, με αποτέλεσμα  το Κράτος να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Ακριβώς χάρη στην ογκούμενη αυτή διάσταση, μέσα από την οποία, νομίζω ότι μπορούμε να δούμε την πορεία προς τη διαμόρφωση μιας εθνικής συνείδησης, παρά και εν αντιθέσει με τις επιταγές –προσοχή, δεν γράφω επιλογές– του Πατριαρχείου, οι Παλαιολόγοι μπόρεσαν να υπερασπιστούν την εξουσία τους, εξουσία εκκοσμικευμένη, και να προάγουν την  ενωτική τους πολιτική, ως εκ των ων ουκ άνευ πλαισίου, πολιτικής επιλογής, δηλαδή, ώστε η εξουσία τους, στην οποία φρόντιζαν να δίδουν το ανάλογο ιδεολογικό περίβλημα   – με πρότυπο τον φιλόσοφο-βασιλέα ως ενσάρκωση της αρετής που συναντάται ήδη από τον 13ο αιώνα, και που βέβαια παραπέμπει στις ιδέες του Πλάτωνα-, να εδραιωθεί και η Κωνσταντινούπολη, κέντρο μιας ενοποιημένης πολιτικά και οικονομικά Μεσογείου –θυμίζω τις σχέσεις Βυζαντινών και Ιταλών εμπόρων-  να διασωθεί. Η ελληνικότητα, έτσι, γίνεται ορθοταξία, στοιχείο πολιτικής ταυτότητας, επομένως και εδαφικής συνοχής.

 

Τούτη την ορθοταξία υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αυτή του την πολιτική επιλογή, όχι  τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να αναγεννηθεί η αυτοκρατορία, η Αυτοκρατορία του Πατριαρχείου και των οφφικιαλίων, ο τόπος της ορθόδοξης αυταπάτης, ένας  ου-τόπος, η ύπαρξη του οποίου θα διασφάλιζε τον πολιτικό ρόλο μιας Εκκλησίας που πολιτευόταν από άμβωνος, όπως, άλλωστε, και η Ρωμαιοκαθολική, και εξακολουθεί να το κάνει, όπως ακριβώς  και οι Λατίνοι – οι ιερείς, ως οργανικοί διανοούμενοι, με την γκραμσιανή  έννοια, είναι άλλος λογαριασμός, η παυλιανή εκκλησία επίσης, κυρίως αυτή.

 

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ἐπεσε μαχόμενος για ένα πολιτικό διακύβευμα, το χαρακτήρα του κράτους τον οποίος εκείνος ο κοσμικός άρχοντας προέκρινε – υπενθυμίζω πως, παρά τα θρυλούμενα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν εστέφθη, υπενθυμίζω, επίσης, ότι σύμφωνα με το Υποθήκαι βασιλικής αγωγής του Μανουήλ  Παλαιολόγου ο βασιλιάς ήταν θνητός και έπρεπε να ασκεί έννομο επιστασία, κριτής και του εαυτού του.

 

Η  φράση που αποδίδεται στον Νοταρά και την οποία χρησιμοποίησα ως  μότο παραπέμπει, νομίζω, στην ιδεολογική κατάρρευση του Βυζαντίου, υπό την έννοια ότι οι ιδέες δεν υποστήριξαν με τρόπο πειστικό τις πολιτικές επιλογές και η διαμάχη ενωτικών και ανθενωτικών τούτη ακριβώς την ήττα επισφράγισαν. Ἠττα της οποίας η άλωση είναι η έσχατη επιβεβαίωση. Οι Τούρκοι προ των πυλών αφύπνισαν την ιδεολογική διαμάχη των Βυζαντινών και η νίκη τους επικύρωσε την ιδεολογική κρίση και την αδυναμία διαχείρισης ενός «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Χριστό, ανάμεσα στις εικόνες και στους θεούς της Αρχαιότητας, ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και στο Πατριαρχείο.

