Αφιέρωμα στην Ημέρα της Γυναίκας: Αδελφές Μπροντέ

0
3492

Ανεμοδαρμένες ψυχές της λογοτεχνίας

 Γυναικεία αριστουργήματα με ανδρικά ψευδώνυμα/ Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ

«Ξεχάστηκα μπροστά τους,

 κάτ’ απ’ τον ήσυχο ουρανό. Κοίταζα τα ζουζούνια που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ρείκια και τις καμπανέλες, ανάσαινα τον απαλόν αγέρα που έπαιζε μεσ’ απ’ τα χόρτα κι αναρωτιόμουνα πώς μπορεί κανείς να φαντάζεται πως έχουν ύπνο ανήσυχο όσοι κοιμούνται σε τούτη τη γαληνεμένη γη…», απορεί τελειώνοντας τη διήγησή του ο κύριος Λόκγουντ, αποχαιρετώντας για πάντα τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη».

Αντιθέτως η γράφουσα θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως τώρα πλέον κατανοεί και τα άγρια πάθη και τους πανίσχυρους πόθους και την καταπιεστική ελπίδα και –προπαντός- την θυελλώδη παραφορά που φύτρωσαν και ευδοκίμησαν σε τούτο το ανεμόδαρτο τοπίο στο οποίο βρέθηκε προ ολίγων ημερών έπειτα από αρκετά μακρύ και επίπονο ταξίδι.

Μόρφωση κατ΄οίκον

Από την πανεπιστημιούπολη Μπάκινχαμ στο σταθμό του Μίλτον Κινς κι έπειτα αλλαγή τρένων ως εξής: Μάντσεστερ – Πικαντίλι – Μάντσεστερ – Λιντς – Μπράντφορντ – Κίγκλι και στη συνέχεια αναμονή στο γραφείο ενοικιάσεως ταξί έως ότου εμφανισθεί ο Πακιστανός οδηγός με τα περίσσια χαμόγελα, το καθαρομελάχρινο πρόσωπο και τις ανεξάντλητες οικογενειακές διηγήσεις, τέσσερα παιδιά εκ των οποίων τα τρία, τα κορίτσια, γιατροί στο Λονδίνο, ναυπηγός το αγόρι, α, ασφαλώς, από τα πλάτη ή τα ύψη αυτού του ίδιου ουρανού, του ουρανού του Χάουγορθ, οι αδελφές Μπροντέ ή ό,τι λαμπερό, διαυγές ή αιώνιο υπάρχει από τα θεία αυτά πλάσματα, θα το λαμβάνουν ως χαρμόσυνη είδηση.  Γιατί, ας μην ξεχνάμε, και οι τρεις αδελφές είχαν δεχθεί τα μηνύματα και είχαν αγκαλιάσει θερμά τις πρωτάκουστες όσο και υποσχετικές ιδέες του σοσιαλισμού που ό,τι γεννιόταν. Και γιατί ο περισσότερος χρόνος της απίστευτα σύντομης ζωής τους αναλώθηκε στις ηρωικές προσπάθειες να μορφωθούν κατ’ οίκον, μόνες τους, εδώ στην απομακρυσμένη περιοχή της κομητείας του Γιορκσάιρ, ασχέτως φτώχειας, απομόνωσης, αρνήσεων, ασθενειών, κοινωνικών συνθηκών.

Μάρτης μήνας και στην περιοχή, ως εκεί που φθάνει το μάτι σου, το απέραντο και άσπιλο λευκό. Δέντρα γυμνά, κρυσταλλωμένα ικετεύουν τον μολυβή ουρανό για λίγη παραπάνω προφύλαξη, για λίγη παραπάνω προστασία στην αιώνια ερημιά, στην προαιώνια αγωνία. Μα αυτός βαρύς και σκοτεινός δεν μοιάζει προσηνής κι ας κατεβαίνει μέχρι τις κορυφές τους, και μοναχά αμέτρητες κουρούνες κοπαδιαστές μαυρολογούν γύρω από τους γυάλινους κορμούς, τα χιονοσκέπαστα ρείκια, σκάβοντας με τα κοντά πόδια, τα υγρά ράμφη για το κρυμμένο στον πάγο καθημερινό. Με φτερά μουσκεμένα εμποδίζονται στα πετάγματά τους και χαμοσέρνονται ίδιες όρνιθες.

