Χρήστος Αγγελάκος: “Από πολίτες γίναμε πελάτες….”

0
1493

“Πλαστή ευημερία σημαίνει πλαστή ταυτότητα”

Η Ελλάδα ζει ένα μυθιστόρημα περίπλοκο και καταθλιπτικό:
 παραμένει αμφίβολο αν θα μπορέσει κανείς να το γράψει κι αν θελήσει κανείς να το διαβάσει”. Αυτή η φράση του Χρήσου Αγγελάκου στη συνέντευξη που ακολουθεί υπήρξε από τις πιο οδυνηρές περιγραφές που έχω ακούσει για τη σημερινή κρίση. Διότι περικλύει την αίσθηση της ματαιότητας. Είναι μια αίσθηση που πολλοί μοιραζόμαστε τον τελευταίο καιρό, μια αίσθηση που βρίσκεται στην απέναντι όχθη της αγανάκτησης και της υπομονής,  εκεί που οι φυσικές και ψυχικές αντοχές έχουν πια εξαντληθεί και το μοναδικό που περιμένουμε να συντελεστεί είναι το δράμα. Με εκείνη την πικρή βεβαιότητα πως “Είν’ οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων”… Με μια μικρή μονάχα αδιόρατη ελπίδα.

Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη

Φωτίζοντας την άλλη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, εκείνη την πλευρά που δεν συμμετείχε στο “μεγάλο φαγοπότι” της μεταπολίτευσης, αλλά δεν μπόρεσε και να αντισταθεί ούτε να κάνει και κάτι για να το σταματήσει, το μυθιστόρημα “Το Δάσος των παιδιών” του Χρήστου Αγγελάκου υπήρξε ένα από τα πιό σημαντικά και ενδεχομένως πιο επίκαιρα βιβλία του 2011. Ο Χρήστος Αγγελάκος μιλά στο Book Bar για τη λεηλασία του τοπίου αλλά και τη λεηλασία μιας χώρας, για το φαύλο κύκλο της διαφθοράς, για την ασέλγεια εις βάρος της γλώσσας που συντελείται σε επίπεδο πολιτικού βίου και οδηγεί αναπόφευκτα στο “σκυλάδικο της πολιτικής σκέψης” και για τις πράξεις ή την απραξία που μας οδήγησαν από την πλαστή ευμάρεια στην σημερινή ανέχεια και ανυποληψία.

Ο τίτλος “Το δάσος των παιδιών” πέρα από την εύλογη αναφορά στην υπόθεση του βιβλίου, παραπέμπει και στην αθωότητα ή στην απώλεια της;

Παραπέμπει στην απώλεια της αθωότητας. Κι αυτό, αν δεχτούμε φυσικά πως τα παιδιά είναι αθώα. Ή μόνο αθώα. Κυρίως όμως παραπέμπει στο όριο της ενηλικίωσης, σ’ εκείνη την τελετουργία όπου ο έρωτας και ο θάνατος παλεύουν σώμα με σώμα πάνω στο ριγκ της ζωής.

Σε δεύτερο επίπεδο με παραπέμπει προσωπικά στο διακειμενικό πλαίσιο του βιβλίου. Κάθε μυθιστόρημα αναζητά τους συγγενείς του. Το «Δάσος» τούς βρήκε στην «Ερόικα» του Πολίτη, στους γερασμένους πια «Ηνγκλετιέρ» του Τρουαγιά, στην «Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ» του Ήβλιν Γουώ, στον «Αγάθο» του Νίκου Βασιλειάδη, στην «Εξιλέωση» του Ίαν Μακ Γιούαν. Βιβλία που αποτυπώνουν το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, μέσα από τους χερσότοπους της εφηβείας.

Η Ελλάδα των… καμένων δασών, της οικοπεδοποίησης και της αντιπαροχής ευθύνεται για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και του μνημονίου?