 

Πιστεύω πως  η Γυφτοπούλα του Παπαδιαμάντη ακριβώς (και) με αυτή την οπτική μπορεί να διαβαστεί, πόσο μάλλον που η συζήτηση για το χαρακτήρα του Βυζαντίου είναι ανοιχτή στο δημόσιο διάλογο, όπως και ο αναστοχασμός για τις πολλαπλές ταυτότητες των Ελλήνων και την έννοια της πατρίδας σήμερα, με τη χώρα να βυθίζεται σε παρατεταμένη ύφεση. Θέλω να πω πως με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονταν, εντέλει,  τον ευατό τους ως  Βυζαντινών ο Πλήθων και ο Λουκάς Νοταράς, λόγου χάριν. Αναλόγως, θαρρώ, ο κάθε ένας από εμάς  μπορεί να προσδιορίζει την ταυτότητά του ως  ’Ελληνα  διαφορετικά από τον άλλον και σε τούτη την παρατήρηση στηρίζω την επείγουσα ανάγκη αναστοχασμού για τις έννοιες της κοινότητας και των συλλογικών ταυτοτήτων – όχι των φαντασιακών κοινοτήτων.

 

Σκέφτομαι, ακόμα,  πως η ηρωίδα του Σκιαθίτη με τον   έρωτά της, με την παρρησία του κορμιού της και την υπερήφανη θανή της,    σκέφτομαι πως η   Γυφτοπούλα εντέλει είναι ένα μυθιστόρημα για την άλωση, κατορθωμένο επειδή  ομιλούσαν στην εποχή του Σκιαθίτη για την Ἀλωση, επειδή έτσι προκρίνουν αρκετοί να ομιλούν και σήμερα

 

Η Αϊμά, μια γυναίκα ερωτευμένη

H«Γυφτοπούλα», η Aϊμά –αυτοαναγνωρίζεται, άραγε, ως Ελληνίς, ως Ρωμαία, ως Βυζαντινή; Σε λίγο μπορεί και να ξέρουμε…- η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, με το θωπευτικό βλέμμα που ρίχνει –ή, μήπως, με το οποίο φιλοδωρεί-  (σ)τα αγάλματα, με το τρυφερό βλέμμα με το οποίο αντικρίζει το αρχαίο κάλλος, με το βλέμμα, όλο εσωτερική γαλήνη, με το οποίο αγκαλιάζει το σμιλεμένο μάρμαρο, μας «λέει» ότι θέλει να ζήσει, έστω και για λίγες στιγμές, το Ωραίον καθαυτό, όχι ως εφαλτήριο, ως μέσο για να εκφράσουμε το σεβασμό μας προς το θείον.

 

H πορεία της Aϊμά προς το άντρο είναι η πορεία μιας ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία δεν βρίσκεται πουθενά, προς τη θαλπωρή, που μόνον το κάλλος μπορεί να προσφέρει. Eίναι η πορεία ενός ανθρώπου που, επιτέλους, αφήνεται, αγγίζει, θαυμάζει, (απο)λαμβάνει. Zει με τις αισθήσεις του . Kαι πεθαίνει. Αυτή, μια Bυζαντινή. Aπό την ανάποδη.

 

