Η Σιμώτα και ο δράκος/Διήγημα

0
1241
Black and white of Sad and lonely woman sitting alone on a the wooden bridge over the sea

Του Γιάννη Νταουλτζή

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα

Πιτσιρικάδες ζούσαμε πιο πολύ έξω, πότε στην αλάνα του Λιόντα, πότε στο χωράφι του  Χατζηγεωργίου, πότε στην αυλή του Γυμνασίου Αρρένων. Για να μπούμε στο προαύλιο του σχολείου, καβαλούσαμε τα κάγκελα. Ήταν σαν λόγχες. Ο  Φωτάκης του κυρ Στάθη μια φορά, την ώρα που ετοιμαζόταν να πηδήξει στον αυλόγυρο, γλίστρησε και καρφώθηκε στο μπούτι. Τον πήραν οι νοσοκόμοι σηκωτό μεσ’ τα αίματα. Φώναζε «είμαι μια χαρά, αφήστε με». Φοβόταν τα ράμματα. Όταν γύρισε μας ζητούσε δύο τζιτζιλίδες από τον καθένα μας για να μας δείξει την πληγή. Όσοι ήταν λιανοί και φοβόντουσαν να καβαλήσουν τη σιδερένια περίφραξη του σχολείου, χώναν το κεφάλι μεταξύ του έβδομου και όγδοου κάγκελου απ’ τη μεριά της εξώπορτας. Εκεί τα κάγκελα είχαν στραβώσει και άφηναν ένα άνοιγμα  μεγαλύτερο. Εκεί σφήνωσε ο Παναγιώτης του κυρ Δημήτρη. Του λέγαμε να μην χωθεί γιατί είναι χοντροκέφαλος αλλά δεν μας άκουσε γιατί ήταν και ξεροκέφαλος. Σφήνωσε. Στην αρχή το πήραμε για αστείο. Γελούσαμε, ουρλιάζαμε και χοροπηδούσαμε σαν πυροβάτες. Το είδαμε για παιχνίδι. Μετά όμως όταν άρχισε να κλαίει και να σκληρίζει φοβηθήκαμε και ζητήσαμε βοήθεια. Περίμενε σκυφτός να ‘ρθει η πυροσβεστική να τροχίσει το κάγκελο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Η μάνα του δάγκανε την παλάμη της, «άμα βγεις θα σε τακτοποιήσω, θα σου στρώσω τη γραβάτα»· τόσο που ο Δημητράκης παρακαλούσε τον πυροσβέστη να τον αφήσει όπως είναι μέχρι να βαρεθεί η μάνα του και να γυρίσει σπίτι.

Πιτσιρικάδες ακούγαμε πολλά, καταλαβαίναμε λίγα. Τις περισσότερες φορές οι μεγάλοι δεν μας παίρνανε χαμπάρι ή πιστεύανε ότι δεν νιώθουμε και συνέχιζαν. Ακούγαμε στη γειτονιά για τη Σιμώτα, που ήταν τέτοια, καλντεριμιτζού, του σοκακιού, αλανιάρα. Οι γειτόνισσες, μαζεμένες στις εξώπορτες σε μικρά ξύλινα σκαμνάκια ή στα αφράτα πέτρινα κατώφλια, συχνομιλούσαν. Κουτσομπόλευαν, κακολογούσαν, συμπονούσαν, σχολίαζαν τη συμπεριφορά ή τα παθήματα άλλων. Πιο συχνά της Σιμώτας. Κι όταν πλησιάζαμε οι κουβέντες γίνονταν σιγανές και οι γυναίκες μάς κάνανε νόημα με το χέρι να φύγουμε πιο μακριά, να πάμε να παίξουμε πιο πέρα. Από φράσεις μισοδαγκωμένες και αφηγήσεις ημιτελείς φτιάξαμε στο μυαλό μας φανταστικές ιστορίες για τη Σιμώτα. Ότι κυκλοφορούσε χωρίς βρακί, ότι αν ήσουν τυχερός θα σε άφηνε να την χαϊδέψεις, ότι έσκυβε επίτηδες…

Την ιστορία της μου την αφηγήθηκε η μάνα μου, στα 90 της, το 2018.

«Της Σιμώτας η γιαγιά ήταν από τον Πόντο, αρχοντογυναίκα. Ο μπαμπάς της είχε καλή δουλειά· στη Δράμα δεν τον είδαμε καθόλου· χωρισμένη ήτανε η μάνα της, δεν ξέραμε. Η μάνα της  είχε τέσσερα  παιδιά, δύο κορίτσια, δύο αγόρια. Ο μεγάλος έφυγε για τη Γερμανία στη δεκαετία του ‘60. Τότε που φεύγαν οι άντρες με το τσουβάλι. Έκανε οικογένεια. Κανα γράμμα στη χάση και στη φέξη, αραιά και πού δέμα και λίγα μάρκα. Ο άλλος πολυτεχνίτης. Παντρεύτηκε μια Καλαματιανή και μετακόμισε στο πατρικό της. Πήρε προίκα δυο μαγαζιά δίπλα δίπλα, τα ενώσανε και κάνανε καφενείο ουζερί. Έριξε κι αυτός μαύρη πέτρα. Μείνανε τα κορίτσια απροστάτευτα. Η μεγάλη, πολύ όμορφη, θεωρητικιά, αλλά δεν ήτανε πολύ στα καλά της. Τα αγόρια από τα δεκαεφτά της την πήγαιναν στα πευκάκια. Στα δεκαεννιά της την ζήτησε ένας· ήταν όμορφη, ίσως και για το χαρακτήρα της. Η  γιαγιά τής πήρε δύο μαξιλαροθήκες, δώρο γάμου. Μια βδομάδα δεν κάθισε παντρεμένη. Στα είκοσι της έφυγε μ’ ένα φαντάρο, μόλις αυτός απολύθηκε. Την πήγε στην Αθήνα,  στα σπίτια. Έκανε καλή ζωή. Ο νοών νοείτο.

Έμεινε η Σιμώτα μόνη με τη μάνα της ανήμπορη. Ανήμπορες κι οι δυο. Δεκαετία του εβδομήντα. Έψαχνε για δουλειά. Κάναμε και οι δύο αίτηση για καθαρίστριες. Είπα αν πάρουν εμένα εγώ θα χαρώ να μην πάω να πάρουν αυτήν που έχει πιο ανάγκη. Δεν παρουσιάστηκε και πήραν εμένα.  Αυτή τότε είχε σχέσεις μ έναν παντρεμένο. Λένε ότι αυτός την έβγαλε στο κλαρί.  Ο αδελφός της από τη Γερμανία έστειλε κείνο το καλοκαίρι το παιδί του, δώδεκα χρονώ, να ξεκαλοκαιριάσει στην Ελλάδα. Στις δυο βδομάδες ήρθαν οι ίδιοι με μια μερσεντές και το πήραν πίσω. Τα νέα για τη διαγωγή της αδελφής του είχαν φτάσει στα αυτιά του.  Ο αδελφός ούτε που ρώτησε, αν έχουν καμιά ανάγκη. Έφυγε. Έχασε και αυτή τη χαρά της θείας.

Ήταν όμως άνθρωπος ζωντανός και πρόσχαρος. Με το τραγούδι στα χείλια. Του Αϊ Γιαννιού πρώτη αυτή να μαζέψει ξύλα, να πλέξει στιχάκια, να πηδήξει τη φωτιά. Τρείς φορές σταυρωτά με τη φούστα της σηκωμένη. Όλη η γειτονιά την κουτσομπόλευαν.

Μια φορά ο μεγάλος μου αδερφός με είδε που την καλημέριζα. Με πήρε κατά μέρος από το μπράτσο.

