Σόνια Ζαχαράτου – «Σκέπασέ με μονάχα»

0
1292

 

 

Παράλληλοι μονόλογοι μέσα σε πλήθος κόσμου

 

«Κοιτάζω έξω από το παράθυρο κάθε μέρα, χρόνια τώρα, για ώρες πολλές. Ο δρόμος δεν έχει χρώματα. Ούτε τα σπίτια έχουν χρώματα. Είναι όλα κλειστά, έχουν όλα σιωπή. Την κοιτάζω τη σιωπή, γιατί η σιωπή δεν ακούγεται. Φαίνεται όμως.» είναι ένα απόσπασμα από τον μοναχικό μονόλογο της κυρίας Ευανθίας στο ομότιτλο διήγημα της Σόνιας Ζαχαράτου  από τη συλλογή «Σκέπασέ με μονάχα» (Εκδόσεις συρτάρι).

Γράφει η Ελπίδα Πασαμιχάλη

Ένας μονόλογος σε ένα άδειο σπίτι, σε μια άδεια πόλη, που τίποτα δεν ακούγεται και τίποτα δεν κινείται, εκτός από ένα κόκκινο αυτοκίνητο που περνάει αραιά και που, έχοντας τη μουσική στο διαπασών. Ασάλευτη ζωή.

Η καθημερινότητα, αυτή η ανελέητη, βουλιμική καθημερινότητα που όλα τα καταπίνει αλλά και φευγαλέες ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου που για λίγο μας βγάζουν από το λήθαργο αλλά μετά από λίγο τις ξεχνάμε, εικόνες που αντικρύζουμε στο δρόμο μας αλλά τις προσπερνάμε και τελικά τις συνηθίζουμε.

Αυτές οι εικόνες, αυτές οι παραστάσεις που σκιαγραφούνται στο περιθώριο της σύγχρονης ζωής, αυτά τα πρόσωπα που κρύβονται μέσα της, αποκτούν φωνή και μιλούν σε αυτή τη ξεχωριστή συλλογή διηγημάτων. 

Και μιλούν, όχι για να αφηγηθούν την ιστορία τους, αλλά για να εκφράσουν λίγες στιγμές από τη θρυμματισμένη τους καθημερινότητα, που αντανακλά ολόκληρο τον κόσμο τους και εμπεριέχει την ιστορία.  

Δέκα διηγήματα, γραμμένα σε μια πρωτόγνωρη ποιητική γραφή, δέκα εσωτερικοί μονόλογοι που δεν έχουν εκφραστεί όμως από τη στιγμή που εκφράζονται και καταγράφονται, αποκτούν τόσο δυνατή φωνή που γίνεται ουρλιαχτό και τότε πια είναι αδύνατο να αφήσουν αδιάφορο τον αναγνώστη. (Διαβάστε επίσης: Σόνια Ζαχαράτου, Συνέντευξη: «Η Γαλλική Επανάσταση ήταν αναγκαία και το έχει κρίνει η Ιστορία»

Σκέπασέ με μονάχα….

«Χους όλα; Και μπορείς; Και λερώνεσαι; Και σε λερώνω; Εσύ; Εγώ; Εσύ που με όρισες προέκτασή σου; Που αθάνατοι έλεγες θα περάσουμε χέρι χέρι τις πύλες του Άργους, αφού λουστήκαμε στον Αλφειό; Το ξέχασες; Και γυρίζεις τώρα το κεφάλι από την άλλη;

Άσε με, μη μ’ αγγίζεις! Μη!

Σκέπασέ με μονάχα, γιατί κρυώνω.»

Από τις πιο σπαρακτικές λογοτεχνικές αποτυπώσεις της απώλειας που φέρνει ο χωρισμός στο διήγημα «Έρωτας / hommage» από το οποίο και η φράση που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή.

Χαρακτηριστικό σε όλα τα διηγήματα είναι η πρωτοπρόσωπη γραφή, στοιχείο που  ενισχύει την αμεσότητα των κειμένων αλλά και παραπέμπει σε θεατρική πρόζα. Στα κείμενα αυτά η συγγραφέας γίνεται η ηλικιωμένη κυρία Ευανθία, η ερωτευμένη γυναίκα, η μάνα κάτω από τα ερείπια του σεισμού, η πόρνη με τα γάντια, ο άστεγος, ο κακοποιημένος γιος  που σκοτώνει τον πατέρα του και αυτοκτονεί, ο πρόσφυγας που κείται στο χαντάκι….

Παγκάκι μου σπιτάκι μου….

«Φύγετε, γιατί νύχτα είναι και νύχτα κόσμος κοιμάται κι εσείς κοιμηθείτε, νύχτα να φύγετε, γιατί νύχτα σκοτάδια και σκοτάδια δεν βλέπω, νύχτα κοιμάμαι. Σκοτάδι είναι μαύρο, δαγκώνει! Δρόμο! Δρόμο! Κοιμηθώ, κοιμηθώ! Ξουτ! Ξουτ! Ξουτ! «Παγκάκι μου, σπιτάκι μου, καρβέλι καρβελάκι μου, κουβέρτα, κουβερτούλα μου». Είναι η επωδός στο αφήγημα για τον άστεγο Τζίμη, με τη θρυμματισμένη του ομιλία, κατ’ εικόνα και ομοίωση της θρυμματισμένης του ζωής, της θρυμματισμένης του ύπαρξης. Ένας άστεγος στους δρόμους της πόλης. Ένας άνθρωπος μόνος, μέσα σε τόσο κόσμο……

Σε κάθε έναν από τους δέκα αφηγηματικούς μονολόγους του βιβλίου η Σόνια Ζαχαράτου γράφει – «μιλά» με τη γλώσσα του κεντρικού προσώπου. Ο λόγος άλλοτε είναι κουρασμένος, ράθυμος, παραιτημένος, άλλοτε απελπισμένος και σπαρακτικός,  άλλοτε αποδομημένος και θρυμματισμένος και άλλοτε αγωνιώδης, διαταραγμένος, πυρετικός.

