Θανάσης Χειμωνάς, Συνέντευξη «Η σχέση μου με το Γιώργο Χειμωνά και τη Λούλα Αναγνωστάκη είναι οικογενειακή και όχι συγγραφική»

0
12984

«Ο συγγραφέας δεν είναι ένα επάγγελμα. Περισσότερο είναι ένα είδος χόμπι»

Η ώρα του ηλιοβασιλέματος, λίγο μετά τη δύση, λίγο πριν τη νύχτα, η ώρα που ο ουρανός παύει να είναι γαλανός και βάφεται στους τόνους του μπλε, δίνει τον τίτλο στο νέο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά, με τίτλο «Η μπλε ώρα».

Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη

Λογοτεχνικός εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς, ο συγγραφέας, προβάλλει τη νηφαλιότητα ως αντίδοτο στην υστερία και την υπερβολή ενώ με το κείμενό του  αφήνει την αίσθηση της διακριτικότητας και του καλού γούστου. Δεν επιδίδεται σε “ανθρωποφαγία” των ηρώων του, αλλά τους συμπεριφέρεται με λεπτότητα και σεβασμό. Με σπουδές στη Γαλλία, όπου έζησε αρκετά χρόνια, ο Θανάσης Χειμωνάς, ομολογεί ότι θα ήθελε να ζει εκεί, επειδή πιστεύει ότι η νοοτροπία των ανθρώπων του ταιριάζει περισσότερο.

Γόνος μιας σπουδαίας λογοτεχνικής οικογένεια,  αφού είναι γιός του Γιώργου Χειμωνά και της Λούλας Αναγνωστάκη δηλώνει ότι αυτή η «κληρονομιά» δεν επηρέασε καθόλου την απόφασή του να γίνει συγγραφέας.

Θα θέλατε να ζείτε στο εξωτερικό;

Ναι θα το ήθελα πάρα πολύ. Ζούσα αρκετά χρόνια έξω . Ήμουν φοιτητής στη Γαλλία για πολλά χρόνια κι έζησα κι ένα χρόνο στην Αγγλία. Σπούδαζα φιλολογία κυρίως, είχα κάνει κι άλλα πράγματα, μία χρονιά ιστορία, μία χρονιά κινηματογράφο. Ήταν πολύ καλά χρόνια. Είχα πάει και σε μικρή ηλικία, αλλά προσαρμόσθηκα αμέσως και αισθάνθηκα ότι ζούσα καλύτερα στη Γαλλία παρά στην Ελλάδα. Αισθανόμουν καλύτερα εκεί, χωρίς να μπορώ να προσδιορίζω για ποιό λόγο συνέβαινε αυτό. Ίσως επειδή είχαν μία νοοτροπία που ταίριαζε πιώ πολύ σε μένα.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη «Μπλέ ώρα»;

Μερικές φορές η ιδέα γεννιέται μέσα από προσωπικά βιώματα, κάποιες άλλες μέσα από αφηγήσεις προσώπων. Έχω μία ιδέα στο μυαλό μου, την επεξεργάζομαι και όταν ωριμάζει την περνάω στο χαρτί.

Η Μπλέ ώρα είναι μια έκφραση που υπάρχει στα γαλλικά και κυρίως μου άρεσε η λέξη. Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, μία μαγική ώρα.

Όπως φαντάστηκα το βιβλίο, κάπως έτσι το έγραψα. Δεν υπήρξε κάποια ριζική αλλαγή.

Ο Αντώνης ο μεγάλος απών του βιβλίου, που όλο το έργο διαδραματίζεται γύρω από αυτόν είναι ένας χαρισματικός κινηματογραφιστής, που όμως το αντικείμενό του θα μπορούσε να είναι και οποιοδήποτε άλλο για παράδειγμα η λογοτεχνία. Εξαφανίζεται και αφήνει τους άλλους να τον ψάχνουν.

Πόσο δεκτική είναι η κοινωνία μας για τις ιδιαιτερότητες προικισμένων ατόμων όπως ο Αντώνης;

Δεν πιστεύω ότι αυτό σχετίζεται με τις εποχές. Και σε άλλη εποχή να ζούσε ο Αντώνης, πάλι τα ίδια προβλήματα θα αντιμετώπιζε. Σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί για τις ιδιότητες των χαρισματικών προσώπων.

Το ζητούμενο, ο στόχος από ένα βιβλίο δεν είναι να δώσεις ένα μήνυμα αλλά να αφηγηθείς μια ιστορία. Όταν έγραψα το «Σπασμένα ελληνικά» υπήρχαν στην υπόθεση πολλοί αλλοδαποί ήρωες. Παρόλα αυτά ποτέ δεν είπα ότι θα γράψω ένα βιβλίο για το ρατσισμό. Δεν έχω ένα στόχο όταν γράφω ένα βιβλίο.

