Γιάννης Ξανθούλης – «Παρθενική» βράβευση» μετά από 35 χρόνια συγγραφής

0
3580
(ET / Κώστας Τσιρώνης)

Το Βραβείο Μυθιστορήματος Public για το βιβλίο «Την Κυριακή έχουμε Γάμο»/

ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ/

Αν η μεγαλύτερη αναγνώριση για έναν συγγραφέα είναι η αποδοχή του κοινού, τότε οι επίσημες βραβεύσεις και διακρίσεις  δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Όταν όμως οι διακρίσεις αυτές προέρχονται από το ίδιο το αναγνωστικό κοινό, τότε η αξία τους είναι ξεχωριστή και επισημοποιούν την ουσιαστική σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και τους αναγνώστες τους. Ο λόγος για τον συγγραφέα, αρθρογράφο αλλά και δημοσιογράφο Γιάννη Ξανθούλη, μια από τις πιο καταξιωμένες υπογραφές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, μια πένα χαρισματική, με ιδιαίτερο,  καυστικό, ευρηματικό και ανατρεπτικό χιούμορ, ο οποίος  μετά από 35 χρόνια σπουδαίας πορείας στην ελληνική λογοτεχνία, βραβεύτηκε για 1η φορά, για το μυθιστόρημά του Την Κυριακή έχουμε Γάμο (Εκδόσεις Διόπτρα), στη μεγάλη κατηγορία της ελληνικής λογοτεχνίας των Βραβείων Βιβλίου Public. Το βραβείο προέκυψε μετά από ψηφοφορία 110.000 αναγνωστών και 235.000 ψήφων, κάτι που δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία τόσο στο βιβλίο όσο και στους ήρωες του.

Της Ελπίδας Πασαμιχάλη

Το βραβείο παρέλαβε εκ μέρους του συγγραφέα ο εκδότης της Διόπτρα Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά για τον Γιάννη Ξανθούλη: «Φέτος συμπληρώνει 35 χρόνια στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή και όλοι θα συμφωνήσουμε ότι έχει παίξει σπουδαίο ρόλο. Με πωλήσεις που υπερβαίνουν το 1,5 εκατομμύρια αντίτυπα και βιβλία θρύλους, για τα οποία οι αναγνώστες περίμεναν στην ουρά να τα αγοράσουν την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας τους. Την Κυριακή έχουμε Γάμο μας είπε και μας ταξίδεψε με τον δικό του τρόπο, που δεν μοιάζει με κανέναν, σε νοσταλγικές δεκαετίες και σε μέρη της Ελλάδας που τώρα τα γνωρίσαμε πραγματικά. Αν ήταν εδώ θα ήθελε να σας μεταφέρει την αγάπη του στους αναγνώστες που τον ακολουθούν τόσα χρόνια σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι της συγγραφής». ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει τον ρόλο που παίζουν τα βιβλιοπωλεία, μεγάλα και μικρά, στο να κρατούν στη ζωή μας το μέγιστο αγαθό που είναι το καλό βιβλίο.

Ο ίδιος ο Γιάννης Ξανθούλης  δήλωσε για τη βράβευση του:

xanthoulis_papadopoulos_public_bookbar

«Η αναγνώριση του έργου ενός συγγραφέα είναι πάντα μια βιταμινούχος διάκριση. Ένα βραβείο αναγνωστών έχει από μόνο του μία συγκινητική αθωότητα, που υποστηρίζει ηθικά τον συγγραφέα.»

