Σφαίρα στο μπρελόκ – Του Γιάννη Νταουλτζή

0
896

Διήγημα

 Στον Η.Α.

 (…) γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε

μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.

Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή

κι όσος καιρός μου μένει

σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν

για να τους ιστορήσω.

                                                            Τίτος Πατρίκιος, “Οφειλή”

Τον Βίκτoρα  τον γνώρισα στο σχολείο. Βιολόγος αυτός. Φιλόλογος εγώ. Αυθόρμητα, φυσικά κι αβίαστα γίναμε αγαπημένοι συνάδελφοι, αν και αυτός των θετικών επιστημών, τον πείραζα «κανείς δεν είναι τέλειος». Του άρεσε να καπνίζει πού και πού πούρα. Αγόραζε από τα φτηνά. Κρατιότανε. Η γυναίκα του αντικαπνίστρια, γκρίνιαζε. Στωικός όπως πάντα, εκ καταγωγής, DNA της φυλής του, αν κι ο ίδιος ως γενετιστής δεν παραδεχόταν αυτή την ερμηνεία. Όταν μου τύχανε κάτι καλά Cohiba Panetela, δαχτυλίδι 26, διάμετρος 10.32 mm και μήκος 115 mm του έδωσα τα μισά. Μου τα είχε χαρίσει ο γιος ενός άκαπνου πολιτευτή που του έκανα μάθημα. Ο Βίκτoρας τα χάρηκε.

Στη δουλειά μιλούσαμε, στο σπίτι του στο Γραμματικό μας φιλοξένησε, στη Δράμα ταξιδέψαμε μαζί για συνέδρια, μας πήγε και στον Ξυπόλητο στη Ραφήνα να μας κεράσει. Ένα καλοκαίρι συναντηθήκαμε τυχαία στους Λειψούς. Ιούλιος ήτανε. Στις 20 του μηνός γιόρταζε. Βρήκα και του αγόρασε δώρο ένα μπρελόκ μ’ ένα γαλάζιο γυάλινο καραβάκι. Αμέσως έβγαλε τα κλειδιά του και τα πέρασε στο μπρελόκ. Μαζί συνάρμοσε και ένα βλήμα, σκοτεινό ασημί. Μια σφαίρα. Βολίδα όπλου πολεμικού. Στη βάση της είχε ανοίξει μία τρύπα και είχε προσαρμόσει έναν κρίκο. Ήταν φανερό ότι κουβαλούσε μαζί του τη σφαίρα. Σήκωσε τα μάτια του και χαμογέλασε στο ερωτηματικό μου βλέμμα. «Κάποια φορά θα σού πω», μουρμούρισε. «Ας απολαύσουμε τον αέρα», είπε, ξέροντας ότι θα με εκνευρίσει, γιατί σε αντίθεση με αυτόν δεν μου άρεσαν καθόλου τα εφτά κι οχτώ μποφόρ που σαρώναν την παραλία όσες μέρες ήμασταν στο νησί και στιγμάτιζαν με αμμοβολή ημίγυμνα σώματα δύσθυμων παραθεριστών.

Ο Βίκτορας προχωρούσε βιαστικά. Σχεδόν έτρεχε. Στο ρυθμό των χτύπων της καρδιάς του. 120, 130, 140, 150 σφυγμοί το λεπτό. Με κόρες διεσταλμένες. Με παλάμες ιδρωμένες. Με ανάσα κοφτή. Σ’ ένα δρόμο σε μια πορεία που θαρρείς επιμηκύνθηκε αυτή τη μέρα. Μια διαδρομή που την έκανε κάθε μέρα. Που ήξερε κάθε λακκούβα, κάθε σημάδι τοίχου, κάθε σχήμα πόρτας. Αγνώριστη και ατελείωτη σήμερα πορεία. Ο αριστερός του ώμος κάθε τόσο ακουμπούσε στην άγρια επιφάνεια των βρώμικων από τα καυσαέρια τοίχων. Στο κατόπι του ο Γιάννης. Συμμαθητές στην πρώτη λυκείου στο Βαρβάκειο. Μαζί διάβαζαν. Μαζί βάδιζαν.  Στον ίδιο ρυθμό, στον ίδιο σφυγμό. Νοέμβρης. Σκοτεινός. Μέρα μεσημέρι. Πατησίων.