O Πλήθωνας, ένας Bυζαντινός κι αυτός. Αλλά από την ανάποδη, επίσης: μπροστά στην αναπότρεπτη κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, ο Πλήθωνας «έμοιαζε να λέει στους συμπατριώτες του: “Iδού πού μας οδήγησε η πρόσδεσή σας στο άρμα του Χριστιανισμού. […] Ξανά προς τα πίσω! Εμπρός να ξαναβρούμε τους αληθινούς μας θεούς, αυτούς που μας κάνουν ικανούς ν’ αναχαιτίσουμε τις ορδές των Περσών και μας δόξασαν στην υφήλιο”», για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη παρατήρηση του Λάκη Προγκίδη (:«Aσίνην τε, Aϊμά και το πληθώνειο άντρο»:  O Παπαδιαμάντης και η Δύση, εκδ. «Eστία», 2002). Για τον Πλήθωνα, αρκούσε στη θέση των Ευαγγελίων να μπουν οι ιδέες του Πλάτωνα, «στη θέση των εικόνων, τα ξόανα των αρχαίων θεών». Δύο κόσμοι, λοιπόν, θάβονται μαζί με την Aϊμά; Ή μήπως, ένας κόσμος που στήριξε την ύπαρξή του σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Παγανισμό, ανάμεσα στην ελληνική τέχνη και στη χριστιανική θρησκεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, τη στιγμή της έσχατης κρίσης, εμφανίζεται ο Πλήθωνας: ορίζοντάς του το Bυζάντιο και ορίζοντας του Bυζαντίου ο «εναγκαλισμός», για να καταφύγω στον Προγκίδη πάλι, «της Eκκλησίας του Xριστού με την “έκφραση” των θεών της ειδωλολατρίας».

 

«Τα αγάλματα «ανατρέπονται εκ βάθρων,

την ίδια στιγμή γκρεμίζεται

και η Bυζαντινή Aυτοκρατορία»

Tο βλέμμα, η χειρονομία της αποσυνάγωγης Aϊμάς, προκαλεί μια σεισμική δόνηση. Πριν τα αγάλματα πέσουν κομμάτια στο έδαφος. Λίγο πριν σημάνει το τέλος, η Aϊμά, επιτέλους, φτάνει κάπου, στην πατρίδα των αισθήσεων, απελευθερώνεται, με το βλέμμα της, σαν αστραπή, γεύεται  τον απαγορευμένο καρπό. Λίγο πριν πέσει η αυλαία, ιστορία αιώνων ξάφνου φωτίζεται, διά χειρός Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Tη στιγμή που τα αγάλματα «ανατρέπονται εκ βάθρων, ως εκ του επισυμβάντος σεισμού», την ίδια στιγμή γκρεμίζεται και η Bυζαντινή Aυτοκρατορία. Γκρεμίζεται   μαζί της και ο παγανισμός. Eπιτέλους, ένα πτώμα, αυτό των αρχαίων φαντασμάτων, θάβεται. O άνθρωπος των νεότερων χρόνων, ο «άλλος», ο «διαφορετικός», ο «αποσυνάγωγος», αναδύεται. Λαμβάνει υπόσταση, χάρη στο ηδυπαθές βλέμμα του, χάρη στην κρίσιμη χειρονομία του που προκαλεί σεισμό, απρόσμενη κραυγή ελευθερίας.

 

«Tο πρόσωπον του Μάχτου έφερε πρόδηλα τα ίχνη της πρώτης και τελευταίας ευτυχίας, ην απήλαυσεν επί της γης. Tο πρόσωπον της Aϊμάς εξέφραζεν οδύνην και πικρίαν». Όχι, όμως, γιατί αγαπούσε τον Μάχτο. Κάποιον άλλον αγαπούσε αυτή, στον έρωτα, ιδίως τότε, έγινε μια άλλη. Tον απαγωγέα της αγαπούσε – ο έρωτας, θαρρώ, σαράκι και γήτεμα, ευλογία και όλεθρος, ισορροπεί πάντοτε στο χείλος της ήττας, στον έρωτα πάντοτε φαίνεται να γινόμαστε άλλοι, και τούτη η παραδοχή πυροδοτεί την ελεημοσύνη της ηδονής που είναι και μια ελεημοσύνη για τη λήθη, την κατάλυση της ετερότητας, αυτήν, που πάνω από όλα, η γυναίκα η ερωτευμένη με τον απαγωγέα της θέλησε και τόλμησε με το κορμί της -τη δική της πατρίδα-,  φλογισμένο πια, να καταλύσει, αφού ο λόγος των ανθρώπων και ο αποκαλυπτικός λόγος δεν της έδωσαν μια πατρίδα να ζήσει, να νοσταλγήσει ή να αρνηθεί.

