Woody Allen – Σχετικά με το Τίποτα

0
905

 

«Κι ακόμη -δεν ντρέπομαι να το πω- δεν μ’ άρεσε το διάβασμα»

 

«Από το να παραμείνω ζωντανός στις καρδιές και στο μυαλό του κοινού, προτιμώ να παραμείνω ζωντανός στο διαμέρισμά μου».

Με αυτό το μότο στο εσώφυλλο, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Woody Allen  με τίτλο Σχετικά με το τίποτα (Εκδόσεις Ψυχογιός) προσφέρει αυτό ακριβώς που περιμένει ο αναγνώστης να συναντήσει στις σελίδες του.

Της Ελπίδας Πασαμιχάλη

Το αντικομφορμιστικό, απρόβλεπτο, ανατρεπτικό, αιρετικό, αυτοσαρκαστικό και ευφυές  χιούμορ του θρυλικού Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού, περιμένει τον αναγνώστη σε κάθε σελίδα, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε γραμμή, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο συγγραφέα, παρά κινηματογραφιστή, όπως ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και ο Φελίνι, που τους θαυμάζει. Ωστόσο ο ίδιος έχει δημιουργήσει μια εντελώς δική του και ιδιαίτερη κινηματογραφική σχολή.

Είναι ο σκηνοθέτης που έκανε ήρωα τον αντιήρωα, που πηγαίνει αντίθετο στο ρεύμα και δεν χωράει σε κανένα στερεότυπο. Ούτε στα στερεότυπα των celebrities, ούτε στα στερεότυπα των επιτυχημένων, ούτε στα στερεότυπα των κοσμικών, ούτε στα στερεότυπα των «κουλτουριάρηδων». Θυμίζει το παιδάκι που στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Τα καινούργια  ρούχα του βασιλιά» είχε το θάρρος να φωνάξει μπροστά στο πλήθος, το αυτονόητο «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!»

Και επειδή ακριβώς του αρέσει να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δηλώνει ευθαρσώς πως ….δεν ήταν φίλος των βιβλίων και της ανάγνωσης στα παιδικά και νεανικά του χρόνια!

«Κι ακόμη -δεν ντρέπομαι να το πω- δε μ’ άρεσε το διάβασμα. Σε αντίθεση με την αδελφή μου, που το απολάμβανε, ήμουν ένας τεμπελάκος που δεν έβρισκε την παραμικρή χαρά στο ν’ ανοίξει κάνα βιβλίο. Και γιατί να άνοιγα; Το ραδιόφωνο και οι ταινίες ήταν πιο συναρπαστικά. Ήταν λιγότερο απαιτητικά και περισσότερο ζωντανά. Στο σχολείο ποτέ δεν ήξεραν πως να σε μυήσουν στο διάβασμα, ώστε να μάθεις να το απολαμβάνεις. Τα βιβλία και τα αφηγήματα που επέλεγαν ήταν ανιαρά, άτονα, αντισηπτικά. Κανένα απ’ αυτά τα επιμελώς επιλεγμένα αφηγήματα για τα νέα αγόρια και κορίτσια δεν συγκρίνονται με τον Πλάστικ Μαν ή με τον Κάπτεν Μάρβελ. Πιστεύετε ότι ένα αγόρι που λαχταρούσε το σεξ (και πάλι αναιρώντας τον Φρόιντ, δεν πέρασε ποτέ λανθάνουσα περίοδο) και που του άρεσαν οι γκανγκστερικές ταινίες με τον Μπόγκαρτ και τον Κάγκνεϊ και τις φτηνές σέξι ξανθιές, θα γούσταρε ποτέ το Δώρο των Μάγων; [……..] Μου άρεσαν τα κόμικς, έτσι αραιά που ήταν τα λόγια, κι όταν αργότερα στο σχολείο μας έκαναν Σαίξπηρ, κατάφεραν να μας τον φορτώσουν τόσο πολύ με το στανιό ώστε δεν ήθελες να ξανακούσεις άλλο σπολάτη, μαθές και κοκόνα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»

Και, για να μην μείνετε με τη λάθος εντύπωση ότι ανατρεπτικός Woody Allen δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο, ομολογεί αφοπλιστικά στη συνέχεια ότι άρχισε να διαβάζει για να ….αρέσει στις γυναίκες! Στις …κουλτουριάρες γυναίκες, γιατί εκείνες τον γοήτευαν.

