«Εγώ ο Νίκος Β… – ο θείος Τάκης» – Ένα διήγημα, ένα σενάριο

0
641

Τατουάζ στον παράμεσο του Γιάννη Νταουλτζή

Μία κριτική προσέγγιση του διηγήματος «Ο θείος Τάκης» από τη συλλογή διηγημάτων «Τατουάζ στον παράμεσο» του Γιάννη Νταουλτζή

Γράφει ο Νίκος Βουτενιώτης *

Αν είχα χρόνο και χρήμα θα το έκανα σενάριο και θα το γύριζα ΑΥΡΙΟ!

           Γιατί; Γιατί πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα!

Ας ξεκινήσω από μια διαπίστωση που γεννάει ένα ερώτημα:

            Πρόκειται για ένα διήγημα χειμαρρώδες στη ροή του που οποιαδήποτε  φόρμα – αν προηγείτο – θα περιόριζε τον καταιγισμό των συναισθημάτων αδυνατώντας να κρύψει τις αρθρώσεις της.

            Από την άλλη πρόκειται για μία φόρμα τόσο επιμελημένη και σοφά επεξεργασμένη που μόνο ως τέτοια μπορεί να αποδώσει, με τέτοια ακρίβεια μια τόσο αντιφατική περίοδο της ιστορίας μας, με τέτοια διεισδυτικότητα την ψυχή των χαρακτήρων, με τέτοια ψυχραιμία τόσο μεγάλα συναισθήματα! Και αυτό… σε πέντε σελίδες!

            Η απάντηση στο ερώτημα για τον τρόπο της σύνθεσης, στο τι προηγείται δηλαδή και τί έπεται και πώς αλληλεπιδρά φόρμα και περιεχόμενο ανήκει στο συγγραφέα. Θα προσπαθήσω όμως να αιτιολογήσω γιατί αυτό το διήγημα το θεωρώ Αριστούργημα!

Ξεκινάει το 1958, όπου την ίδια μέρα και ώρα που γεννιέται ο “αφηγητής” πεθαίνουν οι “μπέμπηδες”, η παγκοσμίως αγαπητή ποδοσφαιρική ομάδα (με τέτοιες μεγαλώνουν τα παιδιά) σε μία αεροπορική τραγωδία. Συγκυρία; Μεταφυσική σύμπτωση; Ανήκει στη μεταγνώση (κάτι που κάνει στις ταινίες του ο σκηνοθέτης της “αμφιβολίας” Κισλόφσκι βλ. “Διπλή ζωή της Βερόνικα”, κ.α.); Μετά την πρώτη αντίθεση, γέννηση – θάνατος, από το παγκόσμιο και μεταφυσικό ερώτημα της ουσίας του όντος προσγειωνόμαστε σε μία δεύτερη αντίθεση, της ουσίας της ύπαρξης, στο οικογενειακό δράμα του αφηγητή, αυτό της πολιτικής αντίθεσης των γονιών του.

            “Η ενότητα των αντιθέτων”, αυτός ο νόμος της διαλεχτικής, γίνεται πειστικός μπούσουλας για να οδηγηθούμε με περιέργεια στη συνέχεια.

            Από το ίχνος του προλόγου, προδιαγράφεται και η διακριτική – αλλά όχι άτολμη! – προσέγγιση του συγγραφέα, σε εικόνες της κατοχής, του εμφυλίου και μετέπειτα. Η διακριτικότητα που προκύπτει από το ανεξήγητο στην κοσμική σύμπτωση του προλόγου – η οποία είναι προφανώς μυθοπλαστική – ισορροπεί με την τολμηρή εισαγωγή ενός αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο, υπερπηδώντας την δήθεν αντικειμενικότητα του πλάγιου λόγου κάποιων συγγραφέων.

Με αφορμή τον γάμο των γονιών του ο αφηγητής σκιαγραφεί σε πέντε σειρές μία κοινωνία στους λάκους και τα κάγκελα. Πέτρινα χρόνια. Η απλότητα στη σύνδεση και τη ροή όμως κάθε άλλο παρά περιγραφική μοιάζει. Περιφρονούνται οι αυτάρεσκες τεκμηριώσεις που καταντούν τη διήγηση δοκίμιο. Εικόνες, εικόνες και συναισθήματα για τα μεγάλα γεγονότα!