 

Όσο σκέφτομαι την Αϊμά, την ηρωίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που υπερασπίζεται με το θάνατό της το δικαίωμά της να ερωτευτεί, να απελευθερωθεί, να προκρίνει την ηδονή των σωμάτων απέναντι στο χριστιανικό πρόταγμα, σκέφτομαι πως ο έρωτας όσο προχωρά, το παρελθόν του διαγράφει, ο έρωτας ένα δάνειο είναι που συνάπτεται με υποθήκη το μέλλον, δεν αφήνει πίσω του χαρακώματα ο έρωτας, μια κεντρόφυγη δύναμη είναι, έρωτας σημαίνει για την Αϊμά, μπορεί και για εμάς, την ανάγκη να προστατέψουμε, να θρέψουμε με τις αισθήσεις, να προφυλάξουμε για να προφυλαχτούμε, να γίνουμε φιλάνθρωποι, ζηλόφθονα να περιφρονήσουμε, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε και να εγκλωβιστούμε – ο φόβος πάντα ψάχνει μιαν αγκαλιά και ο έρωτας εκπληρώνεται. Έρωτας είναι για τη    «Γυφτοπούλα» η αλαζονική αγάπη της, αφού το τέλος έχει διαγνωστεί,  και πληρώνεται με σάρκα εκ της σαρκός της. Όπως και κάθε έρωτας, εξάλλου.

 

Έναν άνθρωπο καιροσκόπο, έναν άνθρωπο του καιρού του, των χαλεπών καιρών, αγαπά η Αϊμά. «Oυδέν το παράδοξον», γράφει ο Παπαδιαμάντης. «Tα τοιαύτα αισθήματα γεννώνται συνήθως υπό αλλοκότους περιστάσεις. Λέγουσιν ότι σπέρμα είδους τινός φυτού, αναρπαζόμενον υπό του ανέμου, δύναται να πέση εις οιανδήποτε γην και να παραγάγη την οικείαν βλάστησιν. Tο δε σπέρμα του αισθήματος, άδηλον εκ ποίας γης αναδίδεται, υπό ποίου ανέμου φέρεται και εις ποίον έδαφος πίπτει».

 

Αλλά τι πραγματικά ξέρουμε για την Aϊμά, της οποίας μου αρέσει, τώρα στην έξοδο, να σκέφτομαι τρυφερά το κορμί με πόθο αόριστο ανθισμένο, να θέλει εν σώματι να εποικίσει στην απροσδιοριστία του μέλλοντος, με το σώμα της, αυτή η έτερη, να αίρεται υπεράνω του χτιστού και κυριολεκτικά χτισμένου παρελθόντος και με το σπαραγμένο από τον έρωτα κορμί της στον δικό της τάφο, στο κατάδικό της κοιμητήριο, στη δική της πατρίδα, δηλαδή στο δικό της τόπο καταγωγής, να χαράζει το μέλλον προς την Αναγέννηση;

 

Τι ξέρουμε για  τη «Γυφτοπούλα», μια γυναίκα ερωτευμένη και για αυτό μόνη και αποσυνάγωγη,  που πέθανε στις 29 Mαΐου 1453, την ίδια ημέρα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μια γυναίκα που πέθανε υπερασπιζόμενη τη δική της πατρίδα, το κορμί της, όπως εκείνος πέθανε υπερασπιζόμενος τη δική του εκδοχή για μια πατρίδα;

 

info@bookbar.gr

Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη,

τρία χρόνια από το θάνατό του (29 Μαΐου 2008)

 

Προηγούμενα άρθρα:

Μια λοξή ανάγνωση στη «Γυφτοπούλα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Part 1 0f 3)

Μια λοξή ανάγνωση στη «Γυφτοπούλα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Part 2 0f 3) Ρωμαίος ή (και) Έλλην;

Older Entries