«Δεν ξέρω αν το γράψιμο υπάρχει στο DNA μου.

Δεν τα πολύ- πιστεύω αυτά, αλλά πάλι μπορεί»

Προέρχεσθε από μία συγγραφική οικογένεια. Πόσο αυτό καθόρισε την απόφασή σας να γίνεται συγγραφέας;

Καθόλου. Δεν είχα γράψει τίποτα μέχρι κάποια ηλικία και ούτε πίστευα ότι θα γράψω ποτέ. Οι γονείς μου γενικά ποτέ δεν με πίεζαν ιδιαίτερα, ούτε με ανάγκασαν να διαβάσω κάτι. Σίγουρα ποτέ δεν μου έδειξαν ότι θα ήθελαν να ακολουθήσω τα χνάρια τους. Συνέβησαν κάποια γεγονότα και μου δημιουργήθηκε αυτή η ανάγκη. Δεν ξέρω αν το γράψιμο υπάρχει στο DNA μου. Δεν τα πολύ- πιστεύω αυτά, αλλά πάλι μπορεί. Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Όμως κατά καιρούς σκέφτομαι ότι αν κάποια πράγματα είχαν συμβεί διαφορετικά σε μία δεδομένη στιγμή ίσως να μην είχα γίνει συγγραφέας. Όπως επίσης ότι έτσι όπως ήλθαν κάποια πράγματα όποια κι αν ήταν η ασχολία των γονιών μου θα είχα γράψει.

Δεν διδαχτήκατε δηλαδή από εκείνους για την τέχνη της συγγραφής;

Όχι ιδιαίτερα και δεν θα ήθελα κιόλας, με την έννοια ότι θα ήταν πολύ κακό να έγραφα κάτι που θα έμοιαζε με αυτά που έγραψαν εκείνοι. Με αυτά που έγραψε ο πατέρας μου τέλος πάντων. Γιατί αμέσως θα με σύγκριναν μαζί του. Θεωρώ ότι έχω ένα δικό μου στυλ γραφής το οποίο δεν προέκυψε εσκεμμένα. Έτυχε να γράψω και να βγει έτσι. Όταν άρχισα να γράφω δεν σκέφτηκα ότι πρέπει να μην μοιάσω στον πατέρα μου ή να μην γράψω θεατρικά για να μην μοιάσω της μητέρας μου. Έτυχε να είναι διαφορετικό στο στιλ και νομίζω ότι αυτό είναι καλό. Ο συγγραφέας δεν είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα. Περισσότερο είναι ένα είδος χόμπι.

Το γεγονός ότι αυτές οι καταβολές υπάρχουν λειτουργεί ως βάρος ή ως δύναμη;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ίσως όταν έγραψα το πρώτο μου διήγημα, το γεγονός ότι λεγόμουν Χειμωνάς το έκανε πιο εύκολο να δημοσιευθεί. Αλλά δεν αισθάνομαι κάποιο βάρος. δεν αισθάνομαι ότι είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάτι, ότι έχω μία κληρονομιά που πρέπει να τη διαχειρισθώ. Ακριβώς επειδή ο τρόπος που γράφω είναι τελείως διαφορετικός. Αν έγραφα θεατρικά έργα, τότε ναι, ίσως να ένοιωθα ότι είμαι κατά κάποιο τρόπο διάδοχος της Αναγνωστάκη και ότι πρέπει να σταθώ στο ύψος μου. Αν έγραφα στο στιλ του πατέρα μου ίσως να γινόταν κάτι ανάλογο. Το γεγονός ότι γράφω με έναν άλλο τρόπο με κάνει διαφορετικό. Νομίζω ότι η σχέση μου με το Γιώργο Χειμωνά και τη Λούλα Αναγνωστάκη είναι οικογενειακή και όχι συγγραφική.

Πώς ασχοληθήκατε με το αθλητικό ρεπορτάζ;

Το ενδιαφέρον μου για τον αθλητισμό προϋπήρχε τους ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία. Από πολύ μικρός μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο και γενικά ο αθλητισμός, πήγαινα συχνά στα γήπεδα, στα στάδια, πήγα στην Ολυμπιάδα, είμαι οπαδός του Ολυμπιακού και πηγαίνω στο γήπεδο. Παίζω κατά καιρούς μπάσκετ ποδόσφαιρο, αλλά δεν είμαι αρκετά καλός. Βασικά ήθελα να γίνω αθλητικός συντάκτης από πολύ μικρός, από την ηλικία που κατάλαβα ότι δεν θα γίνω ποδοσφαιριστής και ήταν ο πιο κοντινός τρόπος.

info@bookbar.gr

Ημερομηνία άρθρου 19/7/2007

INFO

Το μυθιστόρημα «Η Μπλε ώρα» του Θανάση Χειμωνά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη