To …μονοκίνι και η κάλπη!
Γράφει ο Νίκος Μουλίνος
Ο καθένας έχει ένα φίλο που τον ξεχωρίζει περισσότερο από τους άλλους. Η παλιά μου γειτόνισσα , η κυρά – Στάσα του Παντελή, στον Πειραιά, τον έλεγε «γκαρδιακό». Σήμερα , άλλαξε, κι έγινε κολλητός !
Ο γκαρδιακός ή κολλητός του Μπάμπη είναι ο Μιχάλης. Βρίσκονται τακτικά και τα λένε. Λένε τα δικά τους – καμιά φορά, όμως, λένε και των άλλων. Ο Μιχάλης μένει στην Ηλιούπολη, στη Κάτω Ηλιούπολη. Τραπεζικός ο Μιχάλης. Τώρα τελευταία έγινε και προϊστάμενος! Βέβαια ! Και καμάρωνε και μαζί του κι ο Μπάμπης, κι όταν έπιναν καφέ στο ΗΜΙΩΡΟ, του έκανε και τη πλάκα του.
– Πληρώνει ο κύριος προϊστάμενος, έλεγε στη κοπέλα που έφερνε το λογαριασμό.
Η ζωή του Μιχάλη, φέτες από μανταρίνι – μικρές, ίδιες κι από γεύση λίγο πικρές – λίγο γλυκές. Ώσπου, όπως ισχυρίζεται κι ο Μιχάλης , ήρθε η οικονομική κρίση.
Τον βρήκε, όπως τους περισσότερους δηλαδή, ένα απόγευμα , τέτοιο καιρό, καθισμένο στο καναπέ , στη τηλεόραση
– Είμαι η κρίση , συστήθηκε, και πρόσθεσε « θα βολευτείς με πολύ λιγότερα από ‘ δω και μπρος» και καθόρισε , αμέσως, και τις παραμέτρους του καινούριου «οδικού χάρτη» -πεζοπορών, αγκομαχών, ανηφορίζων, σιωπηλός κι αμίλητος και …ευχαριστημένος !
Ο Μπάμπης τα σκέφτεται όλα αυτά , καθώς περιμένει το Μιχάλη, στο ΗΜΙΩΡΟ για να πιούν καφέ και μάλιστα ύστερα από πολύ καιρό. Δίπλα ακριβώς δυο νεαρές κοπέλες συζητούν.
– Που λες, φέτος Φλόη μου θα φορεθεί πολύ το μπικίνι. Σε μωβ! Με ρίγες , όχι σκέτο, εδώ, κάτω – κάτω, στην άκρη , ξέρεις ;
Η άλλη κουνάει το κεφάλι της σαν να θέλει να πει « θα έπρεπε να κάνω κάτι;» και ρουφά μια γουλιά από το φρεντοτσίνο της, σχεδόν, αδιάφορη.
Λίγο μετά επανέρχεται η πρώτη
– Α, δε σου είπα, και το μονοκίνι θα φορεθεί, είναι πολύ in. Βέβαια!! Από χρώματα, λέει, κροκί ή στο χρώμα αποξηραμένου άσπρου τριαντάφυλλου, κάτι λιγότερο από κίτρινο και κάτι περισσότερο από άσπρο. Και ξέρεις, ε, αυτός ο συνδυασμός, στο έχω πει; με πεθαίνει!!
Η άλλη ξανακουνάει το κεφάλι και μουρμουρίζει « α μπα, τι λες, μπράααβο » κι ανάβει τσιγάρο, στριφτό παρακαλώ, με αργές κινήσεις, χλιδάτες, που, σίγουρα, θα τις ζήλευε κι ‘ ένας πολύ έμπειρος καπνιστής.
Η πρώτη επανέρχεται
– Εμένα , να σου πω την αλήθεια, θα μου άρεσε να φορέσω τάνγκα ! Ξέρεις, τώρα, σε δείχνει, όσο νάναι !
– Κι από τιμές ; ρωτάει η άλλη.
– Κοκκινοπίπερο ! Αλλά τι να κάνεις ; Ν μην πάρεις πάλι ; Να βγεις γυμνή ; Γίνεται ; Δε γίνεται ! Κι ‘ όχι τίποτε άλλο αυτή η κρίση εμένα, αλήθεια στο λέω, με βγάζει από τα ρούχα μου !
Ο Μπάμπης δεν προλαβαίνει να σχολιάσει τα «δρώμενα …γυμνά» γιατί, στο μεταξύ, έχει έρθει ο Μιχάλης, που ζητάει συγνώμη για τη καθυστέρηση, που δικαιολογείται συνοπτικά και που παραγγέλλει και τους καφέδες , με το λογαριασμό μισό – μισό , λόγω κρίσης.
