«Ο Σπούτνικ Ταξιδεύει Ακόμα»

0
964

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ

Μια παρέα πιτσιρικάδων μεγαλώνει στο Παγκράτι της δεκαετίας του ’60. Ένα Παγκράτι γνωστό και άγνωστο, με το άλσος, το κολυμβητήριο, τη Φορμίωνος αλλά και  με σχολεία αρρένων και θηλέων και ένα και «μοναδικό» πεζούλι που χρησιμεύει ως σημείο συνάντησης και εφαλτήριο για τις εξορμήσεις τους. Είναι ο Γιώργος, ο Μύρωνας, ο Αρκάδης, ο Κύρος, ο Στέφανος , ο Σκρούτζης , ο Φίλιος, ο Μπίλης. Στις απαρχές της εφηβείας , τελευταίες τάξεις του Δημοτικού πρώτες του Γυμνασίου. Ίσως η πιο δύσκολη ηλικία, ίσως και η πιο καθοριστική. Στα μάτια των μεγάλων είναι μια  άχαρη ηλικία, αφού το παιδί έχει πάψει να είναι παιδί με την αφέλεια και την τσαχπινιά του αλλά δεν έχει γίνει ακόμη ο έφηβος, ούτε ο νέος με την έμπνευση, την ορμητικότητα και τη γοητεία του. Μια μακρά και επώδυνη εποχή μαθητείας , απογαλακτισμού και ενηλικίωσης.

Όμως για την παρέα αυτή των πιτσιρικάδων, στο βιβλίο του Γρηγόρη Καγγελάρη «Ο Σπούτνικ ταξιδεύει ακόμη», η ηλικία αυτή γίνεται μια περίοδος φωτεινή και γεμάτη δράση, μια περίοδος που όλα συμβαίνουν για πρώτη φορά και έχουν γύρω τους το φως της αφέλειας, της διεκδίκησης, του θράσους και μιας απίστευτης ενέργειας που γίνεται μαγεία.  Το πρώτο ποτό, το πρώτο τσιγάρο τα πρώτα φλερτ. Άγχος και πολύ χιούμορ!… Μακρύς ο κατάλογος με  τις ωραίες  και επίμαχες παραλίγο συμμαθήτριες από τα γυμνάσια των θηλέων. Εκείνες που «σου τις στερούσαν, ακριβώς  τη στιγμή που άρχιζες  να τις έχεις ανάγκη».  Μια από τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, βγαίνει στους δρόμους και στις αλάνες  του Παγκρατίου ζωηρή, μάχιμη, ατίθαση και σκληραγωγημένη, με ακμαίο ηθικό και αίσθημα συντροφικότητας, χωρίς περιθώρια για ψυχολογικά τραύματα και αδυναμίες.

Είναι από τις πρώτες γενιές του ροκ σε μια Ελλάδα που διψά για επικοινωνία με τα ξένα πολιτιστικά ρεύματα, όπως ο γαλλικός κινηματογράφος,  αλλά ακόμη δεν έχει χάσει ή ξεχάσει τη δική της ταυτότητα. Από τις πρώτες πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Αθήνας , το Παγκράτι, με εργατικό κυρίως πληθυσμό, ανάμεσα στον οποίο οι εύποροι ξεχωρίζουν και περιβάλλονται από μια αίγλη θαυμασμού και μυστηρίου. Είναι η εποχή που θεωρείται ακόμη εξαιρετικά επικίνδυνο να είσαι αριστερός και τα παιδιά δεν έμεναν αμέτοχα στα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας. Αντίθετα αρκετές φορές καλούνταν να βοηθήσουν και να συνδράμουν, χωρίς αυτό να θεωρείται παραβίαση της παιδικότητας και αναισθησία των γονιών.