 Και να, στην επόμενη παράγραφο στα 1946, η δραματική συμπύκνωση. Σε δυο λέξεις, μια σειρά, η ποίηση φωτίζει περισσότερα από ότι δεκάδες άλλα συγγράμματα με τεκμήρια:

Η Βάρκιζα ήταν φρέσκια ακόμη κι ο εμφύλιος ψηνόταν”. Και στη συνέχεια…”…γυρνούσαν ακόμη, αφελώς ανέμελα…”!

            Με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας εμβολιαζόταν και το βακτήριο του καρκίνου (“εμφυλίου”) με οπλισμένους και αόπλους, μας λέει ο συγγραφέας. Πριν στεγνώσει η μελάνη(“φρέσκια”) το βακτήριο μεταδιδόταν στο κοινωνικό σώμα (“ο εμφύλιος ψηνόταν”).

Βλέπετε πόσο πεζή είναι η τεκμηρίωση σε σχέση με την ποιητική ελευθερία και απλότητα που μας δωρίζει η φράση!!!

            Και να, που με επικεφαλίδα τη φράση, στην ίδια παράγραφο, στήνεται το σκηνικό της τραγωδίας. Ό χορός σε δύο ημιχόρια. Στο ένα ημιχόριο ο θείος Τάκης, εικοσάχρονος και οι φίλοι/ες του που τραγουδούν στο δρόμο αντάρτικα (είναι ύβρις;;;).  Στο άλλοημιχόριο ο Αρίστος ο χωροφύλακας με την αδελφή του και τη φίλης της τη Ζαχαρούλα. Ο Αρίστος ζαχαρώνει τα μάτια της.

            Φτωχοί οι νέοι αλλά χαρούμενοι, ερωτικοί (ελαφρά πιωμένοι, αγκαζέ) μεταξύ τους αλλά και με την κοινωνία, “προκλητικοί” όπως η νεότητα αλλά με ιδανικά και τόλμη. Δεν το λέει ο συγγραφέας, αποφεύγοντας τη μεροληπτική στάση αλλά το τραγούδι που τραγουδούν.

            Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Μπρεχτική αποστασιοποίηση παρουσιάζοντας το ίδιο το τραγούδι ως αποδεικτικό υλικό των τότε πεποιθήσεων, “χωρίς να πάρει ο ίδιος θέση” και με σεμνότητα αποτίει φόρο τιμής στο Θόδωρο Αγγελόπουλο για τη σκηνή της πρωτοχρονιάς του 1946 στο “Θίασο”!

            …σκηνή τραγουδιού

Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου

οργανωμένα σε πόλεις και χωριά

και για σένα και για τη λευτεριά σου

θα αγωνιστούμε όλοι με καρδιά.

Δε μας τρομάζουν των προδοτών τα βόλια,

των φασιστών τα άδοξα σπαθιά.


Το `χουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας,

θάνατος, θάνατος ή ελευθεριά.

Μετά από αυτό το τραγούδι των νέων της ημιχορίου της αριστεράς θα ακολουθήσουν άλλα δύο που χρησιμοποιήθηκαν στο “Θίασο”, με ρητή αναφορά του συγγραφέα στον Αγγελόπουλο. Αφορούν εθνοφύλακες, βασιλόφρονες και όσους δρούν κάτω από την ομπρέλα του Σκόμπυ. Έτσι εισάγεται και η δράση του Αρίστου του χωροφύλακα.

            Και σ’αυτό το ημιχόριο όμως διακρίνουμε την αδογμάτιστη στάση του συγγραφέα. Δεν θέλησε να δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους. Αντίθετα μας δείχνει τον Αρίστο που θα αγρίευε αλλιώς… να κατευνάζεται από το Θεό – έρωτα για τη Ζαχαρούλα. Και ακόμη πιο επιεικής τού περιορίζει τη συνειδητή ευθύνη(την ύβρη) ρίχνοντας μέρος της στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ!  Και δεν θα ξεσηκωνόταν μετά αν δεν τον τσίγκλιζε η αδελφή του και αν δεν του προκαλούσε το αντριλίκι η πουτάνα η Ζαχαρούλα. Εδώ για την Ελένη έγινε ολόκληρος Τρωικός πόλεμος, δεν θα ξαρματωνόταν ο Αρίστος ενάντια σε έξι για τη Ζαχαρούλα;

            Να λοιπόν που ο συγγραφέας μας φωτίζει μία άλλη πτυχή του εμφυλίου πέρα από την καθαρά πολιτική. Αναδεικνύει το προσωπικό στοιχείο ως δεσπόζουσας σημασίας, τη στάση ζωής του καθενός ως στάση ζωής ή θανάτου. Εδώ – ευρύτερα βέβαια – υποβόσκει και το “περί ατομικής και συλλογικής ευθύνης” που τόμοι έχουν γραφεί.