Δυο κεντήματα κορνιζαρισμένα

Παρόμοια χαμοσέρνονται και ο καπνός από τα χαμένα στις εσχατιές της αντικρινής κοιλάδας αγροτόσπιτα, κι ακριβώς έτσι μα ίσως πιο σκοτεινός θα χαμήλωνε και τότε, στις 31 Μάρτη του 1855, όταν η Σαρλότ Μπροντέ, 39 ετών, αναχωρούσε για το ύστατο ταξίδι έχοντας προηγουμένως πληρώσει το βαρύτερο τίμημα της ζωής: να κλείσει τα μάτια σε όλα σχεδόν τα πλάσματα που αγάπησε, φρόντισε, πόνεσε, λαχτάρησε γι’ αυτά μα τα χάρηκε τόσο λίγο. Τον αδελφό της Μπράνγουελ ακριβώς 31 ετών, την τριαντάχρονη Έμιλι, την Ανν που μόλις είχε πατήσει τα 29 και προηγουμένως την τριανταεπτάχρονη μητέρα της Μαρία και δυο αδελφούλες 10 και 11 ετών που έσβησαν από φυματίωση μέσα σ’ ένα μήνα και δυο. Από αυτά τα δύστυχα κοριτσάκια δεν απέμεινε τίποτα που να τα θυμίζει παρά μονάχα δυο κεντήματα κορνιζαρισμένα τώρα, δυο μικροσκοπικά φίνα εργόχειρα κιτρινισμένα από την πολυκαιρία.

Λιλιπούτεια τριαντάφυλλα κι ένας αργοπορημένος γάμος

Κιτρινισμένο και το ολοκέντητο με πέρλες και μεταξωτά λιλιπούτεια τριαντάφυλλα, με χρυσοκλωστές κι ασημιές κορδέλες καπέλο που η Σαρλότ φόρεσε στο γάμο της. Ένα γάμο αργοπορημένο, που διάρκεσε εννέα μήνες, μα που τόσο την πληρούσε ώστε ριγώντας, ιδρώνοντας και βήχοντας ασταμάτητα τη νύχτα της 31 του Μάρτη, «Θεέ μου, ικέτευσε, μη με παίρνεις μακριά από τον Άρθουρ…» και δεν ξαναμίλησε και σε λιγάκι άρχισε να χτυπά η καμπάνα ειδοποιώντας τους κατοίκους του Χάουγορθ ότι πέθανε και το έκτο και τελευταίο παιδί του εφημέριου Πάτρικ Μπροντέ. «Η Σαρλότ ήταν η πιο διάσημη από τις κόρες μας. Και θα έπρεπε εκεί επάνω που βρίσκεται η μητέρα τους να μπορούσε να διαβάσει τα βιβλία της Σαρλότ, της Ανν και της Έμιλι. Θα μπορεί μάλλον. Τα παιδιά μας ήταν εξαίρετα, έ, Μαρία;» έγραψε αργότερα ο γηραιός πατήρ Μπροντέ, εφημέριος του ιερού ναού του Αγίου Μιχαήλ και Όλων των Αγγέλων, στο Χάουγορθ.

«Ήθελα τα παιδιά μου να λάβουν καλή μόρφωση»

Στο χωριό Θόρντον της κομητείας του Yorkshire (πρωτεύ. York, όπου το 306 αναγορεύθηκε αυτοκράτορας ο Μ.Κωνσταντίνος και όπου το πέρασμα των Ρωμαίων είναι ζωντανό ακόμη, τι δρόμους χάραξαν! Επαναλαμβάνουν συχνά οι οδηγοί), γεννήθηκαν όλα τα παιδιά του Ιρλανδού ιερωμένου Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρίας Μπράνγουελ, από το Σροπσάιρ, μα αργότερα (1820) η οικογένεια μετακινήθηκε στο Χάουγορθ. Χωριό μικρό με γκρίζα πέτρινα σπίτια οι κάτοικοι του οποίου είχαν ως κύρια απασχόληση την κατεργασία μαλλιού προτού αυτό παραδοθεί στα εργοστάσια μα που ελάχιστα αρχικώς ετίμησαν την οικογένεια του φτωχού κληρικού από την Ιρλανδία, ο οποίος, σημειωτέον, παρ’ ότι ήταν το πρώτο από τα εννέα παιδιά μιας στερημένης οικογένειας αγροτών, εσπούδασε Θεολογία στο Κέμπριτζ.

«Ήθελα και τα παιδιά μου να λάβουν καλή μόρφωση» εξηγεί αργότερα και αφού ήδη είχαν σταλεί τα κορίτσια εσωτερικά στο ασκητικό σχολείο για κόρες κληρικών Κόουαν Μπριτζ, στο Λάνκασάιρ «μα καμιά τους δεν μίλησε για το φοβερό κρύο, την υγρασία, το απαράδεκτο συσσίτιο, τις τιμωρίες, τις επιδημίες…». Αποτέλεσμα; Η Σαρλότ και η Έμιλι εγκατέλειψαν τις σπουδές, άρρωστες από τις κακουχίες και τη νοσταλγία, και η Μαρία και η Ελίζαμπεθ εγκατέλειψαν τα βάσανα της μικρούλας τους ζωής. «Μην κλαις πατέρα, θα συναντηθώ με τη μάνα τώρα. Και με τον Κύριο…» είχε αναστενάξει η καρδούλα της Μαρίας πριν αποχωρήσει φοβισμένη σαν πουλάκι αμάλλιαγο. Αρχές του καλοκαιριού του 1825 και οι ρεικότοποι γύρω από το πρεσβυτέριο έμοιαζαν φλογισμένοι, οι κρόκοι γέμιζαν καθαρό χρυσάφι τις πλαγιές και οι κοκκινολαίμηδες έψελνων μια ανάσταση ξένη και μακρινή.

