Γιάννης Νταουλτζής – ΚΑΛΟΙ, ΚΑΚΟΙ…. Διηγήματα

0
708

Κριτική Παρουσίαση του βιβλίου «Καλοί, κακοί, στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος»

 

 Η δεύτερη συλλογή του Γιάννη Νταουλτζή,   που ακολουθεί μετά το Τατουάζ στον παράμεσο, μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους  ̶  κάτι κατά τη γνώμη μου θετικό, καθώς είναι χαρακτηριστικό ενός γόνιμου έργου το να μπορούμε να επανερχόμαστε σε αυτό από διαφορετικές σκοπιές και να ανακαλύπτουμε μέσα του διαφορετικά κάθε φορά πράγματα.

Γράφει ο Γιάννης Κτενάς*

Παραδείγματος χάρη, θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει τη συλλογή σαν μια υπεράσπιση της σύντομης φόρμας του διηγήματος, παίρνοντας αφορμή από τη συναρπαστική ιστορία με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ που παρατίθεται στην αρχή του έργου, εν είδει προλόγου. Θα μπορούσε ακόμη το βιβλίο να ιδωθεί σαν μια αναπαράσταση των συνηθειών, των κωδίκων και της γλώσσας της δραμινής πιάτσας, καθώς από τις σελίδες του παρελαύνουν διάφοροι χαρακτηριστικοί και ενδιαφέροντες ανθρωπολογικοί τύποι, από μαραγκούς-ποδοσφαιριστές μέχρι μανάβηδες, θεατρόφιλους τζογαδόρους και μπάρμαν. Τέλος  ̶ και ελπίζω να με συγχωρήσει ο Γιάννης Νταουλτζής  γι’ αυτό που θα πω ̶  θεωρώ πως είναι δυνατή μια προσέγγιση με βάση την υπόθεση ότι ένας μεσήλικας πια πεζογράφος αρχίζει να σκέφτεται όλο και περισσότερο τις συνθήκες του τέλους της ζωής, καθώς σε όλα τα διηγήματα ο θάνατος παίζει κομβικό ρόλο: ο διάολος παίρνει τους ήρωες, όπως διαβάζουμε ξανά και ξανά.

Πάντως, σήμερα δεν θα επιλέξω τίποτε από τα παραπάνω· θα ακολουθήσω μιαν άλλη οδό, που μου υπαγορεύτηκε τόσο από τις προσωπικές μου αναγνωστικές τάσεις όσο και από τη σχέση μου με τον Γιάννη Νταουλτζή   : υπήρξε, όπως ίσως σας έχει αναφέρει ήδη, ο δάσκαλός μου στο μάθημα της έκθεσης και της λογοτεχνίας στη δευτέρα και την τρίτη Λυκείου. Ένα από τα βασικά κομμάτια εκείνων των μαθημάτων ήταν η ανίχνευση των επιρροών του κάθε συγγραφέα που μελετούσαμε, καθώς και η αντιπαραβολή του εκάστοτε κειμένου με άλλα κείμενα με τα οποία θα μπορούσαμε να το κάνουμε να συνομιλήσει. Η περίφημη λοιπόν «διακειμενικότητα», που για λόγους που δεν είναι της παρούσης ταιριάζει και με τον χαρακτήρα μου, βρισκόταν στο επίκεντρο των αναλύσεών μας και οφείλω να σας πω ότι ακόμη, πολλές φορές, όταν διαβάζω ένα ποίημα το «ακούω» μέσα μου να υπαγορεύεται με τη φωνή του Γιάννη Νταουλτζή, με τον ίδιο αργόσυρτο και επιβλητικό τόνο που μου διάβαζε εκείνος τότε.