Στα πέντε του πρόσεξε πρώτη φορά τα κεντημένα νούμερα στον αριστερό πήχη του χεριού του πατέρα του. Λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα. Καλοκαίρι ήταν και παραθερίζανε στο Πόρτο Ράφτη. Αυτός με κόκκινα μπρατσάκια. Ο πατέρας του δίπλα ακουμπισμένος σ’ ένα στρώμα θαλάσσης. Ήταν με ζωγραφιές του Λούκι Λουκ με τους Ντάλτον. Τους το είχε φέρει ο νονός του από το Βέλγιο. Ήταν χαρούμενος, γιατί ο πατέρας τού έλειπε. Ήταν πολυάσχολος. Αυτή τη μέρα ήταν δικός του ολότελα. Καθώς τον ρώτησε για τα σημάδια, ο πατέρας συννέφιασε, χαμογέλασε «ζωγραφιές είναι» είπε και του πέταξε νερό στο μέτωπο. Αυτός τσίριξε. Ο πατέρας γέλασε κι συνέχισαν να κολυμπάνε.

Όταν άρχισαν να κρυώνουν πια βγήκαν από το νερό. Η μνήμη όμως του πατέρα του είχε πυροδοτηθεί και πάλι. Ζητούσε λαίμαργα τροφή. Κι ο πατέρας, εκών άκων, την τάισε. Θυμήθηκε τον Lale Sokolov. Λίγοι τον ήξεραν με αυτό το όνομα. Για τους πολλούς ήταν ο «τατουατζής του Άουσβιτς». Αυτός του χάραξε ενθύμιο. Είχε δυο πένες, με μύτες παράλληλες. Η μία τσιμπούσε το δέρμα. Η άλλη έχυνε μελάνι. Η μία πάνω στην άλλη. 1059560 κι έπαψε να είναι άνθρωπος. Έγινε αριθμός. Ένας πράσινος, επταψήφιος, με ριγέ στολή και γουλί κεφάλι. Έμαθε να γίνεται χαμαιλέων, δερματόστικτο ερπετό, με σώμα λεπτό και αμβλύ ρύγχος, να οσφραίνεται τους θηρευτές και να αλλάζει χρώμα, να γίνεται ένα με το χώμα. Το μόνο του όπλο, η μόνη του άμυνα. Με ικανότητα να αναγεννά τα χαμένα αισθήματα, τα κατεστραμμένα μέρη του νου του. Να επιβιώνει.

Με κανέναν δεν μοιράστηκε αυτές τις μνήμες. Ούτε με τον Βίκτορα, ούτε με τη γυναίκα του, ούτε συγγενείς, με συναδέλφους ή φίλους. Κάθε που η κουβέντα, μια σε ταβέρνα, μια σε βεγγέρα στο σπίτι, μια σε νουθεσίες στον μοναχογιό, έφερνε σε θέματα πολέμου, διώξεων, ολοκαυτώματος, έβρισκε κάτι να ασχοληθεί, κάτι να θυμηθεί, να γυρίσει την συζήτηση σε άλλο θέμα ή αποτραβιόταν και ρουφούσε σιωπηλός το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Καμμιά φορά ξεχνιόταν και η στάχτη έπεφτε στα ρούχα ή η καύτρα φλόγιζε τα δάχτυλά του.  

Σε κανέναν δεν αφηγήθηκε τίποτε. Μόνο μια φορά, όταν τον επισκέφτηκε συστημένα ένα αμερικανικό τηλεοπτικό συνεργείο μίλησε. Ετοίμαζαν ένα πολύωρο ντοκιμαντέρ για τις θηριωδίες τις ναζιστικές και απ’ την ισραηλινή πρεσβεία υπέδειξαν κι αυτόν, αν ήθελε. Και θέλησε, γιατί θεώρησε πως είχε χρέος κι οφειλή. Η πρώτη σκέψη, όταν του το πρότειναν ήταν να αρνηθεί. Μετά θυμήθηκε ένα ποίημα που όταν το πρωτοδιάβασε ήταν σίγουρος ότι γράφτηκε γι’ αυτόν. Και μετά σκέφτηκε για πόσους άλλους. Άνοιξε πάλι την ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου – άνοιγε κατ’ ευθείαν το βιβλίο στη συγκεκριμένη σελίδα μόνο του από τις συχνές επισκέψεις- , και

(…) μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε,

είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.

Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,

 Διάβασε. Και πιο κάτω:

 Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή

κι όσος καιρός μου μένει

σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν

για να τους ιστορήσω.

και είπε το ναι.

Φρόντισε πάντως να κλείσει ερμητικά την πόρτα του σαλονιού όπου έδωσε τη συνέντευξη. Η πόρτα άνοιξε μόνο δυο φορές. Μία για να φέρει η μάνα τα κεράσματα στο δίσκο και μία μετά από ώρες, όταν το συνεργείο έφυγε με ευχαριστίες. Χρόνια μετά τη θανή του πατέρα ο Βίκτωρας θα έψαχνε να βρει την κασέτα, να πληροφορηθεί, να γνωρίσει όσα δεν έμαθε. Μα όταν βρήκε την άκρη στην άλλη άκρη του πλανήτη ήταν αργά. Οι κόπιες όλες είχαν σβηστεί και επανεγγραφεί με άλλα θέματα.

