Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ του Στέλιου Βαφέα

0
3016

«Σε όλη του τη ζωή εκείνος έμενε στη Μάνδρα Αττικής»/

 Διήγημα/

Η κληρονομιά της θείας ήταν εκατό ολόχρυσες λίρες. Κι οι εκατό μετρημένες, κίτρινες  και αστραφτερές. Ο Έπης δεν πίστευε στ’ αυτιά του όταν άκουσε τον δικηγόρο της θείας Λουΐζας να τον μνημονεύει: «Στον ανιψιό μου Επαμεινώντα, γιo της λατρεμένης μου πρώτης εξαδέλφης Ιουλίας Καρακάση (Γιούλας), αφήνω 100 χρυσές λίρες Αγγλίας». Χωμένος στη βαθιά πολυθρόνα του γραφείου, ρώτησε με το βλέμμα τη μάνα του, την είδε να του χαμογελά και συνέχισε να στρίβει νευρικά το ατίθασο κατάμαυρο τσουλούφι του. Μόλις βγήκαν από εκεί, τη ρώτησε  πόσα λεφτά κάνουν αυτές οι λίρες και ζαλίστηκε. Ποτέ στα χέρια του δεν είχε πιάσει τόσα χρήματα.

Δεν την ήξερε καλά τη θεία Λουΐζα. Σε όλη του τη ζωή εκείνος έμενε στη Μάνδρα Αττικής, ήταν γέννημα-θρέμμα. Ενώ εκείνη από τότε που τελείωσε το σχολείο ζούσε στην Αγγλία. Όταν έφυγε η θεία του, ο Έπης δεν είχε ακόμη γεννηθεί Εκείνα τα χρόνια, έλεγαν,  την είχε ερωτευτεί ο Μαρκ Στίβενσον, ο κοκκινοτρίχης Εγγλέζος αρχαιολόγος που νοίκιαζε για λίγους μήνες ένα δωμάτιο στο σπίτι της. Τον χειμώνα του 1968 μελετούσε για τη διατριβή του κάποια μοναδικά εκθέματα στο μουσείο της Ελευσίνας και τον διευκόλυνε να μένει στη Μάνδρα. Η Λουΐζα είχε τότε μόλις τελειώσει το σχολείο. Τη ζήτησε από τους γονείς της και την παντρεύτηκε. Την πήρε μαζί του στην Αγγλία κι από τότε ο κύριος κι η κυρία Στίβενσον έρχονταν κάποια καλοκαίρια για διακοπές. Κάθε φορά του έφερναν δώρα, μια μπάλα, ρούχα, ένα κινητό. Η μάνα του τη λάτρευε την εξαδέλφη της τη Λουΐζα. Ήταν συνομήλικες, συμμαθήτριες, χέρι-χέρι πήγαιναν σχολείο. Τα σπίτια τους μεσοτοιχία, μόλις τελείωναν τα μαθήματα, έπαιζαν στο μεγάλο σκιερό τους κήπο. Τα βράδια έτρωγαν πάντα μαζί. Μια στο ένα σπίτι, μια στο άλλο. Μόνο στον ύπνο χωρίζονταν, υπερίσχυε η αυστηρότητα του παππού του: «Κάνε ό,τι θες την ημέρα» της έλεγε, «όμως τη νύχτα πάντα σπίτι σου». Ήταν ναυτικός, χρόνια κι είχαν δει τα μάτια του πολλά. Όταν απέκτησε παιδί  άφησε τη θάλασσα κι έστησε στη Μάνδρα ένα μικρό μπακάλικο.

Μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την επιχείρηση ο Έπης. Στο μπακάλικο δούλευε όλη μέρα, με διάλειμμα μιας ώρας για να φάει μια μπουκιά το μεσημέρι. Τον περασμένο χρόνο είχε τολμήσει, επιτέλους, με ό,τι περίσσευε από τα κέρδη του να νοικιάσει ένα παμπάλαιο διώροφο σπίτι στον κεντρικό δρόμο της Μάνδρας και να φύγει απ’ το πατρικό του.

Όταν πήρε στα χέρια του τις λίρες ο Έπης δεν ήξερε πού να τις κρύψει. Να τις αφήσει σπίτι αποκλειόταν, τόσα λεφτά… Έτσι, κυκλοφορούσε με τον θησαυρό κρυμμένο στη βαθιά τσέπη του πράσινου παντελονιού. Τον βάραινε το χοντρό μασούρι με τις λίρες μα ένιωθε μια γλύκα, τον ησύχαζε να τις χαϊδεύει. Όταν κοιμόταν τις έχωνε κάτω απ το μαξιλάρι του. Ξυπνούσε νύχτα και τις αποζητούσε, καμιά φορά τις ξαναμετρούσε να βεβαιωθεί ότι βρίσκονταν όλες ακόμη εκεί.