– Λοιπόν τι νέα ; ρωτάει το Μπάμπη
Αλλά πριν ο Μπάμπης μιλήσει , τον προλαβαίνει και προχωράει από μόνος του «τι νέα δηλαδή να έχεις και συ ; εδώ που τα λέμε μας έχουν ξεβρακώσει, μας πήραν τα σώβρακα Μπάμπη !» Και στη συνέχεια ο Μιχάλης προσπαθεί , με επιχειρήματα να ντύσει το… ξεβράκωμα. Σχεδόν φωνάζει, χειρονομεί υπερβολικά, αθυροστομεί, λες και δεν τον ακούει κανείς, απειλεί, τους πάντες και τα πάντα, όπως ο κάθε… αδικημένος Έλληνας ( θα τους δείξει αυτός , όταν έρθει η ώρα ! ), και επιμένει, ότι ήμαστε όλοι… ξεβράκωτοι, με πείσμα νεαρού πρωτο-ερωτευμένου, που έχει «δίκιο», ενώ, κλείνει την αγόρευση του με ερώτηση ( αλλά που θα πάει; ) και κάνοντας το χέρι του γροθιά το χτυπάει στην άκρη του τραπεζιού – γκουπ – όπως , όταν βάζουμε τη σφραγίδα, σε έγγραφα στα ΚΕΠ.
Ο Μπάμπης έχει μείνει μ ‘ ανοιχτό το στόμα – άλλος Μιχάλης , καινούριος, φουρκισμένος κι αποφασισμένος.
– Η κρίση ρε Μπάμπη ! Η κρίση! Κατάλαβες τώρα ; Να σου πω και κάτι, περπατάω στο δρόμο και νοιώθω ότι είμαι γυμνός, αυτό σου λέω μόνο!
– Ναι , αλλά, οι άλλοι, είναι …ντυμένοι, κάνει να το ελαφρύνει ο Μπάμπης
– Αστειεύεσαι ; Όλοι ξεβράκωτοι είναι , άκου που σου λέω, κοίτα να δεις !
Ο Μπάμπης από ένστικτο ψάχνεται για να διαπιστώσει, τελικά, ότι είναι ντυμένος – ευτυχώς σκέφτεται γιατί με τα κιλά που έχει πάρει , τώρα τελευταία, δεν …βλέπεται !
Ύστερα, γίνονται μερικές στιγμές σιωπής, για να «ντύσουν» , που λέει ο λόγος, «τους γυμνούς τους» και αμέσως μετά, ένα βλέμμα ολόγυρα, στο δρόμο, στάση στις κοπέλες δίπλα, μια γουλιά καφέ, ένα τσιγάρο για το Μιχάλη , άπλωμα και μάζεμα των ποδιών, κάνα δυο κουνήματα του κεφαλιού και ξανά πίσω στη κουβέντα.
– Έτσι μούρχεται να πάω στη τηλεόραση να τους …ξεβρακώσω ! επανέρχεται ο Μιχάλης
– Να πας , γιατί να μην πας ; Και να τους ξεβρακώσεις , όπως λες, στηρίζει ο Μπάμπης την επιθυμία του φίλου του
Όμως, πώς να πάει ρε Μπάμπη ; Εύκολο το έχεις ; Πας καλά; Τι δηλαδή , ξυπνάς ένα πρωί ,παίρνεις το τραμ , φτάνεις στο σταθμό της τηλεόρασης, χτυπάς γκουπ – γκουπ, ανοίγουνε, χαμογελάς και τους εξηγείς, σου λένε περάστε, σε πάνε στο πλατώ , ανάβουνε τα φώτα, κλακέτα και τους …ξεβρακώνεις ;
– Θέλει γνωριμίες το πράμα, δεν είναι εύκολο! Εσύ έχεις τίποτα ; ρωτάει ο Μιχάλης.
Το τηλέφωνο, του Μιχάλη, που χτυπάει τους αλλάζει τη ρότα . « Πρέπει να περάσω από το καθαριστήριο, λέει, τι λες πάμε; Μη κλείσει κι έχουμε …»
Στην έξοδο ο Μπάμπης παρακολουθεί το φίλο του που φεύγει βιαστικά , κουνάει τα χέρια, σαν να τον λυπάται, σφίγγει τα χείλη, ενώ κάνει… σύνοψη της κουβέντας « οι κοπέλες, το ξεβράκωμα τους το οφείλουν στη μόδα, για το Μιχάλη , όμως, το δικό του ξεβράκωμα, έγινε τότε που …ψήφιζε!»
Επιμέλεια κειμένου, εικονογράφηση: Ελπίδα Πασαμιχάλη