Ο Τσαρούχης είχε πει στον Τρίτση:«Οι χειρότεροι κατακτητές της Ελλάδας είναι οι Έλληνες.» Τον αφορισμό του τον θυμήθηκα ένα πρωινό στο Πήλιο, όταν είδα να σταματάνε πλάι μου τρία Γκραν Τσερόκι. Πετάχτηκαν έξω οδηγοί, συνοδηγοί και παιδιά με άδειο βλέμμα κι άρχισαν να βιντεοσκοπούν το τοπίο με τις ψηφιακές τους κάμερες και με τα κινητά. Η μόνη σχέση που μπορούσαν ν’ αποκτήσουν με τη φύση ήταν εκείνη που τους επέτρεπε το κάδρο της μηχανής τους. Γι’ αυτούς ένα καμένο δάσος δεν είναι παρά μια εκόνα που καίγεται.

Πρόσφατα παρακολούθησα και τις περιπέτειες του δάσους στις Σκουριές της Β. Χαλκιδικής. Θυσία κι αυτό στ’ όνομα του πλουτισμού. Τα μέλη του Σ.τ.Ε που υπέγραψαν την άδεια εκμετάλλευσής του μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται πως ένα λεηλατημένο δάσος είναι μια λεηλατημένη χώρα. Παραφράζοντας τον Ριχάρδο Β’ του Σαίξπηρ, θα έλεγα: «Πρώτα χαλάσαμε την Ελλάδα. Τώρα η Ελλάδα χαλάει εμάς.» Η φράση ταιριάζει στα χείλη πολιτικών και πολιτών.

Η κεντρική ηρωίδα η Λουκία, έχει επιλέξει την αξιοπρεπή μοναξιά και την κοινωνική απομόνωνση σε μια εποχή που η πλειοψηφία των Ελλήνων ζούσε την εποχή της ευκαιρίας, της αφθονίας και της… μίζας. Πιστεύετε ότι αν οι άνθρωποι με τις δικές της αξίες είχαν επιλέξει πιο ενεργητική στάση, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι σήμερα διαφορετικά;

Δεν ξέρω ποιες είναι οι αξίες της Λουκίας. Η ίδια καβάλησε το κύμα της ζωής, κι αυτό την έβγαλε άλλοτε σε αμμουδιά κι άλλοτε σε ξέρα. Το ίδιο κάναμε όλοι μας. Τις πράξεις μας –και την απραξία μας– τις πάθαμε. Από την πλαστή ευημερία βρεθήκαμε στην ανέχεια, μέσα σε μία νύχτα που κρατάει τρία χρόνια τώρα.

Πλαστή ευημερία σημαίνει πλαστή ταυτότητα. Σημαίνει ότι υποκριθήκαμε πως ήμασταν κάποιοι που δεν ήμασταν. Η κρίση μάς βρήκε στον ύπνο, αλλά όχι ξαφνικά. Τη βλέπαμε να ’ρχεται κι αδιαφορήσαμε. Από πολίτες γίναμε πελάτες. Και πια ξυπνήσαμε μέσα στον εφιάλτη. Η κρίση μάς ζητάει να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας. Να ορίσουμε τη νέα μας ταυτότητα. Και το ερώτημα παραμένει: ποιοι είμαστε τώρα; Ποιοι θα είμαστε από δω και μπρος; Τι απαντάμε;

Η μεταπολιτευτική Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τη λεηλασία του τοπίου, αλλά και τη λεηλασία των δημόσιων ταμείων. Ποιοι πιστεύετε πως ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν ή επέτρεψαν στους πολίτες μιας χώρας να λειτουργήσουν απεναντί της σαν ληστές;

Το ίδιο το κράτος που λειτουργεί ως αμφιθυμικός πατέρας, συνοδεύοντας τις παροχές του με ισάριθμες στερήσεις. Ένα μαφιόζικο κράτος που μας πουλάει προστασία, τιμωρώντας μας που υπάρχουμε. Ένας ληστρικός μηχανισμός που μας κλείνει το μάτι καθώς μας κλέβει στα φανερά. Και παροτρύνει τον μέσο Έλληνα να κλέψει κι αυτός. Ν’ αντιγράψει το μοντέλο, να το μεταβιβάσει στους κατιόντες του, να το διαιωνίσει. Κι έτσι γίναμε τα άξια τέκνα ενός μοχθηρού πατέρα. Ευνοημένα κι αχόρταγα. Στερημένα και στερητικά. Φτιάξαμε ένα φαύλο κύκλο. «Χαϊδέψτε ένα κύκλο και θα γίνει φαύλος» λέει ο Ιονέσκο, κι εμείς χαϊδέψαμε τις ανομίες της εξουσίας και χαϊδευτήκαμε σ’ αυτές. Δώσαμε το δικαίωμα στους επαγγελματίες της πρόκλησης να ισχυριστούν πως «μαζί τα φάγαμε». Όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Αλλά μαζί φταίμε που τα φάγανε αυτοί.