Ένα χρόνο και κάτι μήνες μετά τους Λειψούς ξαναπιάσαμε με τον Βίκτωρα την κουβέντα εκεί που την είχαμε αφήσει. Για τη σφαίρα. Κατά σύμπτωση, ή ίσως και όχι, ήταν 16 Νοεμβρίου. 2018. Ρωτώντας τον γύρισα πίσω στα 1973. Και πάλι Νοέμβρης. Εμβληματικός. Εξαμβλωματικός. Με πολιτικά έμβρυα στην κοιλιά, με μωρά στη φωτιά. Δεν είχε πολύ κρύο. Μου είπε.

«Ήμουν στα δεκαπέντε. Πήγαινα φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών, στου Μαλαμίδη, στην Πατησίων, κοντά στο σπίτι μας. Στο σχόλασμα κατεβαίναμε με τη Σοφία. Συνομήλικοι. Σγουρό μαλλί, αφρικάνικο, μελαχρινή, μάτια γελαστά. Λεπτοφυής κι αέρινη. Της άρεσαν τα ποιήματα του Καρυωτάκη. Μου άρεσε. Στην εξώπορτα του φροντιστηρίου έπεσα πάνω στον πατέρα μου. Στράβωσα αλλά και παραξενεύτηκα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε έλθει.

– Η μάνα; τον ρώτησα.

– Καλά είναι η μάνα. Δεν είναι τίποτε. Έχει φασαρίες στο κέντρο…

– Εγώ φεύγω, Βίκτορα, τα λέμε αύριο, μου χαμογέλασε η Σοφία. Την είδα να στρίβει Πατησίων και Αμοργού, χάθηκε στη γωνία.

– …Κλειστήκανε στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκε στρατός, τα πράγματα ξεφεύγουν. Ήλθα να πάμε μαζί στο σπίτι…

»Εγώ άστραψα. Ήξερα πολύ καλά τα περί Νομικής. Από πατέρα ΕΠΟΝίτη. 

– Θα πάω ψιθύρισα. Τσιτώθηκε ο πατέρας,

– Δε θα πας πουθενά, σου λέω γίνονται φασαρίες και τα πράγματα θα αγριέψουν. Είναι επικίνδυνη η κατάσταση. Γι’ αυτό ήρθα να σε πάρω…

– Όταν ήσουν στη ΕΠΟΝ κι όταν αργότερα έκρυβες τον … στο σπίτι δεν ήταν επικίνδυνα; του πέταξα. Κι όταν μας πήγες στην Καρέζη και τον Καζάκο, θυμάσαι;

» Θυμόταν. Κι εγώ θυμόμουν. Εγώ στα δεκατέσσερα. Στην πρεμιέρα πήγαμε οι τρεις μας, ο πατέρας εγώ και η μητέρα. Στην παράσταση που θα γινόταν θρυλική. 22 Ιουνίου 1973. Το μεγάλο μας τσίρκο. Φίσκα το θέατρο. Ανάμεσα στον κόσμο σέρνονταν εμφανώς πάντως, και επίτηδες προ πάντων, ασφαλίτες με πολιτικά. Έργο και αποστολή τους να καταγράψουν και να ενημερώσουν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών. Η κανονική διάρκεια της παράστασης ήταν 140’. Η παράσταση κράτησε τρεισήμισι ώρες, από τις ιαχές των θεατών που επιδοκίμαζαν και διέκοπταν με επευφημίες τους ηθοποιούς. Οι ασφαλίτες γίναν νευρικοί. Κοιτάζονταν με αμηχανία και δεν ήξεραν τι να πρωτοσημειώσουν. Η ατμόσφαιρα, αυτό που λεν ηλεκτρισμένη.

» Όταν έπεσε η αυλαία και κόπασαν τα χειροκροτήματα ο κόσμος έφευγαν ευθυτενείς αλλά βιαστικοί. Εμείς παρ’ όλες τις ενστάσεις του πατέρα μείναμε, γιατί η μητέρα, φίλη – γνωστή της Τζένη Καρέζη ήθελε να τη χαιρετήσει και να την αγκαλιάσει. Μείναμε με τον πατέρα στην πλατεία και περιμέναμε όρθιοι, πλαισιωμένοι από τρεις ασφαλίτες που μάλλον περίμεναν να χαιρετήσουν κι αυτοί τους ηθοποιούς. Όταν με τα πολλά επέστρεψε περιχαρής η μητέρα, μας έπιασε από τα χέρια ο πατέρας και σπεύδοντας κατά την έξοδο περίφροντις, μας είπε με ύφος που δε σήκωνε ερωτήσεις «μη μιλήσετε ό,τι και να γίνει». Κι είχε δίκιο. Στο πεζοδρόμιο γυρόφερναν πέντε – έξι ασφαλίτες, προ ολίγου θεατές της παράστασης. Δίχως δισταγμό και ολιγωρία, ο κοντοκουρεμένος και καλοξυρισμένος – και έχει σημασία αυτό – πατέρας στράφηκε στον πιο νέο ασφαλίτη και με ύφος σκαιό και μεταλλική φωνή διέταξε «κάλεσέ μας ένα ταξί»! Ο ασφαλίτης σε σύγχυση χτύπησε προσοχή, χαιρέτησε στρατιωτικά στο πολιτικό του καπέλο, φώναξε με ένταση «διατάξτε» και έσπευσε να βρει ταξί στο οποίο γλιστρήσαμε αμέσως. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα ο πατέρας δεν παρέλειψε να πει στον ασφαλίτη «ευχαριστώ παιδί μου». Έτσι αποχωρήσαμε φοβισμένοι αλλά και εν θριάμβω από το θέατρο.    