Πρώτη λογοτεχνική διάκριση του Γιάννη Ξανθούλη λοιπόν, στα Βραβεία Βιβλίου Public, μετά από 35 χρόνια καταξιωμένης λογοτεχνικής παρουσίας, με βιβλία που έχουν αγαπηθεί από το κοινό, όπως Το πεθαμένο λικέρ, Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, Ο θείος Τάκης, και η Δεσποινίς Πελαγία, για να αναφερθούμε στα πιο ξεχωριστά,, προκαλεί –και γιατί να το κρύψουμε- κάποια δικαιολογημένο ξάφνιασμα…. Είναι δυνατόν ο συγγραφέας τόσων σημαντικών βιβλίων να μην έχει τύχει ποτέ μέχρι τάρα, κάποιας επίσημης αναγνώρισης; Για ποιο λόγο τόση αδιαφορία; Η αδιαφορία αυτή φέρνει στο νου πολλές ανάλογες ηχηρές λογοτεχνικές απουσίες, από τις λίστες (βραχείες και μη) των πολυπληθών λογοτεχνικών βραβείων που απονέμονται από αρμόδιες (κρατικές και μη) κριτικές επιτροπές ανά τη χώρα. Η σκέψη πηγαίνει σε μια αγαπημένη του κοινού και καταξιωμένη συγγραφέα, την Ευγενία Φακίνου, η οποία επίσης μετά από 30 και πλέον χρόνια συγγραφικής δημιουργίας, δέχτηκε την πρώτη της επίσημη διάκριση πάλι από το κοινό, το 2005, με το Βραβείο Αναγνωστών του τότε Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, για το μυθιστόρημα Η μέθοδος της Ορλεάνης (Εκδόσεις Καστανιώτη). Τρία χρόνια αργότερα, το 2008 δέχτηκε και την πρώτη αναγνώριση από την πολιτεία με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Φιλοδοξίες κήπου (Εκδόσεις Καστανιώτη). Δίπλα στις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς και αρκετές άλλες που δεν είναι της παρούσης να αναφέρουμε. Και το κυριότερο «επιμύθιο» για όλες αυτές τις ηχηρές απουσίες είναι πως τελικός κριτής της λογοτεχνίας είναι ο πραγματικός αποδέκτης της που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον αναγνώστη. Πράγματι η «συγκινητική αθωότητα» του κοινού, όπως ανέφερε ο Γιάννης Ξανθούλης στην λακωνική του δήλωση, είναι εκείνη που προσφέρει τη μεγαλύτερη δικαίωση και το πιο ουσιαστικό βραβείο.

Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Οικογένεια Μπες-Βγες (1994), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008), Δεσποινίς Πελαγία (2010), Ο γιος του δάσκαλου (2012) και Την Κυριακή έχουμε γάμο (2015). Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στην Αθήνα.

info@bookbar.gr

 Απόσπασμα από το βιβλίο «Την Κυριακή έχουμε Γάμο»

xanthoulis_tinKiriaki_exxoume_gamo_bookbar«Τον Ορέστη Μακρή… μήπως τον έχετε συγγενή;» ρώτησε για να πει κάτι η φλύαρη μάνα του χειρουργημένου, αφού εξάντλησε με τον γιο της τον λίβελο για τη Σαλονίκη.
«Θείος μου…» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Ιορδάνης.
Μόνο που δεν υπολόγισε καλά, γιατί η απάντησή του πυροδότησε τη γλώσσα της Δραμινής, που άρχισε να λέει πόσες φορές είδε την ταινία Ο μεθύστακας και πόσο πολύ έκλαιγε και διάφορα άλλα που αφορούσαν την τάση της προς τον θρήνο.
«Σας αρέσουν τα βουβάλια;» τη διέκοψε το παιδί, γιατί ακριβώς πάνω στον ύμνο του Μεθύστακα το τρένο περνούσε από έναν υγρότοπο όπου έβοσκε μια μεγάλη αγέλη νεροβούβαλων. Η γυναίκα μπερδεύτηκε και το βούλωσε. Είχε επιστρέψει και ο σύζυγος βρομοκοπώντας καπνό, βαρύς κι ασήκωτος, οπότε ξανάπιασαν το θέμα Σαλονίκη, παραπονούμενοι ότι στην επαρχία οι γιατροί κάνουν λάθος διαγνώσεις, με κίνδυνο να χαθούν ζωές, οράσεις, ακοές και λεφτά. Τέλος, αποφάνθηκε: «Κρίμα που η Δράμα είναι τόσο μακριά από την Αμερική…» Κι επιτέλους το βούλωσε, νανουρισμένη μάλλον από το κούνα κούνα του τρένου, που μόλις είχε αφήσει πίσω του το Σιδηρόκαστρο και τραβούσε προς τις Σέρρες.
Η Άννα, λες κι ανησύχησε από την ξαφνική βουβαμάρα των συνταξιδιωτών, άνοιξε τα μάτια της.
«Δεν είναι ανάγκη να πούμε στη γιαγιά σου ότι πήγαμε στο μέντιουμ. Σύμφωνοι;» ψιθύρισε στον Ιορδάνη, που κοίταζε αφηρημένος έξω δάση με λεύκες και απέραντους κάμπους, κατακίτρινους από τα θερισμένα στάχυα.
Το παιδί συμφώνησε, ενθουσιασμένο που θα μοιραζόταν με τη μάνα του ένα τέτοιο μυστικό. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο κουπέ τους ο ελεγκτής, για να τρυπήσει τα εισιτήρια όσων θα κατέβαιναν στον σταθμό των Σερρών.
«Εμείς πηγαίνουμε για Δράμα…»
«Εμείς για Αλεξανδρούπολη…» Η Άννα έδωσε τα εισιτήριά τους στον μελαχρινό ελεγκτή με το μουστακάκι σαν πονηρή περισπωμένη πάνω από τα μπλαβά χείλη του.
«Ο μικρός δικός σας;»
Ο ελεγκτής ανήκε στη συνομοταξία των μερακλήδων, που, από τη φύση τους, ρίχνουν χαμόγελα με υπονοούμενα. Η Άννα έγνεψε καταφατικά. Τότε πετάχτηκε ο γιος της Δραμινής, λες και το ’χε από ώρα έγνοια, για να διευκρινίσει πως στο κουπέ δεν βρίσκονταν πέντε αλλά έξι άτομα.
«Πέντε μαζί με το παιδί είμαστε, πασά μου…» ανησύχησε η μητέρα του νεαρού. «Καταλαβαίνετε, τον μπερδεύουν οι φωνές από τον διάδρομο, κύριε ελεγκτά. Είναι χειρουργημένος στα μάτια».
Ο ελεγκτής πήρε ύφος κατανόησης.
«Δεν ήταν από τον διάδρομο… Άλλο ο διάδρομος. Μαζί μας ταξίδευε κι ένας κύριος, από τη φωνή ακουγόταν ηλικιωμένος…» επέμεινε ο Δραμινός γιος.
«Μη χειρότερα…» Η Δραμινή κοίταξε απελπισμένη την Άννα, κάνοντας τον σταυρό της.
«Τέλος πάντων, αν επιστρέψει ο κύριος… θα δούμε τι θα κάνουμε. Όπως και να ’ναι, πριν από τις Σέρρες δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να κατεβεί», είπε ο ελεγκτής, χαρίζοντας ένα συνωμοτικό χαμόγελο στην Άννα, που ξαφνικά έδειξε ν’ ανησυχεί.
«Εσύ, αγόρι μου, είδες κανέναν άλλον εκτός από μας;» ρώτησε τον Ιορδάνη ο Δραμινός πατέρας, με φωνή κοράκου από την τσιγαρίλα.
«Τα βουβάλια…» ξαναπετάχτηκε ο γιος. «Τον άκουσα που σε ρώτησε αν σου αρέσουν τα βουβάλια, μαμά».
«Παράκουσες, παιδάκι μου. Ο μικρός νομίζω πως ρώτησε κάτι τέτοιο. Και με αυτόν τον θόρυβο… Δεν κλείνει καλά και η πόρτα. Τι να πω;…»
«Είπες τίποτα για βουβάλια;» Η Άννα ήθελε να μάθει.
«Περάσαμε αγέλες με βουβάλια μαύρα, με μεγάλα κέρατα. Κολυμπούσαν στα νερά… Γιατί;»
Η Άννα ξεροκατάπιε, αποφεύγοντας να δώσει συνέχεια. Αλλά εκείνος ο «ηλικιωμένος» κι αόρατος κύριος της παρέας σαν να μην της κάθισε καλά. Δεν ήθελε όμως να τσιγκλίσει τη φαντασία του Ιορδάνη, οπότε σώπασε.