Με βάση αυτά θα προσπαθήσω λοιπόν πολύ σύντομα να σας παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο διάβασα το Καλοί, κακοί, έναν τρόπο που σε καμία περίπτωση δεν είναι δεσμευτικός, πολλώ δε μάλλον μοναδικός. Αφήνοντας στην άκρη τις υπόλοιπες αρετές της, κάποιες από τις οποίες ίσως αναδείξει ο επόμενος ομιλητής και η επόμενη ομιλήτρια, είδα τη συλλογή σαν μια κιβωτό διακειμενικότητας· ένα λογοτεχνικό έργο που διαρκώς αναφέρεται σε άλλα λογοτεχνικά έργα, και ακριβέστερα σε άλλα καλλιτεχνικά έργα, αρχίζοντας από τον όμορφο πίνακα του Γιώργου Ταξίδη που κοσμεί το εξώφυλλο και φτάνοντας μέχρι τον περίφημο στίχο του Φοίβου Δεληβοριά «θα πέσω σαν δραχμή στη σχισμή που έχεις στο στήθος σου».

Αυτό το ενδολογοτεχνικό παιχνίδι επισημαίνεται πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος στην αρχή κάθε διηγήματος παραθέτει ορισμένες γραμμές ή στίχους από ένα λογοτεχνικό έργο, πρακτική εξάλλου που ακολούθησε και στην πρώτη του συλλογή. Ο Γιάννης Νταουλτζής δεν φοβάται λοιπόν να κρύψει τις αφορμές που τον εμπνέουν ή τις αναφορές και τις επιδράσεις του. Όμως το πράγμα δεν σταματάει εδώ, καθώς σε όλες σχεδόν τις ιστορίες που συναπαρτίζουν τη συλλογή παρατηρούμε την ευθεία χρήση στίχων και λογοτεχνικών παραθεμάτων, τα οποία μπλέκονται με τα λόγια του συγγραφέα μας μέσα στην αφήγηση.

Συναντάμε έτσι τους μεγάλους Έλληνες ποιητές  ̶ Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Καρούζο ̶ , ορισμένους νεότερους  ̶ όπως τον Αντώνη Φωστιέρη, την Κική Δημουλά και τον Πάνο Οικονόμου ̶ , την ελληνική πεζογραφία από τον Παπαδιαμάντη μέχρι την Ιωάννα Καρυστιάνη και τον Δημοσθένη Παπαμάρκο  ̶̶ του οποίου δεν χρησιμοποιούνται φράσεις, αναφέρεται ωστόσο το βιβλίο του ̶  και, τέλος, αυτό που προσωπικά ίσως μου άρεσε περισσότερο, την ελληνική τραγουδοποιία, από τον Τζίμη Πανούση και τον προαναφερθέντα Φοίβο Δεληβοριά μέχρι τον Διονύση Σαββόπουλο.

Κάποιες από αυτές τις παραπομπές επισημαίνονται ρητά, με υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου, ενώ άλλες αφήνονται να περάσουν χωρίς να κατονομαστούν, πράγμα που προσωπικά μάλλον προτιμώ, ενώ ταυτόχρονα μου γέννησε την απορία για το πώς διάλεξε ο συγγραφέας ποιες αναφορές θα τονίσει και ποιες όχι και για ποιον λόγο  ̶  ίσως μας απαντήσει στη συνέχεια. Όλα αυτά συγκροτούν το προσωπικό πάνθεον του Γιάννη Νταουλτζή, μέσα από το οποίο αντλεί μεταξύ άλλων τα υλικά του για να εξυφάνει τις ιστορίες του και απέναντι στο οποίο επιχειρεί να τοποθετηθεί κι ο ίδιος.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στον πολύ όμορφο, αν και δυσοίωνο, τίτλο του βιβλίου. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί και πολλές θα αναγνωρίσατε τη σαχτουρική επίγευση που αφήνει ο τίτλος, επιτρέψτε μου όμως να σας θυμίσω το σχετικό ποίημα από τη συλλογή Καταβύθιση, για να δούμε και κάτι ακόμη:

Ο μεγάλος καθρέφτης

Ένας κρύος αγέρας φύσηξε μέσ’ απ’ τα πρόσωπα του Μεγάλου

Καθρέφτη μου. Τα πήρε ύστερα ο ήλιος κι ησύχασαν.

