Μένης Κουμανταρέας : Ένα μυθιστορηματικό τέλος

0
1332

«Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι ιαματικός»|

koumantareas_6-12_display-3560«Έχω την ελπίδα ότι η κρίση μπορεί να σταθεί ευεργετική. Περνάμε μια αρρώστια, θα αναρρώσουμε. Το χειρότερο για τον πόλεμο εναντίον του εχθρού είναι ο πανικός και η καταστροφολογία.

Ο καθένας να αφοσιωθεί στη δουλειά που κάνει, να την κάνει καλά, απλά και αληθινά. Περνάμε μια τεράστια ηθική κρίση, την κρίση του κόσμου που πίστεψε άκριτα στον καπιταλισμό. Παραπιστέψαμε στο πλαστικό χρήμα, αρρωστήσαμε κάνοντας shopping therapy. Βρισκόμαστε σε έναν μικρό κυκλώνα που δεν μας αφήνει να δούμε καθαρά. Θα μπούμε γρήγορα στην εποχή της αυτοκριτικής. Θα εκτιμήσουμε τις πραγματικές αξίες της ζωής και όχι τα υλικά αγαθά» Με αυτό τον γαλήνιο, διακριτικό, νηφάλιο και σχεδόν θεραπευτικό λόγο είχε μιλήσει ο Μένης Κουμανταρέας για το μείζον ζήτημα των καιρών, την μεγάλη οικονομική κρίση, όταν το 2012 πραγματοποιήθηκε Συμπόσιο προς τιμή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την ευκαιρία συμπλήρωσης τότε, των 50 χρόνων γραφής και 80 χρόνων ζωής του.

Της Ελπίδας Πασαμιχάλη

Ήταν αυτός ο γαλήνιος, κομψός, άριστα δουλεμένος λόγος, προσεγμένος σε κάθε του πινελιά, που χαρακτήριζε τη γραφή του και μετέδιδε παρηγορία στους αναγνώστες των έργων του. «Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι ιαματικός» έλεγε ο ίδιος. Πραγματικός τεχνίτης του πεζού λόγου, ακριβής, ένας στυλίστας της γραφής, ένας ευπατρίδης της λογοτεχνίας που προσέγγισε με την ευγένεια του γνήσιου αριστοκράτη τις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων. Ο Μένης Κουμανταρέας υπήρξε από τους λιγοστούς στην εποχή μας λογοτέχνες, που μπορούσε να σε σαγηνεύσει με την ποιότητα του κειμένου και να σε κάνει να αδιαφορείς για την πλοκή. Έξοχος και συναρπαστικός αφηγητής, ψιθύριζε μελωδικά στο αυτί του αναγνώστη και τον μυούσε στις απαρατήρητες, για τους πολλούς, εκείνες λεπτομέρειες , τις σκιές, που δίνουν βάθος στα ανθρώπινα πορτρέτα.

Η είδηση «Δολοφονήθηκε ο Μένης Κουμανταρέας» ή «Νεκρός με χτυπήματα στο πρόσωπο βρέθηκε ο Μένης Κουμανταρέας» ή ακόμη χειρότερα «Με γυμνά χέρια στραγγαλίστηκε ο Μένης Κουμανταρέας», που άρχισε να διαδίδεται στο διαδίκτυο από τα ξημερώματα του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2014, είναι από εκείνες που σοκάρουν. Είναι από εκείνες που στην αρχή τις θεωρεί κανείς κακοήθη «φάρσα», μια από αυτές που μαστίζουν συχνά το διαδίκτυο, ύστερα όμως, όταν συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός, κατακλύζεται από συναισθήματα αποτροπιασμού και δέους. Αποτροπιασμό για το βάρβαρο έγκλημα και δέος, το απερίγραπτο εκείνο αίσθημα του ιλίγγου, μπροστά στην τραγική ανθρώπινη μοίρα. Ναι ο συγγραφέας της Φανέλας με το Εννιά δολοφονήθηκε στο διαμέρισμα του στην Κυψέλη, εκεί μου έμενε μόνος τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μετά το θάνατο της γυναίκας του Λιλής. Λίγη ώρα πριν δειπνούσε με τον φίλο του συγγραφέα Θάνο Φωσκαρίνη , τον άνθρωπο που είχε αναλάβει τη διαμόρφωση του αρχείου του, σε γειτονικό κατάστημα. «Πάω για λίγο στο σπίτι, να πάρω ένα χάπι» φέρεται να του είπε και δεν ξαναγύρισε. Ο ίδιος τον αναζήτησε και τον βρήκε νεκρό. Ναι, ο Μένης Κουμανταρέσας, ο ευπατρίδης της ελληνικής λογοτεχνίας, έμελλε στα 83 του χρόνια, να γίνει ο μοιραίος ήρωας ενός μυθιστορήματος που δεν πρόλαβε να γράψει.