Αρκετοί εκτιμούν ότι η σημερινή κρίση εκτός από οικονομική είναι και κρίση πολιτισμού και αξιών. Συμφωνείτε;

Μα δεν ζούμε και τίποτε άλλο. Μόνο μια κρίση αξιών, δημοκρατικά εκπροσωπημένη. Πάρτε τον ίδιο τον πρωθυπουργό και το περιβάλλον των συμβούλων του. Πάρτε τον πρόεδρο της Βουλής. Δείτε πώς κακοποιούν τα ελληνικά, πώς φτύνουν τις λέξεις μία-μία. Έχω κλείσει την τηλεόραση εδώ κι έξι μήνες γιατί αρνούμαι ν’ ακούω πολιτικούς και δημοσιογράφους ν’ ασελγούν πάνω στο σώμα της γλώσσας μας. Γιατί έπαψα ν’ αναγνωρίζω τη γλώσσα που μιλήσανε ο Εμπειρίκος και ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις κι ο Σεφέρης, ο Σαββίδης, ο Λορεντζάτος, ο Δετζώρτζης, που εξακολουθεί να μιλάει ο Μαρωνίτης. Και δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής. Είναι κυρίως θέμα ουσίας. Αποκλείεται αυτό το αγοραίο ύφος να παραπέμπει σε κάτι άλλο πέρα από το σκυλάδικο της πολιτικής σκέψης, στο οποίο έχει μεταβληθεί ο κομματικός πυρήνας της προσωρινής μας κυβέρνησης.

 Η Λουκία καταδιώκεται από τους εφιάλτες του Εμφυλίου. Πιστεύετε ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και με την σύγχρονη Ελλάδα; Ήταν η μνήμη ή η λήθη εκείνο που διαμόρφωσε το προφίλ του νεοέλληνα των τελευταίων δεκαετιών;

Στην Ιστορία των τελευταίων εβδομήντα χρόνων διακρίνουμε εύκολα τρεις οριακές στιγμές: Εμφύλιος, Δικτατορία, Οικονομική Κρίση. Προσπερνώ αναγκαστικά τις ενδιάμεσες περιόδους για να φτάσω στο σήμερα όπου η παρανάγνωση και η παραχάραξη της Ιστορίας μάς εκδικούνται, αποστερώντας μας τα ερμηνευτικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τη θέση μας. Μια σειρά δαιμονοποιήσεις και αγιοποιήσεις εξακολουθούν να συσκοτίζουν το τοπίο. Αναζητούμε εκβιαστικά ομοιότητες και ανίστορητες αντιστοιχίες γιατί αδυνατούμε ν’ αντιληφθούμε τις ιδιαιτερότητες της εποχής μας. Αναπαράγουμε το ιδεολόγημα ότι ξαναζούμε τη χούντα. Και φτάνουμε στο εξής δίπολο: από τη μια μεριά, η αγανακτισμένη μερίδα των πολιτών που αντιλαμβάνεται την κρίση με τους όρους της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου· κι από την άλλη, οι Κάλχες του νεο-φιλελευθερισμού που ζητούν να κυλήσει αίμα στο βωμό ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει η ήδη χρεωκοπημένη πατρίδα. Τη στιγμή που πετιούνται στον Καιάδα της «εξυγίανσης» οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που οι ναζιστικές αγέλες κυνηγούν τα θηράματά τους στους δρόμους των πόλεων και κάποια βλαστάρια της μέσης ελληνικής οικογένειας βάζουν φωτιά σε μετανάστες και τους χαράζουν με μαχαίρια την πλάτη,την ίδια στιγμή το μεγάλο κεφάλαιο οργανώνει σιωπηρά τις κινήσεις του για ν’ αγοράσει ό,τι δεν κατέχει ήδη από το έδαφος και το υπέδαφος της χώρας. Η Ελλάδα ζει ένα μυθιστόρημα περίπλοκο και καταθλιπτικό: παραμένει αμφίβολο αν θα μπορέσει κανείς να το γράψει κι αν θελήσει κανείς να το διαβάσει.