» Ο πατέρας κατάλαβε ότι θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς κι άλλαξε.

Αυτό που θέλω είναι να μη σε πιάσουν. Αν σε συλλάβουν εξαφανίστηκες. Εσύ δεν είσαι Θοδωράκης. Κανείς δεν θα τρέξει, κανείς δεν θα μιλήσει, εξόν από τη μάνα σου κι εμένα. Θα χαθείς σε κάποιο ανήλιαστο υπόγειο και κανείς δεν ξέρει αν και πότε και πώς θα βγεις. Γι’ αυτό άκου. Αν δεις ότι πάνε να σε πιάσουν και δεν μπορείς να ξεφύγεις, δεν θα αντιδράσεις. Θα μείνεις ακίνητος. Τότε θα σε αρπάξει μόνο ένας και θα σε πάει κατά την κλούβα. Έτσι θα έχεις μια ευκαιρία. Αφού κοιτάξεις γύρω για δρόμο διαφυγής, θα του του ρίξεις μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά και θα τρέξεις όσο δεν έχεις τρέξει στη ζωή σου, χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου.

» Κοιταχτήκαμε κι έφυγα. Έφυγε και ο πατέρας.  Δεν μπόρεσα να φτάσω στο κέντρο. Το είχαν αποκλείσει.

» Την άλλη μέρα, μέρα μεσημέρι ήμουν στην Πατησίων, μέναμε Μοσχονησίων. Πήγαινα για το σπίτι. Είχα βγει να πάω στου φίλου και συμμαθητή μου τον Γιάννη, για να μάθω πληροφορίες. Ο αδελφός του ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και είχε γυρίσει χτυπημένος. Φοβόντουσαν όλοι. Κανονικά δεν θα ‘πρεπε να βγω. Είχαν κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Τα σχολεία κλειστά. Απαγορευόταν η κυκλοφορία. Λέγανε ότι είχαν βάλει ακροβολιστές με εντολή να ρίχνουν στο ψαχνό. Δεν είχα αίσθηση κινδύνου. Στα δεκαπέντε ήμουν κι ένιωθα αθάνατος. Οι γονείς του Γιάννη τον ορμήνεψαν να κοιμηθεί σε μας. Φοβόντουσαν επικίνδυνες επισκέψεις. Φύγαμε για το σπίτι μου. Προχωρούσαμε τοίχο τοίχο. Σχεδόν τρέχαμε. Στο ρυθμό των χτύπων της καρδιάς μας. 120, 130, 140, 150 σφυγμοί το λεπτό. Καθώς πλησιάσαμε στη διασταύρωση Πατησίων και Αμοργού άκουσα έναν ξερό κρότο. Κι απανωτά έναν δεύτερο. Πάγωσα. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Ο δεύτερος κρότος τίναξε μια μικρή τούφα σκόνης από το ντουβάρι που έγλυφε ο ώμος μου. Έσκυψα μηχανικά κι έσφιξα στη φούχτα μια μολυβένια σφαίρα. Ζεμάταγε. Προτού ακουστεί η τρίτη μικρή έκρηξη δυο χέρια μας τράβηξαν πίσω από τη γωνία. Εγώ όρθιος. Ο Γιάννης ξαπλωμένος. Με ένα κόκκινο τόσο δα σημάδι στο μέτωπο. Μια σταγόνα μόνο αίμα έσταζε. Στην Αμοργού. Άνοιξα μηχανικά τη χούφτα μου και είδα τη σφαίρα που από τότε έχω στο μπρελόκ μου.

Για να θυμάμαι του σατανά το έρμαιο.

info@bookbar.gr

Ο Γιάννης Νταουλτζής γεννήθηκε στη Δράμα και ζει στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος και πολιτικός επιστήμων και εργάζεται στη Μέση Ιδιωτική Εκπαίδευση.

Διαβάστε επίσης: Η Σιμιώτα και ο δράκος/ Διήγημα/ Του Γιάννης Νταουλτζή