«Όπως και να ΄χει, δεν διάβαζα ώσπου να φτάσω στο τέλος του λυκείου και οι ορμόνες μου είχαν στ΄ αλήθεια βαρέσει κόκκινο και για πρώτη φορά πρόσεξα εκείνες τις νέες γυναίκες με τα μακριά, ίσια μαλλιά, που δεν έβαζαν κραγιόν, μακιγιάρονταν ελάχιστα, φορούσαν μαύρα ζιβάγκο και κολλητές φούστες, με μαύρα καλσόν, και κουβαλούσαν μεγάλες δερμάτινες σάκες που είχαν αντίτυπα της Μεταμόρφωσης, με σημειώσεις στο περιθώριο όπως «Ναι, μεγάλη αλήθεια» ή «Βλέπε Κίρκεγκορ». Όποια κι αν ήταν η παράλογη σαρκική παραξενιά μου, αυτές κέρδισαν την καρδιά μου, και όταν έπαιρνα τηλέφωνο για να κλείσουμε ραντεβού και ρωτούσα αν θα ήθελαν να πάμε σε καμιά ταινία ή σ΄ έναν αγώνα μπέιζμπολ κι αυτές προτιμούσαν να ακούσουν Σεγκόβια ή να δουν το θεατρικό του Ιονέσκο εκτός Μπρόντγουεϊ, ακολουθούσε μια παρατεταμένη αμήχανη παύση και μετά έλεγα «Θα σε πάρω σε λίγο», και πάσχιζα να ανακαλύψω ποιος διάολος ήταν Σεγκόβια κι αυτός ο Ιονέσκο

Επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά την ικανότητά του να λέει και να γράφει ιστορίες, ο Γούντι Άλεν μας γυρίζει πίσω στην παιδική του ηλικία στο Μπρούκλιν που μεγάλωσε. Μιλά για τα πρώτα χρόνια της αμερικανικής τηλεόρασης, όταν εργάστηκε ως ευθυμογράφος σε τηλεοπτικές επιθεωρήσεις στο πλευρό θρυλικών μορφών, όπως ο Μελ Μπρουκς και ο Νιλ Σάιμον. Ανατρέχει στα κλαμπ όπου εμφανιζόταν ως αυτοσχεδιαστικός κωμικός παλεύοντας να αναγνωριστεί το ταλέντο του και να βρει τον δρόμο προς την επιτυχία. Κι ύστερα μας ταξιδεύει στον κόσμο των κινηματογραφικών πλατό, όταν πλέον άρχισε να γυρίζει τις πρώτες του κωμωδίες. Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία, Μπανάνες, Τα πάντα γύρω από το σεξ, και μας ξεναγεί στην εξηντάχρονη παραγωγικότατη καριέρα του στο σινεμά, από τις κλασικές ταινίες του Ο νευρικός εραστής, Μανχάταν, Η Χάνα και οι αδελφές της ως τις πιο πρόσφατες Μεσάνυχτα στο Παρίσι, Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη. Παράλληλα μας μιλά για τους γάμους του, τους έρωτές του και τις διάσημες φιλίες του, για την τζαζ μουσική που αγαπά να παίζει, για τα βιβλία του και τα θεατρικά του έργα, ενώ μαθαίνουμε για τους δαίμονές του, τα λάθη και τις επιτυχίες του και για τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν.

Η μία σελίδα φέρνει την άλλη και στις 336 αυτής της πυκνογραμμένης και σε μεγάλο σχήμα αυτοβιογραφίας, ο αναγνώστης δεν νοιώθει ούτε μια στιγμή να κουράζεται. Το αναπάντεχο, το απρόοπτο, το διαφορετικό, το ευφυές, το χιούμορ καραδοκούν σε κάθε σελίδα και τον κάνουν να χαμογελάσει. Μιλά για το όνειρό του να γίνει ταχυδακτυλουργός, μετά σεφ, για τα μαθήματα σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης από όπου τον απέβαλαν γιατί δεν πήγαινε ποτέ, αφού προτιμούσε να πηγαίνει στο σινεμά και να βλέπει ταινίες, για την εμπειρία του από την ψυχανάλυση που δεν τον βοήθησε καθόλου, αλλά και για το κλαρινέτο με το οποίο έμαθε να παίζει μουσική τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Ο Γούντι Άλεν μιλά αναλυτικά για τη δικαστική διαμάχη του με την  Μία Φάροου, η οποία κατά τη δεκαετία του ’90 τον είχε κατηγορήσει για παιδεραστία και κακοποίηση της θετής της κόρης Ντίλαν. Τα δικαστήρια τον αθώωσαν όμως μετά από μια 30ετία βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με το κίνημα MeToo και των κατηγοριών της Ντίλαν που σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή καθοδηγείται και χειραγωγείται από τη μητέρα της.

Μιλώντας για το ευαίσθητο αυτό θέμα ο συγγραφέας Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης  που έχει επιμεληθεί την πραγματικά καταπληκτική μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά, τονίζει σε συνέντευξή του ότι πιστεύει απόλυτα στην ειλικρίνειά του. «Ο πεπειραμένος αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως από κάποιο κείμενο που διαβάζει αν ο συγγραφέας κοροϊδεύει ή είναι ειλικρινής. Όπως ο αστυνομικός καταλαβαίνει από το βλέµµα τον ένοχο, έτσι κι εµείς οι συγγραφείς καταλαβαίνουμε από το ύφος της γραφής τον απατεώνα. Θα µμπορούσε ο Άλεν να αποκρύψει πράγματα ή να τα αποφύγει, αλλά εκείνος επιμένει.» Και συμπληρώνει:  «Η θέση µου είναι απόλυτη, καθώς µε αφορμή τη µμετάφραση έψαξα διεξοδικά το συγκεκριμένο θέμα. Είδα στο γενεαλογικό δέντρο της Μία Φάροου αλλά και του Γούντι Άλεν στοιχεία που σε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξαιρετική αυτή ηθοποιός είναι σαφώς διαταραγμένος άνθρωπος. […..] Οπότε εάν κάποιος βάλει τα στοιχεία κάτω, συμπεραίνει ότι πρόκειται για µια ιστορία τρομακτικής ζήλιας και εκδίκησης που πυροδοτήθηκε μόλις η Φάροου έμαθε ότι ο σύντροφός της σύναψε σχέσεις µε την ενήλικη θετή της κόρη,  που κρατά ακόμη. » ΠΗΓΗ: Documento