Καθώς επιδεινώνεται η κρίση κάποιοι μιλούν για τον κίνδυνο ενός νέου διχασμού. Το θεωρείτε πιθανό;

O διχασμός είναι το ομαδικό μας παιχνίδι. Το φροϊδικό Fort-Da του νεοέλληνα. Μια πραγματικότητα που έχει παγιωθεί, διαιρώντας την κοινωνία σε μικρότερα κομμάτια. Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, αριστεροί και αριστεροί, ευρωπαϊστές και τοπικιστές, δημοκράτες και νεοναζιστές, μετανάστες κι εθνικιστές, κόμματα και συνδικαλιστές, συνδικαλιστές και κοινωνία, πολίτες και πολιτικοί, βουλευτές και δημοσιογράφοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οδηγοί και διαδηλωτές, άνεργοι και εργαζόμενοι, κ.ο.κ. Και μη φανταστούμε πως τούτη η πολλαπλή σχάση φέρει τα δυναμικά στοιχεία μιας εξέλιξης, έστω και βασανιστικά αργής. Είναι η κακοήθης ασθένεια που κατατρώει τον κοινωνικό ιστό. Σε πρώτο πλάνο παρακολουθούμε επιχειρήσεις να κλείνουν, σπίτια να βυθίζονται στη φτώχεια, ανθρώπους να βουτάνε στο κενό. Και τα χειρότερα έρχονται: ο φασισμός κι ο ρατσισμός εισβάλλουν στα σχολεία, οι αξίες του πολιτισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αλληλεγγύης αποσυντίθενται από το φόβο και την απόγνωση. Η τρόικα, οι τελευταίες κυβερνήσεις, οι ευρωπαίοι εταίροι και οι τραπεζίτες θεωρούν αυτές τις απώλειες παράπλευρες, αναπόφευκτες κι ασήμαντες. Κι εμείς παρακολουθούμε τη χώρα να βουλιάζει σε διεθνή ανυποληψία, ενώ τα γκρίζα κοστούμια περιφέρονται στις οθόνες με μια έπαρση που προεξοφλεί την αποτυχία της μνημονιακής τους απαρίθμησης.

Το δάσος των παιδιών, εκτός από την λογοτεχνική κριτική που το υποδέχτηκε εγκωμιαστικά, έτυχε και επίσημης αναγνώρισης τόσο με τη βράβευσή του με το Athens Prize for Literature όσο και με την επιλογή του στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Πιστεύετε ότι η πρωτοφανής αυτή κρίση που συμπαρασύρει και τον εκδοτικό χώρο, θα μπορούσε να λειτουργήσει τελικά προς όφελος του ποιοτικού βιβλίου;

Έχουμε κι εδώ ένα πολυεδρικό σχήμα που ξεκινάει από την οικονομική κρίση των εκδοτών και συμπληρώνεται με την κρίση του κριτικού λόγου και τη βαθιά αναγνωστική κρίση, όπως δηλώνουν οι μετρήσεις και οι στατιστικές. Κάποιοι, πιο ενημερωμένοι από μένα στη σύγχρονη λογοτεχνική μας παραγωγή, μιλάνε και για συγγραφική κρίση. Σ’ αυτήν εντάσσουν ζητήματα θεματολογίας αλλά και ουσίας της γραφής. Για ν’ απαντήσω λοιπόν στο ερώτημά σας, δεν ξέρω αν η εκδοτική κρίση λειτουργήσει υπέρ του καλού βιβλίου. Δεν υπάρχουν προγνωστικά. Kι ούτε χρειάζονται. Ίσως αρκεί να κλείσει κανείς την πόρτα του και να κάνει απλώς τη δουλειά του. Να στρωθεί και να γράψει για να δημιουργήσει το ελάχιστο εκείνο έδαφος όπου ή θα καταφέρει να σταθεί ή θα βουλιάξει.

info@bookbar.gr

Σχετικά Θέματα

Απονεμήθηκε το Athens Prize for Literature 2012

 

INFO

Το δάσος των παιδιών

Χρήστος Αγγελάκος΄

Εκδόσεις Μεταίχμιο 2011

Σελ. 245, Τιμή € 14,00