Άλλη φορά δεν θα πεις καλημέρα σ αυτήν με είπε. Εγώ την πονούσα.

Όταν πέθανε η μάνα της, έβαζε τους αγαπητικούς φανερά πια στο σπίτι. Αυτοί την δίναν σε φίλους τους, νοικοκυραίους, και την έδιναν κάτι λίγα.

Στα 1980 η μπογιά της είχε περάσει. Γυρνούσε πια στους δρόμους. Από τις λίγες. Δεν λογάριαζε. Τότε στη Δράμα δρούσε ο «Δράκος». Είχε ριχτεί σε πολλές γυναίκες για να τις βιάσει. Κι είχε σκοτώσει. Η Δράμα τότε ερήμωνε με το που σουρούπωνε. Μόνο άντρες κυκλοφορούσαν. Τα μαγαζιά αναδουλειές. Εμένα με πήγαινε ο μπαμπάς σου στη δουλειά στις πέντε το πρωί και μετά πήγαινε κι ο ίδιος στο μπαχτσέ.

Αυτός, ο Δράκος, μάθαμε μετά, ήταν αξιωματικός. Είχε ένα κουσούρι, λέει. Τον τρέλαιναν τα τακούνια όπως χτυπούσαν στο τσιμέντο και θυμόταν μια πόρνη που στα δεκατέσσερά του τον είχε πει χαντούμη γιατί δεν μπόρεσε. Από τότε το είχε απωθημένο να δείξει ότι μπορεί. Θυμάμαι, πέντε Σεπτεμβρίου ήτανε του ‘81, – εσύ τότε ήσουνα στην Αθήνα, σπούδαζες, αλλά τα μάθαινες από τις εφημερίδες και μας έπαιρνες τηλέφωνο-, που βίασε και σκότωσε μια πόρνη. Στις έρευνες που έκανε η αστυνομία έπαιρνε μέρος και ο ίδιος για να θολώσει τα νερά. Το Δεκέμβριο της ίδια χρονιάς χίμηξε στη Σιμώτα, που κυκλοφορούσε μόνη της. Λέει τον τρέλαιναν τα τάκατάκα από τα ψηλά τακούνια της. Την μαχαίρωσε στην πλάτη. Η Σιμώτα άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται, ακούσανε οι περαστικοί κι ο Δράκος έφυγε. Η Σιμώτα γλίτωσε. Από κείνη τη μέρα την πήρε η κάτω βόλτα.

Εγώ την λυπόμουν. Μια φορά που δεν είχε λεφτά την πήραμε για μεροκάματο στον μπαξέ· δεν την έπαιρνε κανείς για δουλειά. Βγάζαμε πράσα από φυτώριο για μεταφύτευση. Ο μπαμπάς την  έδωσε μεροκάματο. Το βράδυ μας πήγε και στο θέατρο.

Ένα βράδυ γύριζε από ξενύχτι. Μετά το Τσάι σκόνταψε σε μια πέτρα και χτύπησε στο κεφάλι. Την επισκέφτηκα στο νοσοκομείο. Ήμουν η μόνη. Βογκούσε. Μετά από μια βδομάδα πέθανε. Έκλαψα. Έμεινε στο ψυγείο στα αζήτητα για κανά μήνα. Την κηδεία της την έκανε ο Δήμος, άπορη για!».

Η πιτσιρικαρία όταν μάθαμε ότι πέθανε, στεναχωρηθήκαμε. Ήταν καλή μαζί μας. Πολλές φορές μας ζητούσε να της φέρουμε ξύλα για το χειμώνα, για τη σόμπα της. Παίρναμε τα τσεκούρια που είχαμε στο σπίτι, κρυφά εννοείται, και κόβαμε πεύκο και κυπαρίσσι από το δασάκι που ήταν κοντά στα σπίτια μας. Της τα πηγαίναμε κι αυτά κρυφά. Μας χάιδευε στο κεφάλι και μας έδινε κάτι πολυκαιρισμένες μαστιχωτές καραμέλες, από τη Γερμανία φερμένες. Δεν καταλαβαίναμε γιατί δεν της μιλάνε οι μεγάλοι, κυρίως οι γυναίκες. Καταλαβαίναμε όμως ότι δεν έπρεπε να πούμε στους μεγάλους γι’ αυτές τις συναλλαγές μαζί της.