Η εκφραστική αυτοτέλεια σε κάθε μονόλογο, λειτουργεί ως στοιχείο αιφνιδιασμού για τον αναγνώστη. Τον υποχρεώνει να εγκαταλείψει την αναγνωστική του ασφάλεια  και πολλαπλασιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που κάθε μονόλογος ξεχωριστά του προκαλεί.

Για να μην ακουστεί πιο έξω…..

«Το χέρι του πατέρα ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Κρατούσε άλλοτε τη ζώνη του και άλλοτε ένα χοντρό σκοινί. Τότε ξεπηδούσαν σε λουρίδες φρέσκο αίμα. Από το σώμα της. Από το σώμα της μάνας μου. Λουρίδες αίμα που τη φάσκιωναν. Το μουγκρητό της υπόκωφο που γύριζε πίσω στο λαρύγγι. Το κατάπινε, για να μην ακουστεί πιο έξω. Στη γειτονιά.» Με αυτή τη συγκλονιστική περιγραφή ξεκινά ένα από τα πιο συνταρακτικά διηγήματα της συλλογής με τίτλο «Ο πατέρας».

Οι κακοποιήσεις γυναικών αλλά και ανηλίκων από το ίδιο το οικογενειακό τους περιβάλλον, το τείχος της σιωπής που κρύβει όλα αυτά τα εγκλήματα αλλά και το ακατανόητο αίσθημα ντροπής που πνίγει τα θύματα αντί να πνίγει τους θύτες, η ενδοοικογενειακή βία που ξεδιπλώνεται σαν αδιανόητος εφιάλτης στα μάτια ενός παιδιού, το εφιαλτικό ημερολόγιο της κακοποίησης και το χρονικό της αναπόφευκτης τραγωδίας, ένα χρονικό που επαναλαμβάνεται στην κοινωνική σφαίρα, με απειλητική συχνότητα τα τελευταία χρόνια,  ξεδιπλώνεται με καταιγιστικό ρυθμό στις μόλις οκτώ σελίδες αυτού του διηγήματος που καθηλώνει.

Ένοιωσα συγκλονισμένη διαβάζοντας αυτό το διήγημα, παρακολουθώντας λέξη λέξη την ασύλληπτη φρίκη, την ανείπωτη τραγωδία, την αφάνταστη μοναξιά. Σκέφτηκα με τρόμο τις σιωπηλές τραγωδίες που μπορεί να συμβαίνουν γύρω μας, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα κλειστά στόματα κι εμείς να μένουμε απαθείς θεατές με μια τερατώδη αδιαφορία που κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε «διακριτικότητα». Συνειδητοποίησα τον βαθύ κυνισμό του «κοίταζε τη δουλειά σου».

Συνειδητοποίησα όμως και κάτι ακόμη. Σε αντιδιαστολή με τη δύναμη της εικόνας που κυριαρχεί στην εποχή μας και προκαλεί «σοκ και δέος» όταν προβάλλει σκληρές σκηνές, είναι η τέχνη και η δύναμη του λόγου, η λογοτεχνία, η αφήγηση, η τέχνη  εκείνη που μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις. Η τέχνη εκείνη που αφήνει το αποτύπωμά της στη ψυχή μας ακόμη κι όταν κλείσουμε το βιβλίο. Και τότε κάτι μπορεί να αλλάξει.

 

ΒΙΟ

Η Σόνια Ζαχαράτου έχει διανύσει μια μακρά πορεία στον χώρο της δημοσιογραφίας. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες και περιοδικά ως ρεπόρτερ, συντάκτρια αλλά και σε επιτελικές θέσεις. Για περίπου δύο δεκαετίες εμφανιζόταν στη δημόσια τηλεόραση σε σειρές εκπομπών και είχε δικές της εκπομπές στον 98,4 και στην ΕΡΑ, καθώς και στο ελληνικό πρόγραμμα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας. Ως συγγραφέας υπηρετεί την πεζογραφία, την ποίηση και το θέατρο. Έργα της: Πανσέληνος παρά κάτι, ποιητικά πεζογραφήματα (Αστάρτη, 1998), Τρεις νύχτες του Αυγούστου (και μία ημέρα), ψυχολογικό θρίλερ (Ελληνικά Γράμματα, 2009), Ρόδινη Στάχτη – Μαρία Θηρεσία Καρλότα, ιστορικό αφήγημα (Εξάντας, 2011), Ο εχθρός μου, θεατρικό (Μπαρτζουλιάνος, 2012), Τα νερά στα μάτια σου, ιστορικό αφήγημα (Τόπος, 2012), MadreDolorosa – Ο Έρωτας, ποίηση (Μελάνι, 2013), Το Γκολ, θεατρικό νουάρ (Μπαρτζουλιάνος, 2014), Οι Απέναντι – 23 συνεντεύξεις και μία συζήτηση (Πολύτροπον, 2016), Παιχνίδι με τον σπάγκο, ποίηση & πρόζα (Κουκούτσι, 2017), Μαρία Θηρεσία Καρλότα –Ρόδινη Στάχτη, συμπληρωμένη επανέκδοση (Εκδόσεις Κύφαντα, 2020). 

 

INFO

Σκέπασέ με μονάχα

Διηγήματα

Σόνια Ζαχαράτου

Εξώφυλλο: Χαρακτικό Χριστόφορου Κατσαδιώτη

Εκδόσεις Συρτάρι

Σελ. 116, Τιμή € 13,00 σ