Ο θείος Τάκης τραγουδούσε αντάρτικα πράγματι, ήταν όμως το μέγεθος της ύβρεως τέτοιο που έπρεπε να χάσει τη ζωή του τόσο αναπάντεχα; Και είναι ύβρις το να θες να ζεις ελεύθερος;

            Αναβιβάζοντας ο συγγραφέας τον χαρακτήρα του θείου Τάκη στο επίπεδο του συμβόλου, με το διττού χαρακτήρα τραγούδι, μας κάνει να νιώσουμε την αγάπη του για την ελευθερία που χωρίς αυτήν μόνο ο θάνατος υπάρχει.

            Για να φθάσουμε όμως στο τραγούδι έχει προοικονομηθεί ο θάνατος του θείου Τάκη με μία στημένη ίντριγκα, με τη μορφή της “τραγικής ειρωνίας”!!! Το σκαλοπάτι που θα αποβεί μοιραίο. Πώς όμως; Εδώ είναι το εκπληκτικό. Όχι τυχαία. Με ευθύνη του θείου Τάκη που…

     “Όλο έλεγε ο Τάκης ότι θα την καρφώσει κι όλο το ξέχναγε”.

            Και είναι εκπληκτικό γιατί αν δεν είχε καμία ευθύνη θα λέγαμε: …ήταν μοιραίο. Με αυτή την ελάχιστη ευθύνη που “του βάζει’’ να έχει ο συγγραφέας βουλιάζουμε στη δίνη της αφήγησης, αγανακτούμε και ξεχνώντας πως πρόκειται για διήγημα λέμε: δεν την κάρφωνε τη σανίδα ρε παιδί μου!

            Η τραγική ειρωνία όμως αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα από τον τρόπο που στήνεται… με τη μάνα του.

Αύριο θα τον έβαζε (“έλεγε” η μάνα του) να την καρφώσει το δίχως άλλο”.

            Τί θα πει η μάνα σαν δει νεκρό το παιδί της; : “Γιατί δεν του τό’ πα από χθες;” Παίρνει όλη την ευθύνη επάνω της και αυτήν της μοίρας ακόμη, αυτή που καθόλου δεν της ανήκει αλλά θα τη βασανίζει μέχρι να μπει κι αυτή στο λάκο.

            Και όλο αυτό το τεράστιο βάθος δίνεται με αριστοτεχνικά δομημένους ήρωες και λίγες λέξεις!!!

Θα μπορούσε να γραφεί ένα βιβλίο γι αυτή τη σκηνή. Παρενθετικά, στο σχολιασμό του διηγήματος, αναλύονται κάποια κλειδιά και κώδικες της αρχαίας τραγωδίας που συνειδητά η υποσυνείδητα χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.

            Η τραγωδία δεν δέχεται ότι για αυτά που συμβαίνουν ευθύνεται μόνον η μοίρα. Υπάρχει ένας βαθμός ελευθερίας του ήρωα να πράξει τό ένα ή το άλλο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ελευθερίας τόσο μεγαλύτερη είναι και ή “ύβρις” για την ίδια πράξη. Οι δραματικές του πράξεις τότε έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα – ευθύνη. Δεν έχει τον ίδιο βαθμό ελευθερίας ο πλούσιος σε σχέση με το φτωχό, ένας καθηγητής πανεπιστημίου μέ έναν αγράμματο, ένας κάτοικος του Λονδίνου με αυτόν από το Λιόπεσι ένας που κατέχει αξίωμα με έναν αδύναμο. Ο ψυχικά άρωστος δεν θεωρείται καν τραγικό πρόσωπο γιατί δεν έχει πλήρη ευθύνη των πράξεών του. Ακόμη και στον κώδικα της κωμωδίας δεν είναι ενδεδειγμένα για σάτιρα τα κατά φύσιν αδύναμα άτομα (π.χ. ΑΜΕΑ) αλλά μόνον τα κατά θέσιν (Καυχησιάρης, Τσιγγούνης, προληπτικός…)