Προχωρημένο το καλοκαίρι κι η παρέα του είχε αρχίσει τα μπάνια στη θάλασσα μετά τη δουλειά. Εκείνος έβρισκε όλο προφάσεις να τους αποφεύγει, δεν μπορούσε να παρατήσει το παντελόνι του αφύλακτο. Περνούσαν οι εβδομάδες κι ο Έπης ήταν δέσμιος της αγωνίας του για τις λίρες. Κάποτε αποφάσισε ότι δε γίνεται να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του έτσι. Έπρεπε κάπου να τις ασφαλίσει. Σκέφτηκε τον παλιό του συμμαθητή τον Νάκη που δούλευε στην Εθνική Τράπεζα. Τον ρώτησε αν μπορούσε να τις καταθέσει στον λογαριασμό του. Εκείνος τον συμβούλεψε να μην τις εξαργυρώσει. «Οι χρυσές λίρες έχουν μεγάλη αξία σε καιρούς δύσκολους του είπε. Να τις κρατήσεις. Να ανοίξεις μια θυρίδα που έχουμε εδώ στην Τράπεζα και να τις βάλεις μέσα. Είναι η πιο ασφαλής λύση.»

Η πρόταση του Νάκη τον ανακούφισε. Θα άνοιγε τη θυρίδα μεθαύριο Δευτέρα κιόλας, πρωί – πρωί, πριν τη δουλειά. Έφτασε έτσι ήσυχος στο τσιπουράδικο για την καθιερωμένη κυριακάτικη συνάντησή του με τον Γιωργάκη τον Αγαπητό, τον κολλητό του από το σχολείο. Με το ‘να χέρι κρατούσε το ποτήρι με τ’ άλλο χάιδευε τις λίρες, που θα τις είχε για λίγες μόνο ώρες ακόμη κοντά του. Στο τέταρτο τσίπουρο χαλάρωσε και του εξομολογήθηκε τα πάντα: τη κληρονομιά της θείας, την αγωνία του και την απόφασή του να τις ασφαλίσει στην Τράπεζα. Ο Γιωργάκης  τού ζήτησε να τις δει, δεν μπορούσε να φανταστεί πως χωρούσαν σε μια τσέπη εκατό ολόκληρες λίρες. Κατέβηκαν στο υπόγειο και χώθηκαν στην τουαλέτα. Ο Έπης βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνοι κι έβγαλε απ’ την τσέπη το μασούρι. Ο Γιωργάκης απόρησε με τον ελάχιστο όγκο του. «Είσαι βέβαιος ότι είναι εκατό;» τον ρώτησε. «Πλάκα μου κάνεις; κάθε βράδυ τις μετράω» απάντησε ο Έπης. «Μα τότε είναι εύκολο. Δε χρειάζεται να τις βάλεις σε θυρίδα», του είπε ο Γιωργάκης. «Άκου με» του είπε, «οι Τράπεζες θέλουν από σένα μόνο το νοίκι. Άσε που όταν χρειαστεί να τις πάρεις είναι ολόκληρη επιχείρηση για ν’ ανοίξει η θυρίδα: πρέπει να ‘ναι εργάσιμη μέρα, θέλει υπογραφές, κλειδιά… Θέλεις να μπεις σε αυτή την περιπέτεια; θέλεις να γνωρίζουν όλοι ότι κρύβεις κάτι πολύτιμο; Στη θέση σου θα έβρισκα ένα έπιπλο στο σπίτι, μια ντουλάπα, κάπου τέλος πάντων και θα τις έκρυβα. Θα το ήξερα μόνο εγώ. Αυτό να κάνεις, μην εμπιστεύεσαι τα λεφτά σου σε ξένους. Καν’ το, θα με θυμηθείς.»