koumantareas_vasilikos_cover_49333Τρεις μέρες πριν, την Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014, επρόκειτο να κάνει την τελευταία του δημόσια εμφάνιση στην παρουσίαση του βιβλίου Νεανική Αλληλογραφία Βασίλη Βασιλικού – Μένη Κουμανταρέα που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Και φαίνεται πως η δημοσίευση αυτής της νεανικής αλληλογραφίας 1954 – 1960, ήταν κυριολεκτικά το τελευταίο του βιβλίο. Τους δυο συγγραφείς συνέδεε μισός αιώνας στενής φιλίας και αυτές οι νεανικές επιστολές την αποτυπώνουν, μαζί με τις ανησυχίες, τις αγωνίες, τις φιλοδοξίες τους.

Ο Μένης Κουμανταρέας ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μεταπολεμικούς συγγραφείς, ο «κατ’ εξοχήν και κατ’ εξακολούθησιν αθηναιογράφος» όπως του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται,   συμπλήρωνε φέτος 52 χρόνια γραφής και 83 χρόνια ζωής. Στο τελευταίο και 24ο μυθιστόρημα του με τίτλο Ο θησαυρός του χρόνου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, σαν από διαίσθηση υπήρξε ιδιαίτερα εξομολογητικός για τις προσωπικές του επιλογές αλλά και για τη συγγραφική του δημιουργία: «… Τον περισσότερο καιρό πίνοντας και κουτσοπίνοντας άκουγα με δέκα αυτιά αυτές τις ιστορίες που, είτε γνήσιες είτε πλαστές, είχαν ένα ενδιαφέρον για μένα, που ζητούσα να ξεφύγω από τη δική μου ιστορία. Μία μόνο προϋπόθεση έθετα: αυτός που τις έλεγε να ξέρει να τις αφηγείται, να σε μεταφέρει αλλού και να σου εξάπτει τη φαντασία. Τότε με έκαναν να θέλω να πω κι εγώ μια ιστορία. Μα εγώ, βλέπεις, προτιμώ να τις γράφω…» γράφει στο οπισθόφυλλο,, ενώ στο εξώφυλλο αποτυπώνεται η φιγούρα της γυναίκας του Λιλής.

Ο Μένης Κουμανταρέας διένυσε μια μεγάλη διαδρομή, «αταξίδευτος» πέρα από τα αθηναϊκά τείχη και παρέδωσε μια πολυεπίπεδη ανάγνωση των κοινωνικών νοοτροπιών που παρέμεναν αδήλωτες, με γλώσσα ελλειπτική, καθόλου πληθωρική και με γραφή συγκρατημένη, αριστοκρατική, μακριά από δηλώσεις και αποκαλύψεις. Γεννήθηκε το 1931, στην Πλατεία Βικτωρίας, έναν τόπο που δεν εγκατέλειψε ουσιαστικά ποτέ και έκανε την είσοδό του στη λογοτεχνία με «Τα Μηχανάκια», το 1962, σε στιγμή που στην επικράτεια αυτή κυριαρχούσε η προηγούμενη γενιά, «μια κάστα λογοτεχνών που έριχναν τη σκιά τους βαριά επάνω μας», όπως έλεγε ο ίδιος.

 Από τα «Μηχανάκια», στο «Αρμένισμα» του 1967, στην «Κυρία Κούλα» του 1978 και στη «Φανέλα με το Εννιά» του 1986, ένα μυθιστόρημα που έγινε best-seller μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη και αποτύπωσε την καθοριστική για την Ελλάδα δεκαετία του ’80, μια δεκαετία που την μεταμόρφωσε και τις παρενέργειές της “εξοφλούμε” σήμερα. Εν τέλει ένα βιβλίο εξαιρετικά επίκαιρο. Ο Κουμανταρέας συνέθεσε τη δική του λογοτεχνική ταυτότητα, σε παράλληλη πορεία με πεζογράφους που ρίχνουν τη δική τους φρέσκια ματιά και καταγράφουν μια κοινωνική δυσφορία, που προκαλεί πρόσφατα και τρέχοντα τραύματα.

