Μάνος Ελευθερίου, Τα λόγια και τα χρόνια 1963 – 2013

0
9425

«Πως το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια, να μην ακούσεις έναν ποιητή»…..|

 «Και στ’ ανοιχτά του κόσμου, τα καμιόνια| θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή/ Πως έγινε με τούτο τον αιώνα| και γύρισε καπάκι η ζωή;| Πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια| να μην ακούσεις έναν ποιητή;|| Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι;| Ποιος είναι Καπετάνιος στα βουνά;| Ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη;| Και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά;| Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι| ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά;»

Οι συγκλονιστικοί, προφητικοί και διαχρονικοί αυτοί στίχοι που γράφτηκαν το 1968 -70 και μελοποιήθηκαν το 1974 από τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο  περίφημο τραγούδι Μαλαματένια Λόγια , είναι ανάμεσα στα 400 περίπου τραγούδια που περιλαμβάνει ο πραγματικά μνημειώδης συγκεντρωτικός τόμος Μάνος Ελευθερίου, Τα Λόγια και τα Χρόνια 1963 – 2013 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και επιμελήθηκε ο ίδιος ο ποιητής. Πενήντα χρόνια στιχουργική δημιουργία, πενήντα χρόνια ποίησης και τα τραγούδα αυτά που μελοποιήθηκαν από τους σημαντικότερους συνθέτες  (Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Μαρκόπουλος, Δήμος Μούτσης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Θάνος Μικρούτσικος, Γιάννης Σπανός, Χρήστος Νικολόπουλος κ.α. ) και τα τραγουδήσαμε ή τα σιγοψιθυρίσαμε όλοι.

                                                           Της Ελπίδας Πασαμιχάλη

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτός ο στιβαρός τόμος, στην αρχή εντυπωσιάστηκα. Διότι απλούστατα δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα, όπως ίσως και οι περισσότεροι,  τον όγκο και το μέγεθος της στιχουργικής δημιουργίας του Μάνου Ελευθερίου. Όταν όμως άρχισα να τον ξεφυλλίζω, τότε την έκπληξη διαδέχτηκε η συγκίνηση και ύστερα ο απεριόριστος θαυμασμός. Διότι μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι αυτά τα τραγούδια, αυτά τα τραγούδια μας, εκτός από την ποιότητα και την ευαισθησία τους, συνδέουν με τον πιο αριστοτεχνικό, δημιουργικό  και εμπνευσμένο τρόπο την αρχαιοελληνική, τη βυζαντινή και τη νεοελληνική παράδοση, την ίδια μας την ιστορία, με έναν τρόπο που μόνο ένας χαρισματικός ποιητής θα μπορούσε να κάνει. «Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει| μες στα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει| και δέκα τρεις αιώνες άνεργος γυρεύει| την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιεί.|| Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες| μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά| έχει στ’ αφτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες| κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά».

Αυτοί οι στίχοι, το χιλιοδιορθωμένο χειρόγραφο των οποίων παρουσιάζεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου και άλλοι πολλοί στίχοι όπως αυτοί, δεν πρέπει να ξεχαστούν. Γίνονται ο μίτος της Αριάδνης που μας συνδέει με το παρελθόν, με τις παραδόσεις, με την ψυχοσύνθεση, με τους αγώνες, με το συλλογικό μας συνειδητό και ασυνείδητο, με το πιο ζωντανό κομμάτι του εαυτού μας ως λαός. Στίχοι όπως αυτοί, που ιερουργούν, πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία , γιατί είναι «μαλαματένια λόγια στο χορτάρι για την άλλη τη γενιά» και μόνο αν κρατήσουμε σφικτά  αυτά τα λόγια, αυτό  το νήμα, τότε μόνο θα μπορέσουμε κάποτε  να ξαναβγούμε στο φως και να ξαναβρούμε το δρόμο μας για το μέλλον.

Μάνος Ελευθερίου: «Σκίζω πολλά»

 OLYMPUS DIGITAL CAMERAΣε παλαιότερη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει με την ευκαιρία της έκδοσης του ποιητικού βιβλίου του Ο νοητός λύκος (Εκδόσεις Μεταίχμιο) ο Μάνος Ελευθερίου είχε μιλήσει για τις πολλαπλές διορθώσεις που κάνει στα ποιήματά του αλλά και για την τάση του να «σκίζει πολλά»: «Δίνομαι ολόψυχα σε οτιδήποτε γράφω και με κουράζει ακόμη και σωματικά. Ακόμη και αν πρόκειται για ένα αποτυχημένο τραγουδάκι. Ποτέ δεν ξέρω από πριν τη μοίρα ή την αξία αυτού που γράφω. Εγώ θέλω να εκφραστώ. Αν βγει καλό, εντάξει αν πάλι βγει χαζομάρα, έχω ευτυχώς την πρόνοια και σκίζω πολλά….» Τον ρώτησα τότε αν μπορεί να καταλάβει κάθε φορά κατά πόσο αυτό που γράφει είναι σημαντικό ή όχι. Η απάντηση αφοπλιστική:

«Την ώρα που γράφω, όχι. Όταν όμως το δεις έτοιμο και αρχίσεις της διορθώσεις καταλαβαίνεις. Αν δεις ότι στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη διόρθωση, δεν σώζεται, καλό είναι να το αφήσεις. Ο Καβάφης είχε γράψει πολλά ποιήματα, τα οποία δεν ήταν κατά τη γνώμη του πετυχημένα. Τα έβαζε σε ένα φάκελο, με την ένδειξη «να μην δημοσιευτούν»,  με σκοπό να τα διορθώσει. Ανάμεσα σε αυτά είναι και ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής ποίησης, το Πάρθεν

Στις σελίδες αυτού του ανεκτίμητου βιβλίου, μια από τις λίγες φορές που ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται κυριολεξία,  φιλοξενούνται στίχοι διάσημων τραγουδιών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες και παρά την λιτή, απλή και άμεση μορφή τους, αφήνουν να διαφανεί στον υποψιασμένο ακροατή ή αναγνώστη, η ιδιαίτερη, ευαίσθητη και βαθιά ποιοτική ματιά του ποιητή. Ο Άγιος Φεβρουάριος, Αυτές οι ξένες αγκαλιές, Το τρένο φεύγει στις οκτώ, Το παλικάρι έχει καημό, Κάτω από τη μαρκίζα, Οι ελεύθεροι κι ωραίοι και πλήθος άλλων.