 

Σχετικά Θέματα

Βραβεία Βιβλίου Public

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΛΗΡΩΣΗΣ

Τα Ονόματα των Τυχερών

Φωτεινή Καφούρου, Ικαρία

Ευγενία Χάννα, Αθήνα

 

ΠΩΣ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΕΝΑ ΑΝΤΙΤΥΠΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Την Κυριακή έχουμε Γάμο, Γιάννης Ξανθούλης, Εκδόσεις Διόπτρα

 ΕΔΩ Συμπληρώστε τη Φόρμα Συμμετοχής

 Διαβάστε τους όρους συμμετοχής

  • Αν είστε κάτοικος εκτός Αθηνών, γράψτε και την ταχυδρομική σας διεύθυνση για να σας σταλεί και ένα τηλέφωνο επικοινωνίας.
  • Μετά τη λήξη του διαγωνισμού τα ονόματα των νικητών θα αναρτηθούν στο Book Bar.
  • Οι τυχεροί θα παραλάβουν το αντίτυπό τους από το υποκατάστημα των εκδόσεων Διόπτρα, ΣΤΟΑ Του ΒΙΒΛΙΟΥ, Πεσμαζόγλου 5, Τ.Κ. 105 64 – Αθήνα, Τηλέφωνο:210 3300774
  • Δύο τυχεροί θα πάρουν από ένα αντίτυπο του βιβλίου.
  • Δεν μπορεί να γίνει αποστολή στο εξωτερικό.
  • Παρακαλούμε να συμπληρώνετε τα στοιχεία σας (όνομα –διεύθυνση) με ελληνικούς χαρακτήρες  για να αποφεύγονται τα λάθη.
  • Ο Διαγωνισμός ισχύει μέχρι και 27 Ιουνίου 2016