Ο Έπης την επομένη πήγε γραμμή στη δουλειά χωρίς να σταθεί στην Τράπεζα. Χαζός ήταν να πληρώνει νοίκι; Το βράδυ που γύρισε σπίτι άρχισε να εξετάζει τα έπιπλα που είχε στη σάλα. Μελέτησε το τραπέζι που έτρωγε, τράβηξε το συρτάρι του και μέτρησε το βάθος του. Υπήρχε αρκετό κενό από πίσω για να χωρέσει τις λίρες του. Βρήκε ταινία που τυλίγουν τα χαρτόκουτα και στερέωσε το μασούρι στο πίσω μέρος του συρταριού. Έκλεισε το συρτάρι και βεβαιώθηκε ότι οι λίρες δεν εμπόδιζαν το κλείσιμο. Ανακουφισμένος κι ήσυχος, ανέβηκε στον πάνω όροφο και ξάπλωσε.  Όταν έγειρε να κοιμηθεί ένοιωσε ένα τσίμπημα αγωνίας: πρώτη φορά μετά από εβδομάδες δεν είχε τις λίρες κοντά του.  Άκουσε τη βροχή που ξεκινούσε εκείνη την ώρα, νανουρίστηκε και βυθίστηκε σε ύπνο κατάμαυρο δίχως όνειρα.

Νωρίς το άλλο πρωί ξύπνησε ανήσυχος· απ’ έξω άκουγε μια ασυνήθιστη βοή. Έμοιαζε να πέφτουν νερά με ορμή από ψηλά σαν καταρράκτης! Αλαφιασμένος σηκώθηκε κι έτρεξε στη σκάλα. Κατέβηκε τα πρώτα σκαλιά κι αντίκρισε τη σάλα πλημμυρισμένη. Ο ένας τοίχος είχε φύγει κι απ’ έξω έτρεχε ένα ποτάμι λάσπης παρασύροντας ξύλα, αυτοκίνητα, έπιπλα. Έμεινε πολλή ώρα ακίνητος και παγωμένος χωρίς να ξέρει τι να κάνει. «Εφιάλτης είναι;» αναρωτήθηκε και τσίμπησε το χέρι του. Η στάθμη του λασπόνερου είχε φτάσει ως τη μέση του παραθύρου. Αναζήτησε με το βλέμμα το τραπέζι μα στη σάλα δεν είχε μείνει ούτε ένα  έπιπλο. Τα πάντα είχανε παρασυρθεί απ’ τα νερά.

Δεν τόλμησε να κατέβει πιο κάτω. Γύρισε πίσω στο δωμάτιό του και προσπάθησε να τηλεφωνήσει στη μάνα του. Η γραμμή ήταν νεκρή. Άνοιξε το ραδιόφωνο κι άκουσε:

«Τις πρωινές ώρες σήμερα, μετά από έντονη βροχόπτωση, μία ξαφνική πλημμύρα έπνιξε τη Δυτική Αττική και ιδιαίτερα τις περιοχές Μάνδρα, Μαγούλα, Νέα Πέραμο και  Ελευσίνα. Μέχρι την ώρα αυτή, έχει προκαλέσει το θάνατο 15 ατόμων. Υπάρχουν πολλοί αγνοούμενοι, και αναφέρονται μεγάλες υλικές καταστροφές.»

Πήρε την καρέκλα και κάθισε στο παράθυρο. Κοιτούσε μουδιασμένος το ποτάμι που παράσερνε το βιός και τα όνειρα των κατοίκων της Μάνδρας. Ο νους του χώθηκε στη λάσπη. Γύρω του στριφογύριζαν σπασμένα ξύλα, ανθρώπινα σώματα, νεκρά ζώα, τούβλα, σοβάδες. Σκέφτηκε τη θεία Λουΐζα, σκέφτηκε τον Νάκη και τη θυρίδα, τον Γιωργάκη τον Αγαπητό, τη μάνα που δεν έβρισκε στο τηλέφωνο. Βούλιαξε νοερά στο ποτάμι κι ακολούθησε το χρυσαφένιο ίχνος που άφηναν οι λίρες του, στην ακατάσχετη τυρβώδη διαδρομή του μέχρι τη θάλασσα. Ύστερα έπαψε να σκέπτεται.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΦΕΑΣ

Μάιος 2018

 

 

ΒΙΟ

 Στέλιος Βαφέας

Αρχιτέκτονας-πολεοδόμος. Ποιητική συλλογή “Νερά είδα” (εκδ. Γαβριηλίδης, 2014). Κείμενά του έχουν εκδοθεί στον Χάρτη και στις συλλογές διηγημάτων “58 υπό σκιάν” (εκδ. Biblioteque, 2016)  και “Διηγήματα παντός καιρού” (εκδ. Βακχικόν, 2018). Στο blog του http://stylianosvafeas.blogspot.com/ έχει αναρτήσει ένα αυτοβιογραφικό πεζογράφημα με τίτλο “Στέγη πατρίδος, 1951 – 1961”.