Κοινωνικές αναταραχές και το  Βασίλειο της Άνγκρια

Ήταν παιδιά ευφυή, με γρήγορη αντίληψη κι αγάπη στα βιβλία. Η Σαρλότ, ο Πάτρικ Μπράνγουελ, η Έμιλι Τζέιν, η Ανν. Τα πρωινά διάβαζαν, ζωγράφιζαν κι έγραφαν τις δικές τους ιστορίες, σε μικροσκοπικά χειροποίητα βιβλιαράκια, τ’ απογεύματα έκαναν ατέλειωτους περιπάτους στους λόφους, στον κρύο αγέρα και στους κελαηδισμούς. Απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο τα τέσσερα παιδιά ανάπτυξαν μια ασυνήθιστη πνευματικότητα την οποία ενίσχυε και ο λόγιος πατέρας τους. Έγραφαν παραμύθια, ποιήματα, κρατούσαν ημερολόγιο κι ετοίμασαν ένα μικρό, χειρόγραφο περιοδικό. Κάποτε η Έμιλι και η Ανν συνεργάστηκαν κι έγραψαν το «Θρύλο των Γκόνταλς» από τον οποίο διασώθηκαν μόνο τα ποιητικά μέρη που ανήκουν στην Έμιλι και η Σαρλότ με τον Μπράνγουελ δημιούργησαν το «Βασίλειο της Άνγκρια». Πονήματα που φανερώνουν ασυγκράτητη φαντασία, δραματικότητα, τραγικότητα. Που αποδίδονται στη μοναξιά, στην αυστηρότητα της γύρω φύσης, στην κληρονομιά από τους Κέλτες προγόνους, στην ορφάνια, στο φόβο του θανάτου, στη φτώχεια, στην απουσία φίλων. Άλλωστε τα χρόνια εκείνα (1815 – 1850) σημαδεύτηκαν από έντονες κοινωνικο-πολιτικές συγκρούσεις με συνακόλουθο την κυριαρχία της αγγλικής αστικής τάξης, τον μαρασμό του εργατικού κινήματος και την πλήρη εκμετάλλευση των ακτημόνων από τους κατά τόπους άρχοντες, γεγονότα που επηρέασαν υπερβολικά τις αδελφές Μπροντέ και ενδυνάμωσαν τη θέλησή τους να μορφωθούν και ν’ αποκτήσουν ανεξαρτησία ξεφεύγοντας από τη μοίρα της άπορης επαρχιώτισσας.

Η απόφασή τους αυτή και η –όχι τυχαία- ακμή του κοινωνικού μυθιστορήματος, το όνειρο του σοσιαλισμού, εφοδίασαν τις τρεις αδελφές με την επιθυμία και την απόφαση να παρουσιάσουν τα έργα τους στο κοινό. «Επιθυμούσα τόσο πολύ να βρω έναν τρόπο να εκφρασθώ που η λαχτάρα μου αυτή μ’ αρρώσταινε…» εξομολογήθηκε κάποτε η Σαρλότ, η οποία όταν δεκαπεντάχρονη ξαναπήγε στο σχολείο, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή σε συναναστροφές και παιχνίδια. Δεν ήξερε να παίξει κι ούτε ήθελε. Το αυτό συνέβη και με την Έμιλι, η οποία έμεινε μόνο δυο μήνες. Και στις Βρυξέλες όπου πήγαν αργότερα οι δυο αδελφές για να τελειοποιήσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά που ήδη γνώριζαν καλά, μόνο λίγους μήνες έμειναν, αλλά εδώ εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών.

Γυναικεία αριστουργήματα με ανδρικά ψευδώνυμα

Έπειτα άρχισαν οι βραδινές ασταμάτητες βόλτες γύρω από το τραπέζι του σαλονιού που οι αδελφές έκαναν κάθε βράδυ «σαν ακούραστα άγρια θηρία». Κι έπειτα τύπωσαν με δικά τους έξοδα τα ποιήματά τους με ανδρικά ψευδώνυμα για ευνόητους λόγους. «Ποιήματα των Κάρρερ, Έλλις και Άκτον Μπελλ» ετιτλοφόρησαν τη συλλογή η οποία πέρασε απαρατήρητη και από την οποία διασώθηκαν μόνο μερικά ποιήματα της Έμιλι: «Δεν τις έστειλαν οι ουρανοί ετούτες τις άγριες επιθυμίες… Αυτές δεν μπορούν να τις εξουσιάσουν οι ουρανοί…», και αργότερα, με επιμονή και αγωνία, με πάθος και φορτικότητα, με ελπίδα, υπέβαλλαν συνεχώς τα μυθιστορήματά τους στους εκδότες της Σκωτίας και της Αγγλίας.