Για όποιον αγαπά τις ταινίες του Γούντι Άλεν, το διακριτικό, έξυπνο και γλυκόπικρο χιούμορ του, το βιβλίο αυτό είναι πραγματική απόλαυση.

 

INFO

Σχετικά με το τίποτα

Woody Allen

Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης

Εκδόσεις Ψυχογιός

Σελ. 336

 

 

 

 

 

 

 

WOODY ALLEN, ΗΠΑ

 “Έχετε κάνει ψυχανάλυση; Τι σας είπε ο ψυχαναλυτής σας;”
“Συμφώνησε μαζί μου, ότι χρειάζομαι θεραπεία. Πιστεύει επίσης ότι η αμοιβή του είναι λογική…”
Παρά τη διάσημη αυτή ατάκα, ο Γούντι Άλεν δηλώνει πως δεν πρέπει να συγχέεται με τους ήρωές του. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που του αρέσει να βολτάρει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ζει μια φυσιολογική ζωή, κοιμάται νωρίς, είναι πειθαρχημένος και σε γενικές γραμμές λειτουργεί καλά. Και ίσως να μην είχαμε ακούσει ποτέ γι’ αυτόν, αν ήταν λίγο πιο επιμελής μαθητής…
Αφού τον έδιωξαν από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και από το Σίτι Κόλετζ, ο Γούντι Άλεν άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο. Έγραφε κείμενα για διάφορους κωμικούς, ώσπου αποφάσισε να γίνει κωμικός ο ίδιος.
Το 1964 εμφανιζόταν σε κάποιο κλαμπ της Νέας Υόρκης, όταν έγραψε το σενάριο για το “What’s New Pussycat?” (Χαρέμι για Δύο), που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το 1969 γύρισε την πρώτη δική του ταινία, το Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα. Από τότε δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει, να αιφνιδιάζει και συχνά να προκαλεί ανεξέλεγκτους σπασμούς γέλιου με μια εντυπωσιακή παραγωγή που ξεπερνά τις τριάντα ταινίες. Ανάμεσά τους οι “Μπανάνες”, “Τα Πάντα Γύρω από το Σεξ”, “Ο Ειρηνοποιός”, “Ο Νευρικός Εραστής”, “Μανχάταν”, “Σεξοκωμωδία Θερινής Νύχτας”, “Ο Ατσίδας του Μπρόντγουεϊ”, “Ζέλιγκ”, “Οι Χάνα και οι Αδερφές της”, “Το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου”, “Μέρες Ραδιοφώνου”, “Σεπτέμβρης”, “Σφαίρες Πάνω από το Μπρόντγουεϊ”, “Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν”, “Ακαταμάχητη Αφροδίτη”, “Όλοι Λένε Σ’ Αγαπώ”, “Διαλύοντας τον Χάρι”, “Η Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού” και “Παίζοντας στα Τυφλά”.
Έχει επίσης γράψει τρία θεατρικά, “Μην Πίνετε το Νερό”, “Ωραίος και Σέξι” (που μετέφερε και στον κινηματογράφο) και “The Floating Lightbulb”, έχει εμφανιστεί σε δικά του έκτακτα τηλεοπτικά προγράμματα, και συνεργαζόταν για χρόνια με το New Yorker και άλλα έντυπα.
Το έργο του πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου, λατρεύτηκε εξίσου από διανοούμενους και εκατομμύρια απλών θεατών και για την ανάλυσή του έχουν ξοδευτεί ποταμοί μελάνης από την κριτική, ωστόσο ο ίδιος φαίνεται να το αντιμετωπίζει εξαιρετικά προσγειωμένα: “Δεν θέλω να μείνω αθάνατος με το έργο μου. Θέλω να μείνω αθάνατος με το να μην πεθάνω”.
Παρά την τεράστια φήμη του και την καθολική αναγνώρισή του ως ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς του καιρού μας, ο Γούντι Άλεν παραμένει ένας αξιολάτρευτα συνεσταλμένος άνθρωπος που αισθάνεται άβολα με τη διασημότητα, αν μπορούσε θα ‘θελε να ‘ναι κάποιος άλλος και τις Δευτέρες παίζει πάντα, όπως και πριν από τριάντα χρόνια, κλαρινέτο με την ορχήστρα του σ’ ένα μικρό τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης. ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