            Στην αρχαία ελληνική τραγωδία οι δραματικές πράξεις των Θεών και των ηρώων έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτές των βασιλιάδων και αυτών μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτές των ταπεινών ανθρώπων του λαού. Όλοι όμως είναι “μορφές” γιατί είναι αμαλγάματα όχι μόνον κάποιων ιστορικών αληθειών αλλά και των δοξαδιών του λαού. Και στις Σαιξπηρικές τραγωδίες υπάρχει μια αποκλιμάκωση της ευθύνης ανάλογα αν προέρχεται από βασιλιά, μαρκήσιο, δούκα, κόμη, βαρώνο, απλό αγρότη. Πρόκειται όμως για υπαρκτά πρόσωπα στις περισσότερες των τραγωδιών (βλ. Άμλετ βασιλιάς της Δανίας 4 αιώνες πριν). Γι αυτό μιλάμε για “ξεχωριστούς χαρακτήρες” όπου οι δραματικές τους πράξεις εκτιμώνται κατά τι μικρότερης ευθύνης από αυτές τών “μορφών”. Και αυτές όμως των “ξεχωριστών χαρακτήρων” έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα των απλών “χαρακτήρων”. 

            Ένα άλλο στοιχείο όμως για να εκτιμηθούν οι δραματικές πράξεις των ηρώων – χαρακτήρων είναι το “μέγεθος της ύβρεως”. Δεν είναι ίδιο το μέγεθος της ύβρεως του Οιδίποδα με αυτό του Ξέρξη στους “Πέρσες” του Αισχύλου. Ο πρώτος όταν έμαθε από το Μαντείο των Δελφών ότι πρόκειται να σκοτώσει τον πατέρα του έφυγε από την Κόρινθο ενώ ο δεύτερος εξεστράτευσε συνειδητά κατά μίας άλλης χώρας.

            Ποιός όμως μπορεί να εκτιμήσει το μέγεθος της ύβρεως ενός χαρακτήρα;

Στη μυθολογία μας η Νέμεσις απεικονίζεται να κρατάει “το μέτρο” και το καμτσίκι. Ένας πόντος  αλαζονείας; – ένα μαστίγωμα. Τριάντα πόντοι; -Τριάντα μαστιγώματα και όποιος αντέξει. Δεν υπάρχει το απλουστευτικό “όλοι ευθυνόμαστε για την κρίση”. 

            Κανείς όμως δεν ξεκινάει να γράφει λέγοντας θα χρησιμοποιήσω αυτόν ή τον άλλο κώδικα της τραγωδίας ή αυτές τις εικόνες από τη ζωή… Οι γνώσεις, οι εμπειρίες και η διαμορφωμένη ψυχή του γίνονται ένα ποιητικό ρευστό που ρέει αυθόρμητα μέσα από την πένα.

            Δεν ξέρουμε τις πηγές του συγγραφέα. Αλλά η διαχείρηση της ευθύνης της δράσης των ηρώων (μέγεθος ύβρεως), η ίντριγκα της “τραγικής ειρωνείας”, η δομή του χορού με δύο ημιχόρια, η εναγώνια εκκρεμότητα (σασπένς) στο κυνηγητό Αρίστου – Θείου Τάκη καθώς και το εμφιλιοπολεμικό τραγικό περιβάλλον που ψήνεται… είναι αρκετά για να καταλάβουμε ότι υπάρχει υπόβαθρο! Πέρα από τη δομή όμως, σ’ αυτό το χαρτί νιώθουμε ότι ο συγγραφέας έχει αφομοιώσει βαθειά τί σημαίνει “τραγικό ρίγος”! Γι αυτό και δεν είναι τυχαία η ανατριχίλα στη σπονδυλική μας στήλη καθώς τρέχαν οι λέξεις.

            …συνέχεια σκηνής Τάκη (Νέων) – και χωροφύλακα Αρίστου (Ζαχαρούλα)

Στη νέα σκηνή του κυνηγητού από τη στιγμή που ο Αρίστος…” βγαίνει στο μπαλκόνι τρεκλίζοντας μέχρι που σηκώνει το περίστροφο και … “ είναι φανερές οι κινηματογραφικές επιρροές του σκηνοθέτη, πολύ περισσότερο και από την τιμητική αναφορά του στον Θ. Αγγελόπουλο.