Είναι μέσα στον καθρέφτη, ζωντανοί μαζί και νεκροί: Εγώ

ο Κάφκα, μια μεταβυζαντινή αγία κι ο Ντίλαν Τόμας.

Ο Ντίλαν Τόμας φούσκωσε, έβγαλε μια κραυγή κι έσκασε

με κρότο. Οι στίχοι του όμως μείναν ανέπαφοι, ωραίοι, μαζί

με τους δικούς μου αγκαλιάζονται. Ο Κάφκα έβγαλε μέσ’

απ’ τα μάτια του δυο ψάρια και δυο αναμμένα κάρβουνα.

Τα πέταξε κατ’ επάνου μας για να μας κάψει.

Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που

γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της.

Στο τέλος τούς παίρνει όλους ο διάβολος

και ησυχάζουν.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στο πολύ όμορφο αυτό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, που μας δίνει το δεύτερο μισό του τίτλου του Νταουλτζή, ο ίδιος ο Σαχτούρης παίζει το παιχνίδι της διακειμενικότητας, καθώς αναφέρεται σε δύο συγγραφείς με τους οποίους είχε κόλλημα, τον Φραντς Κάφκα και τον Ντίλαν Τόμας  ̶  από τον οποίο, αν δεν κάνω λάθος, πήρε με μία ακόμη διακειμενική κίνηση το παρατσούκλι του ο Μπομπ Ντύλαν.

Το παιχνίδι λοιπόν των αναφορών και των επιρροών είναι διαρκές και ασταμάτητο στην τέχνη. Δεν υπάρχει παρθενογέννηση, δεν υπάρχει όριο στον δανεισμό, είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τι είναι εκείνο που διακρίνει τη λογοτεχνία από μια συγκριτική μελέτη, από μια ανάλυση πάνω στη λογοτεχνία σαν αυτή που με κόπο και χωρίς να είμαι ιδιαίτερα κατάλληλος επιχειρώ εδώ;

Μια απάντηση ίσως αρχίζει να διαγράφεται αν στραφούμε στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί ο λογοτέχνης τις αναφορές του, στο ύφος με το οποίο τις χειρίζεται και στη μορφή που τους δίνει. Είπα πριν ότι ο Νταουλτζής μάς εκθέτει το προσωπικό του πάνθεον, που εν πολλοίς είναι και δικό μου. Το κάνει ωστόσο με έναν τρόπο που μετασχηματίζει το υλικό του σε νέα τέχνη, σε πρωτότυπη δημιουργία, που αφορά και άλλους.

Θυμήθηκα έτσι τον Ζίγκμουντ Φρόυντ, που πίστευε πως ο καλλιτέχνης τρέφει το έργο του με τις προσωπικές του φαντασιώσεις. Οφείλει ωστόσο να βρει μια μέθοδο ώστε να κάνει αυτές τις φαντασιώσεις να αφορούν και τους υπολοίπους, που μόνο έτσι θα συνδεθούν με το έργο και θα το απολαύσουν. Αυτό λοιπόν νομίζω πως καταφέρνει σε πολλά σημεία του νέου του βιβλίου ο Γιάννης Νταουλτζής, διαρρηγνύοντας τα όρια των προσωπικών αναφορών και του καθηγητή λογοτεχνίας, με κατεύθυνση την πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία.

 

 

  • Ο Γιάννης Κτενάς είναι νομικός, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom

 

 

INFO

Καλοί, Κακοί στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος

 

Διηγήματα

Γιάννης Νταουλτζής

Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ

Σελ. 158, Τιμή 12,72

 

 

 

 

ΒΙΟ

Ο Γιάννης Νταουλτζής  γεννήθηκε στη Δράμα και ζει στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος και πολιτικός επιστήμων και εργάζεται στη Μέση Ιδιωτική Εκπαίδευση.

Διαβάστε επίσης: Σφαίρα στο μπρελόκ