Ο Δράκος έκανε κι άλλες δολοφονικές επιθέσεις και βιασμούς σε Δράμα, Καβάλα και Θεσσαλονίκη. Τον πιάσανε, λοκατζής ήτανε, δεκατρείς Δεκεμβρίου του 1982. Από μαρτυρίες γυναικών που γλύτωσαν ξέρανε ότι ο δράστης φορούσε στρατιωτικά ρούχα. Στο τελευταίο χτύπημα δύο αξιωματικοί του στρατοπέδου τής Δράμας ανακάλυψαν στα αρχεία ότι εκείνη την νύχτα ελάχιστοι  ήταν έξω από το στρατόπεδο, λόγω απαγόρευσης εξόδου, και ένας από αυτούς, ο Κ.Π., που μάλιστα γύρισε αργοπορημένος. Όταν τον ρώτησαν ήταν πολύ νευρικός και δεν είχε να τους πει πού ήταν όλο το βράδυ. Ο υπεύθυνος αξιωματικός έδωσε εντολή να ερευνήσουν το σπίτι του. Εκεί βρήκαν τα μαχαίρια που χρησιμοποιούσε στις επιθέσεις και τον αναπτήρα της Α.Α, που είχε κρατήσει ως τρόπαιο  από την επίθεση εναντίον της.

Τέλη του 1982 καταδικάστηκε σε δις εις θάνατον και κάθειρξη 23 ετών. Τελικά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Η μάνα του είπε «περίεργο παιδί ήταν, πρώτα έτρωγε το γλυκό και μετά το φαγητό του». Όσο ήταν φυλακισμένος έπαιρνε εκατοντάδες ερωτικές επιστολές από κάθε ηλικίας γυναίκες, «serialkillersgroupies» τις αποκαλούν οι Αμερικανοί,  που δήλωναν τρελά ερωτευμένες μαζί του. Γράμματα πάθους που ερμηνεύτηκαν από πολλούς ψυχολόγους «ως αρρωστημένη εμμονή, ως σύνδρομο που πηγάζει από το μίσος που ενδόμυχα μπορεί να κρύβει μια γυναίκα απέναντι στο ίδιο της το φύλο». Αποφυλακίστηκε το 2004 εν μέσω ολυμπιακών αγώνων και ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Σήμερα ζει σ’ ένα προάστιο της Λάρισας.

Ο Φωτάκης, στα εξήντα σήμερα, έχει ανοίξει ένα καφενείο. Σερβίρει και καταπληκτικούς μεζέδες. Χειροποίητους. «Άσυλο» το χαρακτηρίζει η γυναίκα του η Πέννυ. Καμμιά φορά μας δείχνει το σημάδι από το τραύμα στο μπούτι του. Ο Παναγιώτης του κυρ Δημήτρη έχει δικηγορικό γραφείο, με δύο ασκούμενες. Το κεφάλι του συνεχίζει, άσπρο πια, να είναι μεγάλο. Όσο για την αλάνα του Λιόντα και το χωράφι του Χατζηγεωργίου είναι πολυκατοικίες. Στο Αρρένων ακόμη μπαίνουν παιδιά σκαρφαλώνοντας στα κάγκελα ή χώνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα. Δεν ξέρω αν κάποιο καρφώθηκε ή σφήνωσε.

info@bookbar.gr

 

Ο Γιάννης Νταουλτζής γεννήθηκε στη Δράμα και ζει στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος και πολιτικός επιστήμων και εργάζεται στη Μέση Ιδιωτική Εκπαίδευση.