o_thisavros_tou_chronou_cover_0009«Τα κοινωνικά και τα σεξουαλικά μου τραύματα τα θεράπευσα με τη λογοτεχνία. Εξάλλου, ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι ιαματικός και γι αυτούς που τη γράφουν και για αυτούς που τη διαβάζουν» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος και εξηγούσε ότι η απόφασή του να αφοσιωθεί στο γράψιμο οφείλεται στο θάνατο του πατέρα του, που τον απελευθέρωσε από τη σύμβαση της υπαλληλικής δουλειάς και άνοιξε το δρόμο –στον γιό του τραπεζικού και χρηματιστή- που οδηγούσε σε κόσμους «πέρα από την αγωγή μου για να αναδυθεί από αυτούς ένας άλλος άνθρωπος». Μέσα στη διαφορετικότητα βρήκε τους «λοξούς και στραβούς», που έγιναν οι ήρωες των μυθιστορημάτων του και δοξολόγησε τους ασθενικούς αθηναϊκούς μικρόκοσμους που είχαν συγκροτηθεί από πρόσφατες ιστορικές περιπέτειες.

 Τα θέματα των έργων του σταθερά, σε πολλές παραλλαγές: η φθορά, ο έρωτας, ο θάνατος και τα βιβλία του συγκροτημένα έτσι ώστε, «να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάζει ξεκούραστα, με ενδιαφέρον, αλλά να υπάρχει και μια ιστορία, ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα». Αν και από τους πιο δημοφιλείς και διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς, ο Κουμανταρέας πίστευε ότι «η λογοτεχνία είναι υπόθεση πάντα μιας μειοψηφίας φανατικών. «Δεν είχα ποτέ το φόβο να εκτεθώ και όσο περνάει ο καιρός εκτίθεμαι περισσότερο».

 Ο Κουμανταρέας ταξίδεψε «πέρα από τα όρια της αγωγής του», για να γράψει, αλλά δεν εγκατέλειψε αυτά τα όρια ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει το χρόνο που περνάει: «Δεν είχα ποτέ το κακομοίρικο ύφος ότι με αγνόησαν και ότι είμαι παραμερισμένος. Όταν βρίσκεσαι σε μια άλλη εποχή πρέπει να προσαρμόζεσαι, δεν πρέπει να προσπαθείς να νιώθεις νέος. Τα χρόνια που έχουν περάσει σε έχουν πλουτίσει. Αυτός ο θησαυρός πρέπει να ξοδευτεί στη γη. Ούτε κάτω από το χώμα, ούτε στον ουρανό ξοδεύεται».

 Ο Μένης Κουμανταρέας είχε τιμηθεί με Κρατικά Βραβεία το 1967 για Το Αρμένισμα, το 1976 για τη Βιοτεχνία υαλικών και το 2002 για το Δυο φορές Έλληνας.

Για το θάνατο του εξέφρασε τα συλλυπητήριά του ο υπουργός Πολιτισμού σημειώνοντας ότι «ο τραγικός θάνατος του στέρησε την ελληνική λογοτεχνία από έναν από τους κορυφαίους πεζογράφους της και τη χώρα από έναν ενεργό πολίτη.

Το Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωση του υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι ο Μένης Κουμανταρέας «με το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά μεταξύ βιώματος και μυθοπλασίας, μεταξύ ρεαλισμού και ποίησης, κατάφερε να συνδέσει τη μεγάλη Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας με τις μικρές ιστορίες των απλών ανθρώπων».

Τη θλίψη τους για το θάνατο του εξέφρασαν επίσης η Εταιρεία Συγγραφέων και ο ΟΣΔΕΛ, οι Εκδόσεις Κέδρος από όπου έχουν εκδοθεί τα περισσότερα βιβλία του και η εκδότριά του Άννα Πατάκη,

 Η κηδεία του έγινε σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσε πλήθος ανθρώπων του πνεύματος. Τους επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης,, ο συγγραφέας και λογοτεχνικό του τέκνο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο συγγραφέας Θάνος Φωσκαρίνης και η προσωπική του φίλη Χλόη.

Τιμώντας τη μνήμη του η Εταιρεία Συγγραφέων με ομόφωνη απόφαση της αποφάσισε να θεσπίσει Βραβείο Μυθιστορήματος «Μένης Κουμανταρέας» για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς.

 

info@bookbar.gr