Το μυθιστόρημα  «Αγνή Γκρέι» της Άννας άφησε αδιάφορους τους αναγνώστες. «Η Τζέιν Έιρ» της Σαρλότ γνώρισε τεράστια επιτυχία. Όσο για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι ξεσήκωσε θύελλες διαμαρτυριών και χλευασμών. «Μια άμορφη συρραφή ανεξέλεγκτων ονείρων» ήταν ο ηπιότερος χαρακτηρισμός για το μυθιστόρημα που αργότερα θεωρήθηκε ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ενώ η συγγραφέας του απεκλήθη «βάναυση» και «νοσηρή». Την λοιδόρησαν και δεν μίλησε, την περιφρόνησαν και σιώπησε, την κατακεραύνωναν κι εγκαρτερούσε.  Άλλωστε η μυστική της κόλαση, οι ανεπούλωτες πληγές, τα ταραγμένα όνειρα έπαιρναν τέλος. Πέθανε από φυματίωση την ίδια χρονιά, τριάντα ετών. Ο σκύλος της ο Κήπερ την περίμενε στην πόρτα μέχρι που γέρασε.

Ανεμοδαρμένες ψυχές της λογοτεχνίας

«Λάτρεψε τη δύναμη, τη φλόγα, τη γνησιότητα…» έγραψε η κριτική αργά, πολύ αργά για τη συγγραφέα. Την ίδια χρονιά (1848), πέθανε και ο αδελφός τους Μπράνγουελ, ταλαντούχος ζωγράφος και αξιόλογος συγγραφέας πλην από νωρίς εξαρτημένος από το αλκοόλ και το όπιο, και σ’ έξι μήνες χάνεται και η όμορφη Ανν, «κι είχα κατά νου τόσα βιβλία να γράψω…» παραπονέθηκε γλιστρώντας μακριά, κι απόμεινε, σε πείσμα της θηριώδους θλίψης και της ακόμα πιο θηριώδους μοίρας η Σαρλότ.

 

 

«Μια μικρόσωμη, άχρωμη, ασθενική επαρχιώτισσα γεροντοκόρη» περιγράφει τη Σαρλότ Μπροντέ στον Τζωρτζ  Έλλιοτ ο Τζωρτζ Λούις, για να πάρει την απάντηση: «Ναι, αλλά τι φωτιά, τι πάθος καίει μέσα της!»

Φωτιά, ναι. Ομοίως και πάθος. Και υψηλοφροσύνη μαζί με έντονη αποστροφή προς κάθε τι το αγοραίο και το ευτελές. Και μια συγκλονιστική ανθρώπινη ιστορία, τραγικότερη και από τις ιστορίες της αιωνιότητας που χάρισαν στους ανθρώπους οι αδελφές Μπροντέ. Ιστορίες για τα βάσανα του κόσμου που δεν έχουν τέλος μα και για την ελπίδα που δεν έχει τέλος κι αυτή. Και για τον έρωτα προς τη ζωή που δεν ολιγωρεί παρά σαν μέγας άλτης απογειώνεται προτρέποντας, ενθαρρύνοντας, χρωματίζοντας και θερμαίνοντας τους ανέκαθεν ανεμοδαρμένους ανθρώπους και λόφους. Μην παραλείποντας να χαρίσει και σ’ εμάς τη θεία συγκίνηση και το γλυκύτατο ρίγος ότι τελικώς επισκεφθήκαμε το σπίτι τους, αγγίξαμε τα πράγματα που άγιασαν τα χέρια τους, αγναντέψαμε τους έρημους λόφους που τις προστάτευαν, περπατήσαμε στα δρομάκια που αγάπησαν, μιλήσαμε με τα δέντρα τους, ανασάναμε την ανάσα τους που πλανιέται και θα πλανιέται εις τους αιώνες.

info@bookbar.gr

 

Τα έργα των αδελφών Μπροντέ:

Της Σαρλότ, «Τζέιν Έιρ» (1847), «Σίρλεϊ» (1849), «Βιλλέτ» (1853) και «Ο καθηγητής»

Της Έμιλι, «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (1847)

Της Ανν «Αγνή Γκρέι» και «Ο ενοικιαστής του Γουάιλντφελ Χωλ»

 

 

 

 

 

 

Η συγγραφέας Ελένη Σαραντίτη στο σπίτι των Μπροντέ