Οδηγός γι αυτή τη μακρά βιωματική κατάδυση του συγγραφέα είναι ένα σύγχρονο πρόσωπο  που γίνεται και το εύρημα –κλειδί, ιδιαίτερα επιτυχημένο,  για να μην εξελιχθεί αυτή η αφήγηση σε μια κουραστική παρελθοντολογία, σε ένα χείμαρρο αναμνήσεων που θα μπορούσε να κουράσει τον σύγχρονο αναγνώστη. Το πρόσωπο αυτό είναι η Καλυψώ, μια νέα γυναίκα, γύρω στα σαράντα, απόφοιτη του Παντείου , που κάπου στις αρχές της «νέας χιλιετίας» αποφασίζει να νοικιάσει διαμέρισμα στο Παγκράτι, για να ξεφύγει από την παρατεταμένη φοιτητική  νοοτροπία, που τη «καταδιώκει» μέχρι αυτή την ηλικία. Ψυχή ανήσυχη, ανεξάρτητη, αντισυμβατική, μηχανόβια, με πολλά και εναλλασσόμενα ενδιαφέροντα γίνεται το λογοτεχνικό alterego του συγγραφέα . Η Καλυψώ θα ανακαλύψει στο διαμέρισμα που νοικιάζει στο Παγκράτι ,  παρατημένα από προηγούμενο νοικάρη, κάποια παιδικά ημερολόγια που παραπέμπουν σε εκείνη την εποχή.

Διαβάζοντάς τα θα διαπιστώσει έκπληκτη τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στις δικές της ανησυχίες και στις ανησυχίες των εφήβων της δεκαετίας του ’60. Θα ανακαλύψει δηλαδή τη βαθειά εκείνη σοφία που γνωρίζουν οι μελετητές της ιστορίας, ότι τελικά «η ανθρώπινη ψυχή μένει ίδια σε όλες τις εποχές». Την ίδια  στιγμή όμως θα συνειδητοποιήσει και μια σημαντική διαφορά. Τη μοναχικότητα της δικής της διαδρομής σε αντίθεση με τη συντροφικότητα εκείνης της αγορίστικης παρέας. Η Καλυψώ, βρίσκοντας ψυχική διέξοδο στις ζωές των άλλων, θα θελήσει να γράψει μυθιστόρημα «ζωντανεύοντας» τις αφηγήσεις των ημερολογίων. Την ίδια άλλωστε έκπληξη με την Καλυψώ,  δοκιμάζει και ο σύγχρονος αναγνώστης, καθώς οι περιπέτειες εκείνων των αγοριών, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν μια «εξωτική» για σήμερα, εικόνα, ταυτόχρονα  προβάλλονται με τρόπο τόσο ανάγλυφο και παραστατικό που προκαλούν τη «συμμετοχή» του.

Όσο για την αγορίστικη παρέα του ’60; Αυτή θα «λειτουργήσει»  αντίστροφα. Θα αναζητήσει δηλαδή στην Καλυψώ  το καταφύγιο και την αθανασία, που η ομηρική συνονόματη της νύμφη, υποσχέθηκε στον Οδυσσέα.  Όπως γράφει ο Γρηγόρης Καγγελάρης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου : «Είναι μια αντίστροφη Οδύσσεια. Οι ήρωές μου δεν επιστρέφουν σε καμία Πηνελόπη. Αντίθετα, παλεύουν να αφήσουν τις εστίες και καθετί οικείο πίσω τους. Να βγουν σε ανοιχτό πέλαγος λαχταρούν, να αναμετρηθούν με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες. Να μαγευτούν από την Κίρκη ονειρεύονται και στο τέλος του δρόμου να βρουν την Καλυψώ…»

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε δώδεκα κεφάλαια, με τίτλους τους μήνες του έτους. Όμως η αρίθμηση αρχίζει από το 12 και καταλήγει αντίστροφα στο 1, ως ιδανικό και συμβολικό σημείο σύγκλισης, ενώ η σειρά δεν ακολουθεί το ημερολογιακό,  αλλά το σχολικό έτος , που ξεκινά από τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τον τίτλο «Ο πυκνός χρόνος»  τη συνέχεια της οποίας αναμένουμε.

ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΣΑΜΙΧΑΛΗ

info@bookbar.gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ MODERN TIMES  2011

ΣΕΛ. 412, ΤΙΜΗ17,90