Χρειαζόμαστε ακροατές με ταλέντο

«Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι δεν μπορείς να τα λες και να τα γράφεις όλα με λεπτομέρειες. Πρέπει ν’ αφήνεις κι ένα παράθυρο για να  συμπληρώσει ο ακροατής όσα θέλει, εφόσον έχει κι αυτός κάποιο ταλέντο» γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στον πρόλογο της έκδοσης και ολοκληρώνει  τον  συλλογισμό του με τη εξής εκπληκτική εξήγηση: «Γιατί αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε, ειδικά σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς, ακροατές με ταλέντο. Και στο θέατρο, θεατές με ταλέντο. Και στη λογοτεχνία, αναγνώστες με ταλέντο. Ανθρώπους που μπορούν να σε βοηθήσουν με μια χρήσιμη παρατήρηση.»

Για την …αρρώστια της αθανασίας

Στο ίδιο προλογικό σημείωμα που θα ήταν ευχής έργο αν το διάβαζαν πολλοί από τους νεότερους ποιητές, ο Μάνος Ελευθερίου εκφράζει την επιφύλαξη για το αν οι στίχοι των τραγουδιών του και μάλιστα εκείνοι που μπορεί να  μελοποιηθούν αργότερα, θα μπορέσουν να συγκινήσουν το νεότερο κοινό και σημειώνει με μοναδική σεμνότητα: «Είναι τουλάχιστον αστείο να νομίζουν ορισμένοι (και δυστυχώς είναι πολλοί, πρόσωπα που σέρνουν την ανίατη αρρώστια της αθανασίας) ότι όσα έγραψαν σήμερα ή χτες, μπορούν θαυμάσια να ενδιαφέρουν και τις επόμενες γενιές. Όμως αυτό γίνεται μόνο με τα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας. Και τέτοιο κουσούρι δεν το είχαν ούτε οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, ούτε ο Σαίξπηρ.»

«Πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια| να μην ακούσεις έναν ποιητή;»

elefteriou-sketchΔιαβάζοντας κάποιος αυτούς τους στίχους, αυτά τα μαλαματένια αλλά και παραπονεμένα λόγια, δεν μπορεί να μην αισθανθεί και μια μεγάλη μελαγχολία για τη σημερινή εικόνα που παρουσιάζει το ελληνικό τραγούδι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Με τον θρίαμβο της κοινοτυπίας, του κλισέ, τη λεξιπενία, τα απολύτως προβλέψιμα στιχάκια και την κακογουστιά. Δεν δεν είναι να απορεί κανείς που μέσα από αυτή τη λεξιπενία και την πνευματική φτώχια των τελευταίων δεκαετιών ήλθε ως επιστέγασμα και η άλλη πενία, η φτώχια η πραγματική με τη μορφή της οικονομικής κρίσης να δώσει τη χαριστική βολή. Διαβάζοντας αυτούς τους στίχους, αρκετοί από τους οποίους γράφτηκαν τις δεκαετίες του ’60 και ’70, λογοκρίθηκαν από τη δικτατορία, αλλά άντεξαν στο χρόνο και παραδόθηκαν αστραφτεροί σε μας τους νεότερους, δεν μπορεί να μην σκεφτεί εκείνο τον άλλο συγκλονιστικό στίχο του εθνικού μας ποιητή, Διονύσιου Σολωμού , από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τον Εθνικό μας Ύμνο:  «Δυστυχής! Παρηγορία| μόνη σου έμεινε να λες| περασμένα μεγαλεία| και διηγώντας τα| να κλαις»…..

«Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό τραγούδι συντηρείται με σωληνάκια.» παρατηρεί ο Μάνος Ελευθερίου στον πρόλογο του βιβλίου και σημειώνει πως «Δεν φταίνε οι δημιουργοί. Φταίνε προπάντων όλοι εκείνοι που προστάτευαν κάποτε και βοηθούσαν την πορεία του. Είναι όσοι πρωτοστάτησαν επί δεκάδες χρόνια στην ανάδειξη και στην προώθηση της ελληνικής μουσικής, παρουσιάζοντας κάθε νέα εργασία παλαιού ή νέου συνθέτη, φιλοξενώντας συνεντεύξεις τους κι αποκαθιστώντας επιτέλους τη «σκοτεινή» (τι λέξη!) γενεά των ρεμπέτηδων και των λαϊκών συνθετών, στιχουργών και τραγουδοποιών, αποδίδοντας έτσι έστω κι αργοπορημένα τις τιμές και τα παράσημα που άξιζαν και σβήνοντας τους λεκέδες της ζωής τους. Ήρθε λοιπόν ένας καιρός που αυτοί οι ίδιοι με τη συνδρομή τους,  υπογράψανε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ελληνικού τραγουδιού».

info@bookbar.gr

 

Σχετικά Θέματα

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ συνέντευξη: «Εγώ ελπίζω σε μια Επανάσταση»

Μάνος Ελευθερίου, συνέντευξη «Είμαστε όλοι σε ένα πηγάδι»