            Πρόκειται για μία σκηνή θριλερικού χαρακτήρα με έντονη την εναγώνια εκκρεμότητα (suspense) και στοιχεία film noir(βλ. τη femme fatale Ζαχαρούλα).

Ο ρυθμός της σκηνής είναι ξέφρενος όχι μόνον από το κυνηγητό αλλά και από την απότομη εναλλαγή πλάνων από γενικό (Longshot) σε κοντινό (Closeup) σε συνεχείς επαναλήψεις χωρίς να περνάει από τη βαθμιαία κλιμάκωση του μεσαίου πλάνου (mediumshot). Τα jumpcut στο montage μπορεί να κάνουν εφιαλτική την ατμόσφαιρα. Ο συγγραφέας μας έχει έτοιμο μέχρι και το decoupage της ταινίας!!!

Τί περιμένετε; Το χρήμα μόνο για να γυριστεί.

 Το διήγημα τελειώνει όπως τελείωναν τότε χιλιάδες δικογραφίες για δολοφονικές πράξεις αστυνομικών και γενικά καθεστωτικών: Αθώος!

Έτσι παίρνει ένα χαρακτήρα ντοκουμέντου τη στιγμή που ο μυθοπλαστικός του χαρακτήρας αναδεικνύει την αναγνωστική απόλαυση!

Είναι σαν να υπάρχει στους τίτλους τέλους : Βασισμένο σε πραγματική ιστορία!!!

info@bookbar.gr

*Ο Νίκος Βουτενιώτης είναι σκηνοθέτης

INFO

Τατουάζ στον παράμεσο


Γιάννης Νταουλτζής

Momentum 2019

Σελ. 136, Τιμή € 10,60

Από το Σημείωμα του Εκδότη

Διηγήματα που διατρέχουν τον ελληνικό χώρο και χρόνο. Δράμα, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Βελβεντό, Άμφισσα, Περιστέρι, Αθήνα… Από το 1941 έως το 2019, χρόνος ιστορικός και χρόνος βιωμένος. 
Αφετηρία ένας κήπος που πέρασε κάποτε απ’ τη ζωή του συγγραφέα και με τη μνήμη χτίζει μνήμα…
Ο γάμος-περμανάντ της Πηνούλας από τη Ρωμυλία.
Ο θείος Μιχάλης, πρώην φθισικός και νυν χαρταετός.
Μια ραπτομηχανή οδηγεί την προσφυγιά Ελλήνων της βουλγαροκρατούμενης Δράμας στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη.
Μια πόρνη ανταμώνει με έναν δράκο.
Ο Νίκος Β. ταξιδεύει παρέα με την Ελλάδα του ’50 από το Βελβεντό της Κοζάνης στο Περιστέρι της Αττικής.
Η 13χρονη τσιγγάνα που θα παντρευότανε.
Ένα τατουάζ στον παράμεσο αφηγείται την ιστορία του εφήβου που είδε τον 15χρονο φίλο του να πυροβολείται – τα δακρυγόνα στο μυαλό του και η φωτιά στο κέντρο της Αθήνας.
Μετανάστες, με ψυχή ναρκοπέδιο και διόδια από σιδερογροθιά, που γίνονται μεταστάντες.
Στην πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση ο Γιάννης Νταουλτζής καταθέτει μια συλλογή διηγημάτων με τα μικρά περιστατικά που καθορίζουν τη ζωή αφανών ηρώων, για τους οποίους η πόρνη ιστορία θαρρεί πως ξοφλήσανε. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη σκυτάλη στην τριτοπρόσωπη και αντιστρόφως, ενώ το τραγικό διαπλέκεται με το κωμικό, όπως στην καθημερινή ζωή, το γέλιο με το δάκρυ. Οι ιστορίες των ανθρώπων που συνθέτουν το ψηφιδωτό της Ιστορίας.

Ο Γιάννης Νταουλτζής γεννήθηκε στη Δράμα και ζει στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος και πολιτικός επιστήμων και εργάζεται στη Μέση Ιδιωτική Εκπαίδευση.